Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Εν Ξυλοπόλει τη ………1960

Τοις
κεκοιμημένοις

Για πολλούς σήμερα μια όμορφη ανάμνηση αποτελεί αφορμή για αναπόληση στον κόσμο, που η ανάπτυξη και η πρόοδος τον διέγραψαν μονοκοντυλιά.  Είναι μάταιο να επιχειρεί κάποιος σήμερα συγκρίσεις και παραβολές με το παρελθόν, λες και ένας άλλος κόσμος ζούσε τότε.  Η ζωή κυλούσε ήρεμα, αργά,  χωρίς άγχη και προβληματισμούς.  Όλα ήταν απλά και απλοποιημένα.
Η ηρεμία βασίλευε σε όλες τις γειτονιές του χωριού και μόνο οι φωνές των παιδιών ή κάποιου μικροπωλητή τάραζε την ατμόσφαιρα.  Η βουή κάποιου αυτοκινήτου, που σπανίως ξεπρόβαλε, ήταν η αιτία να προκληθεί μικρή αναταραχή.  Οι βουές είχαν ονοματεπώνυμο.  Τώρα περνά ο Τσικρίκης, ενώ αυτός που πέρασε προηγουμένως ήταν ο Συμπέθερος κ.λ.π.
Η οικογένεια είχε πατριαρχική δομή και εντυπωσιακό «δέσιμο».  Οι γονείς είχαν καταλυτική επίδραση και επιρροή στα παιδιά.  Ο σεβασμός και η υπακοή ήταν δεδομένα.  Το ξύλο αποτελούσε ένα από τα σωφρονιστικά μέσα.
Κατηφορίζοντας το κεντρικό καλντερίμι από την πλατεία για την γειτονιά μου (τον κάτω μαχαλά), τις περισσότερες φορές ξυπόλητοι, τα κόκαλά μας κόντευαν να ξεχαρβαλωθούν.   Οι πέτρες του καλντεριμιού ήταν άτσαλες και μυτερές και, όταν πατούσες επάνω τους, παρίστανες τον αναστενάρη.
Σήμερα ευχάριστα προχωρώ κατηφορίζοντας τον κεντρικό δρόμο, που οδηγεί από την πλατεία στον παλιό Αη Γιώργη και ίχνη μιας άλλης εποχής, ενθυμήσεις ευχάριστες γυροφέρνουν στο νου μου.  Το κάθε βήμα, η κάθε στροφή σου θυμίζει μια ξεχωριστή γραφικότητα και ένα ξεχωριστό θέλγητρο.  Μερικές σκηνές και τα πρόσωπα που τις κοσμούν παραμένουν ακόμη ανεξίτηλες.  Υπάρχουν όμως σχέσεις αγάπης που λειτουργούν έτσι, καθορισμένες από την έλλειψη και τον χρόνο.  Όσο είμαστε αλλού ζούμε με την ιδέα πως θ’ αρκούσε να συναντηθούμε για λίγο.  Από τη στιγμή που βρισκόμαστε εκεί, τα μάτια μας ανοίγουν και διαφυλάττουμε  την αγάπη.  Γι’ αυτό το λόγο εδώ και πολλά χρόνια καλλιεργώ το χρόνο, όπως ποτίζουμε στα παράθυρα και στα μπαλκόνια μαραμένα λουλούδια.
Περνώ πολλές μέρες κατακρίνοντας τον εαυτό μου που άφησα να πεθάνουν όλοι αυτοί οι καλοί γέροντες, ο ένας μετά τον άλλον, χωρίς ποτέ να μπω στον κόπο να συλλέξω τις μαρτυρίες τους.  Αφού εξάντλησα το χρόνο των τύψεων, ο μόνος δρόμος που μου απόμεινε να ακολουθήσω, αφού οι ερωτήσεις μου στους ζωντανούς δεν βοηθούν σε τίποτε, είναι να απευθυνθώ στους νεκρούς.  Τουλάχιστον σε όσους είχαν αφήσει μαρτυρίες.
Σχεδόν εφάπτονταν της πλατείας το πηγάδι και δίπλα του η καρυδιά, όπου έστηνε το εργαστήριό του ο γανωματής περιμένοντας την πελατεία του με απλωμένα τα εργαλεία, αφού είχε κάνει το γύρω του χωριού για να κάνει γνωστή την παρουσία του,.
Η κατηφόρα απότομη, αλλά στο μέσον της σταματούσες για λίγο, έστριβες το κεφάλι δεξιά να καλημερίσεις τον μπαρμπα-Βίλκα, ο οποίος ακόμη μονολογούσε για το χθεσινοβραδινό διάλογο που είχε με τον μπαρμπα-Αλέκο  …….. «άκου να δεις δεν πίνει ούζο»; ακόμη δεν μπορούσε να το χωνέψει.  Ο διάλογος διημείφθη στο μπακάλικο του Θανάση. 
Ο μπαρμπα-Βίλκας, όπως κάθε βράδυ, έπρεπε να πιει τα ούζα του. Καθισμένος λοιπόν στο τσουβάλι με τα φασόλια χαιρετούσε τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο μπακάλικο.
Ήρθε και ο μπαρμπα-Αλέκος για τα καθιερωμένα ψώνια.
-                     Γεια σου Βίλκα
-                     Γεια σου Αλέκο
Αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες για τις δουλειές της μέρας, λέει ο Αλέκος:
-Τραβάς όμως τα ουζάκια σου.
-Τι να κάνω μωρέ Αλέκο, αυτό με ξεκουράζει.  Εσύ πίνεις κανένα ούζο; 
-Ούζο εγώ, γιατί τελείωσε το νερό;
-Καλά κάνεις Αλέκο, νερό πίνουν και οι αγελάδες.
Στο τελείωμα της πρώτης απότομης κατηφόρας, στο μικρό πλάτωμα, ο μπαρμπα-Νικόλας ξημεροβραδιάζονταν για να προλάβει να επισκευάσει τα σαμάρια.   Η κληματαριά περίτεχνα στόλιζε την όψη του εργαστηρίου του κρύβοντας μάλιστα τη μισή επιγραφή. Από το αφύσικα μεγάλο παράθυρο κάτι είχε να πει στους διαβάτες ανασηκώνοντας το βλέμμα του για λίγο.
Επόμενη στάση ήταν στο σπίτι του μπαρμπα-Χρήστου με τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα, που από μέσα την ασφάλιζε ο σιδερένιος μάνταλος. Ο γιος του έφυγε μετανάστης στη Γερμανία και του άφησε τα δύο  εγγόνια να τα φροντίζει. Κούτσαινε στο ένα πόδι και πάντα κυκλοφορούσε με μπαστούνι,  φτιαγμένο από ξύλο κρανιάς.  Όταν τα εγγόνια δεν υπάκουαν στις προσταγές του, φώναζε με την στεντόρεια φωνή του «Τάκο βρε», ενώ ταυτόχρονα πετούσε το μπαστούνι κι όποιον πάρει ο χάρος.
Προτού φτάσεις στου μπαρμπα-Χρήστου όμως, έφτανε στο αυτί σου ο ήχος του φυσερού από το σιδηρουργείο του μπαρμπα-Θανάση.
Και, ενώ βρισκόσουν στο μέσον περίπου της διαδρομής, ατένιζες το «πολυιατρείο» της μπάμπως-Σόφου.  Από γέννες μέχρι κατάγματα, όλα τα θεράπευε, τα χρόνια εκείνα όποιος ήξερε και ένα έμπλαστρο να κολλήσει θεωρούνταν γιατρός.  Μια βραδιά μάλιστα δεν μπορούσε να βρει το καντήλι και τι να κάνει η δόλια…!  Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ώσπου άναψε το καντήλι για να το ψάξει, έφτασε μάλιστα μέχρι τη γειτονιά.
Άλλη προσωπικότητα της γειτονιάς ήταν ο Σόφιν Κόλης, σύζυγος της μπάμπως-Σόφου.  Λίγες ώρες της μέρας είχε διαύγεια. τις υπόλοιπες σερνόταν μ’ ένα μπουκάλι ούζο μέσα στο ζωνάρι ψάχνοντας στα αλλοπρόσαλλα αντικείμενα του μικρού μπαξέ, αντικείμενα της ζωής του. Ένα απόγευμα μάλιστα, όπως καθόταν όλη η γεροντοπαρέα στο μπακάλικο του «Βαγγέλη» και παραδίπλα τα πιτσιρίκια, να’ σου ο Σόφιν Κόλης έχοντας παραμάσχαλα το ένα τσαρούχι. Το πόδι του ήταν καταματωμένο και κούτσαινε, ενώ η πορεία του σχημάτιζε πότε οχτάρια και πότε εννιάρια. Απευθυνόμενος στο Βαγγέλη του λέει: πάτησα ένα αγκάθι αλλά ήταν πολύ άτιμο και δεν λέει να σταματήσει το αίμα. «Το βλέπει ο Βαγγέλης και του βάζει τις φωνές» το έχεις κόψει το πόδι με το τσεκούρι και μάλιστα βαθιά μέχρι το κόκαλο.  Πέσανε πάνω του τότε όλοι οι ειδήμονες. Ο μπάρμπα-Αντρέας που ήταν σφάχτης και τζαμπάζης έδωσε τις πρώτες συμβουλές.  Βλέπεις ήξερε από χειρουργεία. Ενώ ο ίδιος είχε τη γιατρό στο σπίτι.  Που να τολμήσει να ζητήσει θεραπεία! καμιά μασιά ίσως.  Του  το επιδέσανε και άρχισε μετά το μικρό διάλειμμα την ουζοκατάνυξη.
Αφού περνούσες και αυτό το εμπόδιο κατέφθανες στο μπακάλικο του Βαγγέλη.  Η «βουλή» του κάτω μαχαλά.  Η συνεδρίαση άρχιζε μετά το σούρουπο.  Πρόεδρός της ήταν ο Βαγγέλης. Δεν τον ενδιέφερε να πουλήσει τα εμπορεύματα, αλλά να εκφωνήσει τους δικανικούς.  Όλοι οι γέροντες γύρω του και αυτός να ρητορεύει.  Μάλιστα τα πρωινά έκανε προπόνηση.  Μικρός καθόμουνα στο πεζούλι και με έβαζε να τον αξιολογώ. Όταν του έλεγα ότι έκανε κάποιο λάθος επαναλάμβανε το κείμενο από την αρχή.   Στο τέλος φώναζε γεμάτος περηφάνια, «είμαι ο Δημοσθένης του 20ου αιώνα, μάλιστα χωρίς να βάζω χαλίκια στο στόμα».
Τι δεν έχουν ακούσει εκείνα τα ντουβάρια και προπαντός τα τσουβάλια με τα φασόλια και με το ρύζι, αφού ήταν τα καθίσματα των βουλευτών! Το περιεχόμενο των τσουβαλιών ίσως γι’ αυτό ήταν τόσο νόστιμο. Το μόνο πταίσμα ήταν ότι η ημερομηνία λήξης δεν ήταν τόσο ευδιάκριτη.  Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν όρια στις ιστορίες που μπορούν να επινοήσουν για να εξωραΐσουν το χωριό τους.  Χθες ο μπαρμπα-Θανάσης προσπαθούσε να πείσει τους υπόλοιπους με ασυγκράτητο ρητορικό ενθουσιασμό ότι το αποτύπωμα στην μεγάλη πέτρα κοντά στην γέφυρα, είναι του Μεγαλέξανδρου. Οι υπόλοιποι αντέτειναν ότι από το σημείο είχε περάσει μόνο ο Φίλιππος, πατέρας του Μεγαλέξανδρου και, ενώ ο πρόεδρος σήμανε τη λήξη της  συνεδρίασης, το πρόβλημα δε λύθηκε.
Ο Βαγγέλης όμως ήταν και παιδονόμος, δάσκαλος και ότι βάλει ο νους σου.  Στο πίσω μέρος του μπακάλικου είχε παρκάρει διάφορες μηχανές, άλλες του σιταριού, άλλες του καλαμποκιού,  μέχρι και χοιροστάσιο είχε.  Μια μέρα μάλιστα χάλασαν λόγω της πολυκαιρίας οι παστές λιπαριές. Θεώρησε καλό να ταΐσει μ’ αυτές τα γουρούνια, παρακάμπτοντας τους γεροντότερους, που προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν.  Την άλλη μέρα ψόφησαν τα γουρούνια, πήγε πρωί-πρωί και τα έθαψε.  Το βράδυ ανακοίνωσε ότι τα πούλησε.  Τα υπόλοιπα μέλη του κοινοβουλίου ήταν:  Ο μπάρμπα-Γιώργης, ο μπάρμπα-Λάζαρος, ο Γεωπόνος, ο μπαρμπα-Άγγελος, ο μπαρμπα-Θανάσης κ.α..
Ίσως ο μοναδικός ένοικος του μαχαλά που δεν επισκεπτόταν το μπακάλικο ήταν ο παππούς μου, σιδεράς στο επάγγελμα. Έστελνε εμένα να του φέρω το ούζο και, αφού κατέβαζε όλο το μπουκάλι, μπροστά του έβλεπε έναν πελώριο κάμπο.  Γι’ αυτό με φώναζε να τον οδηγήσω στο κρεβάτι χωρίς να υποψιαστεί τίποτε η γιαγιά μου.  Σε λίγο όμως κατέφθανε η γιαγιά από την κουζίνα, η οποία στεγαζόταν στη διπλανή παράγκα, κατάμαυρη από την κάπνα και τις μυρωδιές μάλλον είχε βλάβη ο απορροφητήρας και μόλις τον αντίκριζε ξαπλωμένο άρχιζε η μάχη.
Αλλά ο Βαγγέλης είχε και παιδαγωγικά καθήκοντα απέναντι στην τσακαλοπαρέα μας.  Αυτά αφορούσαν το τραγούδι, το ψάρεμα το ποδόσφαιρο και πολλά άλλα.  Όταν έκλεινε το σχολείο για τις διακοπές του καλοκαιριού, η τσακαλοπαρέα είχε κέντρο συνάντησης το μπακάλικο. Μαζευόμασταν όλοι και, αφού μας έβαζε στη γραμμή, μας οδηγούσε στο ποτάμι για ψάρεμα, τραγουδώντας κατά την διαδρομή το τραγούδι «Μαύρη είν’ η νύκτα στα βουνά….» και πολλά άλλα.
Ο δρόμος μας έφερνε σ’ ένα μέρος με όρθιους, απότομους βράχους, που είχαν παράξενες φανταστικές μορφές.  Ξεκινούσαν από την πλαγιά και έφταναν μέχρι τον Μπογδάνα, και μερικές είχαν ανθρώπινες μορφές, σαν να βγήκαν από χέρια γλύπτη καθώς ορθώνονταν στην άκρη των γκρεμών ατενίζοντας το χάος.
Ο θόρυβος του νερού, που έτρεχε ανάμεσα στις πέτρες και τις κοτρόνες του ποταμού, ήταν ανακατεμένος με τα βελάσματα των κοπαδιών, τα σφυρίγματα των βοσκών και κάπου-κάπου την τουφεκιά κάποιου κυνηγού, συνήθως του Γεωπόνου και του μπαρμπα-Λάζαρου.  Αχτύπητο δίδυμο, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, αφού ο Γεωπόνος δεν έβλεπε ενώ ο μπαρμπα-Λάζαρος δεν άκουγε.  Όταν βρίσκανε κάποιο λαγό στην απέναντι όχθη του Μπογδάνα, στην Κιάντα, ο μπαρμπά-Λάζαρος φώναζε «Γιάννη λάγος, λάγος», ενώ εμείς παρά τη μεγάλη απόσταση ακούγαμε τις φωνές και βλέπαμε το λαγό, ο Γεωπόνος δεν τον έβλεπε.
Φτάναμε στη μέση μιας μεγαλούτσικης λιμνούλας.  Η ένταση του φωτός δημιουργούσε αντικατοπτρισμούς στην επιφάνεια.  Έβγαζε ο Βαγγέλης τη μαγική σκόνη από το τσουβάλι, τη σκορπούσε στην επιφάνειά της και να σου τα ψάρια με τις κοιλιές προς τα πάνω στην επιφάνειά.  Τα μαζεύαμε και σε λίγο ήμασταν στην έδρα μας, άναβε ο Βαγγέλης την γκαζιέρα και ο καθένας περίμενε τη σειρά του για το μεζέ. Ύστερα απ’ αυτό πώς να μη θεωρείς το Βαγγέλη σοφό!  Τον φωνάζαμε λοιπόν όλη η τσακαλοπαρέα «είσαι σοφός» και αυτός απαντούσε «είμαι αγράμματος».  Που να σκεφτούμε ότι η σκόνη ήταν ασβέστης.
Κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων με τη συνοδεία του «Αγράμματου» παίρναμε την κατηφόρα για τον Μπογδάνα προκειμένου να κάνουμε πατινάζ πάνω στις παγωμένες λίμνες χωρίς να σκεφτόμαστε ένα πιθανό σπάσιμο του πάγου και τις συνέπειες.  Το μονοπάτι ήταν σκεπασμένο με χιόνι και δίπλα του υπήρχαν χαράδρες και βάραθρα.
Το τοπίο ήταν ωραιότατο καθώς κατεβαίναμε σιγά-σιγά την πλαγιά. Κρύσταλλα που κρέμονταν από τα κλαδιά αντανακλούσαν με πολύχρωμες ανταύγειες το φως του ήλιου.  Ένα πυκνό στρώμα από γαλάζια σύννεφα κρέμονταν πάνω από τις κορυφές των μακρινών βουνών.  Η Κιάντα μας έκρυβε τον ορίζοντα μπροστά μας.  Όλα ήταν κάτασπρα και λαμποκοπούσαν κάτω από το χρυσό φως, που καθώς προχωρούσε η μέρα γινόταν εντονότερο και μας τύφλωνε.
Τελειώναμε με τον Βαγγέλη και κατηφορίζαμε την οδό Αναπαύσεως.  Φτάναμε στο μαγαζί του Κατάρα.  Εκεί είχε ήδη στηθεί ο χωρατάς.  Περνούσαμε από μπροστά του τρέχοντας, για να γλιτώσουμε από τις γυναικείες φωνές, «που γυρίζετε κ.λ.π.».
Τη βραδιά όμως που γύρισε ο μπαρμπα Άγγελος από την Θεσσαλονίκη τον σταμάτησαν και άρχισε η ανάκριση:
- Άγγελε, τι είδες στην πρωτεύουσα;
- Ποτιστήρες, να δείτε τι ποτιστήρες έχει στη Θεσσαλονίκη!
Αυτό ήταν το μοναδικό θέαμα που τον ενθουσίασε.
Ξαποσταίναμε για λίγο δίπλα στην κυδωνιά του μπαρμπα-Θανάση, ενώ μας βασάνιζε η σκέψη «πώς να κλέψουμε κάποιο κυδώνι».  Εκείνος όμως δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη ρίζα της.  Βάζαμε λοιπόν τον «Γερμανό» σαν πιο επιτήδειο να αρπάξει κάποιο κυδώνι τρέχοντας και, όταν τον πάρει στο κυνήγι ο μπαρμπα-Θανάσης, οι υπόλοιποι να βρούμε ευκαιρία να χιμήξουμε. 
Απέναντι από το σπίτι του μπαρμπα-Θανάση ήταν το περιφρούρητο ανάκτορο της μπάμπως-Κουτκούσκους.  Οι διαφορές τους ήταν μεγάλες, πότε ο ένας καταπατούσε τη μία συνθήκη, πότε ο άλλος την άλλη.  Εμείς όμως, όταν θέλαμε να εκνευρίσουμε την μπάμπω-Κουτκούσκου, τρέχοντας με τη σειρά πετούσαμε πέτρες στην μεγάλη ξύλινη αυλόπορτά της, οπότε άρχιζε να γαβγίζει ο σκύλος, τον οποίο δεν είχε δει κανείς μας και να σου όλη η γειτονιά στο πόδι.  Η επόμενη μέρα άρχιζε με το ξύλο του δασκάλου.  Ερχόταν η μπάμπω στο σχολείο και μας κατέδιδε και να σου οι βεργιές.  Στο κεντρικότερο σημείο της γειτονιάς ήταν και ο μπαξές της μπάμπως.  Το μεγάλο μας εμπόδιο, όταν παίζαμε ποδόσφαιρο.  Τύχαινε καμιά φορά να πέσει η μπάλα μέσα.  Έπρεπε να καταστρώσουμε σχέδιο απαγωγής.  Εκμεταλλευόμασταν την κόντρα μεταξύ των δύο.  Βάζαμε τον μπαρμπα-Θανάση να φυλάει τσίλιες, ο οποίος συμφωνούσε προκειμένου να την εκδικηθεί και κάποιος από την απέναντι πλευρά πηδούσε μέσα.  Αν τύχαινε να χτυπήσει από κάποιο σύρμα ή καρφί ο γιατρός ήταν παρών.  Μας διέταζε ο μπαρμπα-Θανάσης να κατουρήσουμε την πληγή και στη συνέχεια την περιτύλιγε με καπνό.
Σε λίγο κατέφθανε η αγέλη βλέπαμε τα σύννεφα σκόνης που όλο και πλησιάζανε.  Δραπετεύοντας από τη σκόνη και τις μυρωδιές παίρναμε τον δρόμο προς τα πηγάδια.  Στη γωνία όμως ήταν ο μπαρμπα-Λάζαρος.  Ήταν λίγο περήφανος στα αυτιά οπότε ο μπαρμπα-Απόστολος από την άλλη μεριά του δρόμου  ένα απόγευμα του εξέφρασε το παράπονό του φωνάζοντας:
-                     Λάζαρε, δεν έγιναν φέτος τα σπαρτά, τι θα τρώμε, δεν θα έχουμε αλεύρι.
-                     Μη στενοχωριέσαι Απόστολε, θα τρώμε μακαρόνια, μακαρόνια. Την τελευταία λέξη της πρότασης την επαναλάμβανε πολλές φορές.
Αλλά προτού πάρουμε την στροφή δεν πρέπει να ξεχάσω τον μπαρμπα-Πέντσο.  Ήταν κι αυτός καλά προπονημένος στην οινοποσία.  Καθισμένος μπρος στο μικρό χαγιάτι φιλοσοφούσε και αραιά και πού αντάλλασσε καμιά κουβέντα με τον μπαρμπα-Αντρέα.
-                     Βρε Πέντσο, έλεγε ο μπαρμπα-Αντρέας, πού βρίσκεται τόσο ούζο και δεν τελειώνει ποτέ.
-                      Σιγά το πράμα, το μόνο εύκολο, «βάζεις το κλαδάκι και γίνεται ουζάκι».
Μόλις λοιπόν παίρναμε την παρακαμπτήρια οδό των πηγαδιών και των αλωνιών, ξέραμε ότι τον πρώτο άνθρωπο που θα βλέπαμε θα ήταν η μπαμπω-Λάγουιτσα.  Τη θυμάμαι την καημένη, σχεδόν τυφλή, να μας παρακαλάει με το μικρό τενεκέ στα χέρια να της φέρουμε λίγο νερό.  Πρόθυμα όμως ανταποκρινόμασταν στην παράκλησή της.
Στα αριστερά του δρόμου, σε μικρή απόσταση, βρισκόταν το σπίτι του μπαρμπα-Ηλία. Η φωνή του ακουγόταν μέχρι το δρόμο και ερχόταν μπροστά μας η ξινισμένη όψη του.  Όπως όλοι οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας στην Ξυλόπολη έτσι και ο μπαρμπα-Ηλίας ήξερε, εκτός από τον κόσμο της καθημερινότητας που γνωρίζαμε όλοι, κι έναν άλλο κόσμο κρυφό, απελπιστικό.  Όταν αποσυρόταν σ’ αυτόν τον κόσμο, γινόταν απρόσιτος και το παραμικρό τον ενοχλούσε.  Όπως τώρα οι φωνές μας.  Η μοίρα τον είχε καταδικάσει καθηλωμένος να σέρνεται στα νεκρά του πόδια.  Όλοι το ήξεραν και κανείς δεν τον κατηγορούσε γι’ αυτό.
Τη μέρα που παντρεύτηκε ο γιος του όλη η γειτονιά κινητοποιήθηκε και όλη η τελετή θεωρήθηκε οικογενειακή υπόθεση.  Προσπάθησαν λοιπόν να συναρμολογήσουν το γαμπριάτικο ντύσιμο.  Με τα πολλά το κουστούμι συμπληρώθηκε, αλλά δε βρέθηκε λύση για τα παπούτσια.  Πολλές γειτόνισσες φέρανε παπούτσια αλλά διαφορετικών χρωμάτων, σχεδίων και μεγεθών.  Τελικά βρέθηκαν δύο του ιδίου μεγέθους και χρώματος αλλά το ένα δεν είχε πάτο.  Το πρόβλημα όμως λύθηκε.
Ένας δρόμος χώριζε το σπίτι του μπαρμπα-Γιώργη από τον αυλόγυρο του Αη Γιώργη.  Στο κεφάλι πάντα φορούσε την τραγιάσκα και η ενδυμασία του ήταν όλη μαύρη. Μόνο που το καλοκαίρι προσέθετε και το μαντίλι για να προφυλάσσει το κεφάλι του καλύτερα από τον ήλιο.  Ήταν τρομερά ευέξαπτος, ικανός για ξαφνικές και θορυβώδεις εκρήξεις και δεν ξεθύμαινε εύκολα.  Ήταν ο τρόμος και ο φόβος όχι μόνο των γιων του, Νικολού, Σταμάτη και Χρήστου αλλά και όλων μας.   Και όταν δεν έβρισκε κανέναν από δαύτους, είχε σειρά ο γάιδαρος.  Έβαζε ένα τσουβάλι στο κεφάλι του και πάρε δώσε με την μασταγαριά.  Οι δε υπόλοιποι ένοικοι του μαχαλά φοβέριζαν τα γαϊδούρια τους εκτοξεύοντας την απειλή «κάτσε καλά, γιατί θα σε στείλω στου Τσαούση».
Τελικά φτάναμε στα αλώνια  και στρατοπεδεύαμε πότε στου «Λάγου»  και πότε στου «Κατάρα».  Κοιτάζοντας σήμερα τα γυμνά, χορταριασμένα αλώνια το μόνο συναίσθημα που με καταλαμβάνει είναι μια απέραντη θλίψη.  Στις μεγάλες τους δόξες, τότε που φιλοξενούσαν οπλές ζώων, στάρια ξερικά και ιδρώτα άφθονο, δεν φύτρωνε ούτε χορταράκι.  Η αγελαδοβουνιά που άλειφε τη βάση του αλωνιού δεν ανεχόταν το χόρτο.
Εκεί τα καλοκαίρια μαζευόντουσαν από το απόγευμα και ύστερα ξεφύλλιζαν τα καλαμπόκια.  Σε κάθε αλώνι του χωριού ίδιο σκηνικό, με τη σειρά.  Σήμερα εδώ αύριο στου τάδε τ’ αλώνι, μεθαύριο στου δείνα.  Και τ’ αλώνια γεμάτα από φωνές, τραγούδια και ζωή.  Με ξυνόγαλο και τουρσί από τον ιδιοκτήτη, με τραγούδια και κέφι από τους συγχωριανούς.
Αιώνια κατασκευή στην υπηρεσία του ανθρώπου, του αγρότη, εκείνου δηλαδή που σήκωσε την Ελλάδα στους ώμους του και όταν πληρώθηκε ο χρόνος, της έδωσε και κρατική οντότητα. Ο Ανώνυμος Έλληνας, που πάντα στην ιστορία έπεφτε θύμα των πονηρών, των κοτζαμπάσηδων, των φαναριωτών, των παπάδων, των μεγάλων και ψεύτικων λόγων. Ας είναι, το αλώνι δείχνει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, που ο γείτονας έλεγε «καλημέρα», στον γείτονα, που συμμετείχαν όλοι στο χωριό – εχθροί και φίλοι, που λειτουργούσε η άμεση δημοκρατία, προτού ακόμα ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και άλλοι την εντάξουν στις φιλοσοφικές αναζητήσεις τους.
Το κέντρο του κάθε χωριού, της κάθε μικρής κώμης, ήταν τα αλώνια. Σήμερα είναι τα Coffee shops, τα bars, και άλλοι χώροι ανάλογοι. Η διαφορά είναι μια. τότε στο αλώνι μιλούσαν, σήμερα στους σύγχρονους τόπους μάζωξης απλά ακούνε την μουσική, που δεν είναι ακριβώς μουσική αλλά ένα μείγμα κραυγών με νότες.
Τα αλώνια του χωριού, του κάθε χωριού, πρέπει να γίνουν μνημεία, να στηθούν πλάκες που να γράφουν τη δουλειά που έκαναν αυτά, την προσφορά τους στην εξέλιξη του ανθρώπου.
Κάποτε πρέπει πάλι να γίνουμε ταπεινοί. Δεν λέω να γυρίσουμε στα αλώνια. Λέω όμως ότι δεν πρέπει να τα ξεχάσουμε.
Δεν είναι διόλου εύκολο για τον νεαρό αναγνώστη, γέννημα θρέμμα ενός πολιτισμού των πόλεων, να κατανοήσει τον τρόπο ζωής και τον ψυχισμό ενός Ξυλοπολίτη της δεκαετίας του 60.  Προσπαθώ να πάρω τον σημερινό νεαρό από το χέρι και να τον βοηθήσω να περάσει την πύλη που οδηγεί στον κόσμο των παππούδων μας.  Να του γίνουν αρεστά τα απλά πράγματα, τα δένδρα, τα λιβάδια, το ποτάμι, οι πέτρες, τα τραγούδια των κανταδόρων, τα βελάσματα, τα κελαηδίσματα κ.α.π.

Μπεκιάρης Σταμάτης

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 - ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σήμερα οι ψευδοϊστορικοί των Σκοπίων και κάποιοι δικοί μας, δήθεν αντικειμενικοί ιστορικοί, ισοσταθμίζουν τις αγριότητες των Βουλγάρων με τις δήθεν αγριότητες των Ελλήνων Μακεδονομάχων. Αλλά οι Έλληνες, όπως κι αν έδρασαν, επί ελληνικού εδάφους έδρασαν. Σε ποια ιστορική φάση η Μακεδονία υπήρξε βουλγαρική; Έπαυσε ποτέ η Μακεδονία να ονομάζεται Μακεδονία, λέξη ελληνικότατη και μάλιστα δωρικότατη;
Δεν είναι το δωρικό «μάκος» (= μήκος) η ετυμολογική βάση του ονόματος Μακεδονία;
Ονομάζουν το χωριό μας Λιγκοβάνη, ισχυριζόμενοι ότι είναι σλαβική επωνυμία,  ενώ γνωρίζουν ότι είναι η  μετάφραση της επωνυμίας  «Ξυλόπολη»  στη Λατινική.  Όταν ο Στράβων, ο Πλίνιος, ο Πτολεμαίος από τα προχριστιανικά χρόνια ακόμη έδιναν περιγραφές του χωριού μας οι Σλάβοι πού βρίσκονταν;  Αποκαλούν τη Ράμνα με το δήθεν σλάβικο όνομά της, ενώ ξέρουν οι άμοιροι ότι είναι η αρχαία ονομασία του θάμνου «Ραμνούς», που σήμερα λέμε Παλιούρι.  Προφέρουν τη "Βυσσώκα" δήθεν στη γλώσσα τους, ενώ γνωρίζουν ότι η ονομασία της οφείλεται  στην ύπαρξη των πολλών...βυρσοδεψείων.   Προφέρουν με μεγάλη ευκολία την επωνυμία του Λαχανά, ως Λάχνα, οι ανιστόρητοι, όταν εκτενή περιγραφή του μας παρέχει ο αρχαίος γεωγράφος Πλίνιος το 50 μ.Χ..
Όλοι αυτοί οι δήθεν ρεαλιστές, οι δήθεν ειρηνιστές, που κάποτε θέλησαν να με καρφώσουν στο σταυρό, γιατί είχα το θράσος να υπερασπισθώ την ιστορία του χωριού μας, όλοι αυτοί οι ψευτομακεδόνες που δεν έχουν καμιά επαφή με το λαό της Ξυλόπολης μου θυμίζουν εκείνους τους παλαιούς που οικτίρει ο Καβάφης στο ποίημά του «Μάχη της Μαγνησίας»:
«Θυμάται πόσο στη Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη
είχαν σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία»
Θυμάμαι στα περισσότερα λιγκοβανόσπιτα και στα καταστήματα της πλατείας τις πολλές φωτογραφίες, ανωνύμων τώρα πια, Λιγκοβανιωτών Μακεδονομάχων που υπήρχαν. Αδυνατώ να θυμηθώ τα ονόματά τους, όμως τα ονόματα αυτά δεν υπάρχουν στον επίσημο κατάλογο. Η ευθύνη πέφτει αποκλειστικά σε μας τους νεότερους Λιγκοβανιώτες, που δεν φροντίσαμε να συλλέξουμε και να φυλάξουμε τις δάφνες των προγόνων μας.
Διερωτώμαι: Γιατί δεν γιορτάζουμε τη μνήμη του Κινέ, του Καπετάν Γιάννη, του Βοζίκη, του Σίμου, του Χρήστου και των υπολοίπων αγωνιστών; επειδή δεν υπήρχε κάποια πένα να τους καταγράψει;  Και τώρα μας μένει μόνο το μοιρολόι να μας θυμίζει τη συμμετοχή κάποιων Λιγκοβανιωτών στην ένδοξη εκείνη φάση της ελληνικής ιστορίας, ίσως τη πιο κρίσιμη της νεοελληνικής ιστορίας.
Αν εμείς σήμερα απεμπολήσουμε το όνομα της Μακεδονίας, τότε οι «αιώνιοι σιωπηλοί» θα μιλήσουν και η φωνή τους θα είναι σάλπιγγα της Αποκαλύψεως, που θα ηχήσει και θα μιλήσει με τον παλαμικό στίχο.
Ούτε πιστεύω πως οι νεώτεροι βλαστοί των Ξυλοπολιτών θα γίνουν κατώτεροι του προγονικού τους ονόματος.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 - ΓΕΡΜΑΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Τριάντα επτά χρόνια αργότερα, η ήττα του ελληνικού στρατού από τις γερμανικές δυνάμεις φάνηκε να δίνει την ευκαιρία στη Βουλγαρία, η οποία είχε στο μεταξύ προσχωρήσει στο ναζιστικό στρατόπεδο, την ευκαιρία που τόσο επιζητούσε, να καταλάβει και πάλι την περιοχή μας.
Οι Γερμανοί αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε μια ξένη χώρα ως δύναμη κατοχής, ενώ οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε «απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος» και σκόπευαν να μείνουν οριστικά.
Η νέα βουλγαρική κατοχή υπήρξε βαρύτερη από τις προηγούμενες. Προετοίμαζε την πολυπόθητη οριστική προσάρτησή της περιοχής μας, με το να δημιουργήσει «εθνικά δίκαια» των «σκλαβωμένων για χρόνια Βουλγάρων αδελφών», όπως έλεγαν, στις παραχωρημένες, από τους Γερμανούς, στη Βουλγαρία περιοχές.
Ο Ελληνισμός, ανεπιθύμητος στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή μας υπέστη κατά την κατοχή, μέτρα κατάργησης κάθε εθνικής και θρησκευτικής του ελευθερίας, αλλά και σκληρότατα μέτρα εξόντωσής.
Ο βουλγαρικός τύπος ανέλαβε την πρωτοπορία της προπαγάνδας γράφοντας ασύστολα αποκυήματα φαντασίας. Στην εφημερίδα «ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΣ ΝΟΤΟΣ»[1] «ΜΠΑΛΓΚΑΡΣΚΙ ΓΙΟΥΓΚ» των Σερρών και με ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1941 έγραφε:
«Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και της περιφερείας της υπό των συμμάχων μας Γερμανών στρατιωτών επετράπη ελευθέρως εις τους ιδικούς μας να έχουν τα ονόματά των και να ομιλούν την γλώσσαν των τα οποία οι Έλληνες απηγόρευαν.
……
Εκ των χωρίων της Θεσσαλονίκης και περιοχής Λακγαδά, Σωχού, Βυσσόκας, Κερετσίκιοϊ, Αϊβατόβου, Λιγκοβάνης, Μπογκοροντίτσας, Λαγηνόβου και άλλων οι ομοεθνείς αδελφοί μας περιμένουν από ημάς να τους ενθαρρύνωμεν και να τους εμψυχώνωμεν, διότι έζησαν αρκετόν χρόνον υπό τον ζυγόν των Τούρκων και Ελλήνων[2]».
Η αντίδραση στη βουλγαρική προπαγάνδα οργανώθηκε και συστηματοποιήθηκε το 1943, με αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να μην πετύχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Έτσι στην Ξυλόπολη: 
Οι Ξυλοπολίται συνεκρότησαν μόνοι των επιτροπήν σωτηρίας, διέθεσαν όλον το πλούσιον υλικόν της ψυχικής των δυνάμεως και του εθνικού ενθουσιασμού των και μόνον με αυτά, χωρίς ουδέν υλικόν μέσον, επέτυχον, ώστε ουδείς εκ του χωρίου των να παρασυρθή. [3].
Οι βούλγαροι προσπάθησαν να καταλάβουν και τον Άγιο Γεώργιο, αλλά ο Γερμανός διοικητής Μέρτεν αρνήθηκε να τον παραχωρήσει[4].


[1] Διευθυντής της εφημερίδας είναι ο γνωστός στη Λιγκοβάνη από τους Βαλκανικούς πολέμους αρχικομιτατζής Μιχαήλ Ντουμπαλάκωφ,ο ακριβής τίτλος της εφημερίδας είναι «ΜΠΑΛΓΚΑΡΣΚΙ ΓΙΟΥΓΚ» (Βουλγαρικός Νότος). Η εφημερίδα τυπώνεται στη βουλγαρική γλώσσα, στις εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Η Πρόοδος» του Γεωργίου Σγουραμάνη στις Σέρρες. Η εφημερίδα αποτελεί πηγή μίσους, ιστορικών αναληθειών και διαστρεβλώσεων και σε κάθε έκδοση της προσκαλούσε τους κομιτατζήδες να θυμηθούν το Βασίλειο Βουλγαροκτόνο, τους Μακεδονομάχους και τους Ποντίους, για να λάβουν εκδίκηση ξεκληρίζοντας το ελληνικό στοιχείο. (Τριαντάφυλλος Υψηλάντης – «Η Βουλγαρική κατοχή στις Σέρρες».
[2] ΑΘΑΝ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – Η ΚΑΤΟΧΗ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ -1941-1942 – Σελ.261
[3] ΑΘΑΝ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ – Η ΚΑΤΟΧΗ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ -1941-1942 – Σελ.330
[4] ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΑΡΙΖΑΝΗΣ - ΑΦΗΓΗΣΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 - Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΜΕΝΗΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ

Την εικόνα της Λιγκοβάνης αμέσως μετά την απελευθέρωσή της αποτύπωσε απεσταλμένος του ξένου τύπου ως εξής: 


«Περιπατώ και περιπατώ κουράζομαι περιπατών δια μέσου της νεκροπόλεως και όμως τα ερείπια δεν τελειώνουν.  Ερείπια.  Ερείπια.  Ερείπια.
Τα κουρασμένα βήματα εμού και του συνοδοιπόρου μου αντηχούντα θλιβερώς επί των ερειπίων, αποτελούν τον μόνον κρότον που διαταράσσει την σιγήν του θανάτου που βασιλεύει εκεί.
Από καιρού εις καιρόν κοπάδια κοράκων πετούν από τούτου του σωρού των λίθων εις τον άλλον.  Αποτελούν την μόνην έκφανσιν της ζωής μέσα εις την νεκρούπολιν – και την απαισιωτέραν έκφανσιν.
Τα κοράκια προσελκύονται από την δυσοσμίαν θνησιμαίων, την οποίαν φέρει αποπνικτικήν εδώ κ’ εκεί εις τα οσφραντικά μας νεύρα το δροσερό αεράκι του δειλινού.  Κάτω από μερικά ερείπια υπάρχουν ανθρώπινα πτώματα.  Τα πτώματα γερόντων και γραιών και ασθενών που δεν ημπόρεσαν να σωθούν δια της φυγής και η σφαγμένοι ή καμένοι ευρέθησαν υπό τα ερείπια.
Εις πολλά μέρη της νεκρουπόλεως ούτε δρόμος ούτε σπίτι ξεχωρίζουν.  Ένα στρώμα από λίθους και χώματα μαύρα και ξύλα απηνθρακωμένα απλούνται.  Και ανάμεσα απ’ αυτούς τους σωρούς εγείρονται εδώ κ’ εκεί τοίχοι παραδόξων σχημάτων ως φαντάσματα, μαυρισμένοι από τον καπνόν και κοκκινισμένοι από τες βόμβες.
Αλλού πάλιν υψούνται όλοι οι εξωτερικοί τοίχοι μερικών σπιτιών καμένων από τα παράθυρα, των οποίων φαίνεται ο ουρανός.
Οι τοίχοι αυτοί ντυμένοι το μαύρο χρώμα της καπνιάς φαίνεται ως να κλαίουν τη μαύρη μοίρα της αρχοντιάς της πόλεως.
Ώ!  Τώρα νοιώθω βαθειά μέσα μου την συγκίνησιν του μεγάλου Γαλάτου ποιητού που ησθάνετο προ των ερειπίων».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 - Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η εδρεύουσα στη Λιγκοβάνη Βουλγαρική στρατιά υπό την διοίκηση του συνταγματάρχου Πετέφ προσέβαλε στις 17 Ιουνίου 1913 τον πέριξ της Μπέροβας και Καρατζάκιοϊ ελληνικό στρατό.

Στις 18 Ιουνίου πλιατσικολογήθηκε η Λιγκοβάνη από τους Βούλγαρους. Είχαν προηγηθεί η Μπέροβα, η Βισσώκα, ο Σωχός, η Γκιουβέζνα κ.ά. ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί το μεταφέρανε.
Η προβλεπόμενη γενική επίθεση εξαρτώνταν από τη μεταφορά του οπλισμού και της προκλητικότητας των Βούλγαρων αξιωματικών, οι οποίοι ατένιζαν την Θεσσαλονίκη και αναφωνούσαν: «Ζαμτούμ ντογρού Σόλον» (δηλαδή: ο αρχηγός μας είπε κατευθείαν να πάμε στη Θεσσαλονίκη».  Οι δικοί μας δε αξιωματικοί αποδίδοντες τα ίσα έλεγαν «ως εν επωδώ»: «Ζαμτούμ ντογρού Σέρρεσδαν» (δηλαδή: κατ’ ευθείαν εις τα Σέρρας).  Πολλές φορές απειλήθηκε ρήξη αλλά αποφεύχθηκε χάρη στον συμμαχικό ιπποτισμό.
Ο ενθουσιασμός τους ήταν απερίγραπτος και ζωηρότατος, ενώ η μόνη λέξη που ακούγονταν την ημέρα εκείνη 19 Ιουνίου 1913 ήταν «εκδίκηση».

Αφού έπεσε το ύψωμα 605 (Καρατζάκιοϊ) και ο ελληνικός στρατός συνέχιζε την προέλαση, ο Πέτεφ ξημερώματα της 20ης Ιουνίου διατάσσει την εκκένωση της  Λιγκοβάνης και μεταφορά των κατοίκων με τα υπάρχοντά τους και των τραυματιών στο Λαχανά για να συνεχίσουν προς το Σιδηρόκαστρο και από εκεί στη Βουλγαρία.

Βίαιη εκκένωση της Λιγκοβάνης και μεταφορά των κατοίκων της στη Βουλγαρία.

Βίαιη εκκένωση της Λιγκοβάνης και μεταφορά των κατοίκων της στη Βουλγαρία.

Γύρω της Λιγκοβάνης οι μάχες μαίνονταν ματαίως για τις Βουλγαρικές δυνάμεις, ενώ το χωριό μας ισοπεδώθηκε.
Την πληροφορία για την καταστροφή του χωριού μας την κατέγραψε και η εφημερ. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 20ης Ιουνίου 1913, η οποία σε άρθρο της και με τον τίτλο «ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ» ανέφερε:
 «…..ο βουλγαρικός στρατός ελεηλάτησε και επυρπόλησε τα χωριά Βογδάντσα ανατολικώς της Γευγελής, Λυγκοβάνη και Ζάροβο βορείως του Λαγκαδά».

Εγκαταλείποντας τη Λιγκοβάνη οι Βούλγαροι κατέσφαξαν τις γυναίκες: Πασχαλίνα Αγελιάτσου, Μαγδαληνή Δ. Χαϊντά, Πασχαλίνα Δανιηλίδου που είχαν την κακή τύχη να βρεθούν εκείνη την ώρα μπροστά τους[1]. 
Ενώ ο διοικητής της 6ης μεραρχίας Δελαγραμμάτικας έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης:
 «Διαταγή της Α.Μ. του Βασιλέως αναφέρω ότι οι Βούλγαροι εγκαταλείποντες το χωρίον Λιγκοβάνη έσφαξαν γυναίκας Ελληνίδας εκ των κατοίκων Λιγκοβάνης».

Από τις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης.
Από τις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης.
Από τις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης.
Ο τύπος της εποχής κατέγραψε τις σκληρές μάχες που δόθηκαν στην αμαξιτή οδό που οδηγούσε στο χωριό μας, αλλά και στους λόφους που το περιέβαλαν, μέχρι να καταλάβει ο ελληνικός στρατός τον «Απαίσιο Πράσινο Λόφο» κατά τον  Σπύρο Μελά.


Η Λιγκοβάνη κατελήφθη από τον Ελληνικό στρατό στις 20 Ιουνίου.
Ενώ το Γενικό Στρατηγείο ανέφερε προς το υπουργείο των στρατιωτικών:
«Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι κατά γενικήν επίθεσην των εκεί μεραρχιών μας ο εχθρός την 03.45 σήμερον εγκατέλειψε τας εις Λιγκοβάνην και Λαχανά θέσεις του καταδιωκόμενος κατά πόδας παρά του ημετέρου στρατού - Δούσμανης».

ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ προς ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ με το οποίο γνωστοποιείτε η κατάληψη του χωριού μας από τον Ελληνικό στρατό.
Οι Βούλγαροι άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους επί των οχυρωμάτων, οι δε δικοί μας λόχοι ακολουθώντας ο καθένας διαφορετική διεύθυνση πάντοτε όμως παράλληλη, έφταναν ο ένας μετά τον άλλο στα μέχρι προ ολίγου κρησφύγετα των Βουλγάρων
Στο τέλος της μάχης συγκεντρώθηκαν στα οχυρώματα τα τμήματα της 6ης και 10ης μεραρχίας και τότε γνωστοποιήθηκαν σ’ όλους οι φόνοι του συνταγματάρχη Ι. Παπακυριαζή, του ταγματάρχη Χατζόπουλου και του διοικητού των προσκόπων της 10ης μεραρχίας υπολοχαγού υλικού πυροβολικού Αναγνωστάκου.


Περισυλλογή νεκρών.


Μετά τη μάχη.


Περισυλλογή νεκρών μετά τη μάχη.


Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος που συμμετείχε ως στρατιωτικός ιερέας στις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης.




ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΗΡΩΟ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΑ

Η πολιτεία τίμησε τους πεσόντες στη μάχη του Λαχανά με την ίδρυση Μουσείου στη βάση του «πράσινου λόφου» και το στήσιμο Ηρώου στην κορυφή του.


Το μουσείο


Το Στρατιωτικό Μουσείο Λαχανά οικοδομήθηκε το 1969 και περιλαμβάνει εκθέματα - κειμήλια της μάχης του Λαχανά κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο (1913). Στον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου υπάρχει μνημείο πεσόντων με προτομές ηρώων εκατέρωθεν της σκάλας που οδηγεί σ΄ αυτό και μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των πεσόντων αξιωματικών.



Το στρατιωτικό μουσείο Λαχανά συγκαταλέγεται στα πιο παλιά στρατιωτικά μουσεία, καθώς λειτουργεί από το 1969. Βρίσκεται στο λόφο που έγινε η φονική μάχη του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Σκοπός της λειτουργίας του μουσείου είναι η υπενθύμιση στις νεότερες γενεές της σημασίας της μάχης για την τελική έκβαση του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
Το μουσείο περιέχει κυρίως αναμνηστικά και κειμήλια των μονάδων του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Λαχανά. Πρόκειται για πυροβόλα (βουλγαρικά τυφέκια Μάνλιχερ 8 χιλ., ελληνικά τυφέκια 6,5 χιλ. του ιδίου τύπου, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα, οβίδες, λόγχες, περίστροφα, ξίφη και ξιφολόγχες) του ελληνικού και βουλγαρικού στρατού και στολές Ελλήνων αξιωματικών του 1913. Το σημαντικότερο έκθεμα είναι η αιματοβαμμένη στολή του συνταγματάρχη πεζικού Ιωάννη Παπακυριαζή, που έπεσε στη μάχη του Λαχανά. Επίσης φυλάσσονται και εκτίθενται τέσσερις πίνακες του ζωγράφου Κενάν Μεσσαρέ, γιου και υπασπιστού του Χασάν Ταχσίν πασά, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. Απεικονίζουν στιγμές από τη μάχη του Λαχανά στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Τέλος στο εσωτερικό υπάρχει οπτικοαακουστικό σύστημα που επιτρέπει στον επισκέπτη να παρακολουθήσει τις κινήσεις των μονάδων και τις συγκρούσεις του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού.
Στο προαύλιο υπάρχουν 3 πυροβόλα του βουλγαρικού στρατού, ένα των 12 εκατοστών, ένα 5 εκατοστών και ένα εμπροσθογεμές παλαιότερου τύπου.


Το Ηρώο

Στις 24 Ιουλίου 1928 έγινε η αποκάλυψη του ηρώου, ενώ την προηγούμενη μέρα είχε γίνει στο Κιλκίς.  Παρευρέθηκε ο Κωστής Παλαμάς ο οποίος κατέθεσε στεφάνι εκ μέρους της Ακαδημίας Αθηνών που το συνόδευσε με την προσφώνηση:

«Είμαι η πατρίδα. Μουσική στο διάβα μου τον αέρα δένει. Ριζώνω όπου σταθώ. Φως όπου πατώ σπέρνω, και μιας αλήθειας και μιας χάρης είμ' εγώ η μητέρα και ήρθα. Τον Ύμνο φέρνω».

Και ο Ύμνος της Πατρίδας, λέει ο ποιητής στη συνέχεια του λόγου του, είναι η ζωογόνος δύναμη του Γένους:

 «Τον Ύμνο τον πολύφωνο και σάλπισμα κι' αηδόνι φέρνω, να πάει τη δόξα μας βαθιά κρυφά όπου καίει του Γένους η καρδιά».

Το άγαλμα παριστάνει έναν στρατιώτη που προβάλλει το γυμνό του στήθος δείχνοντας το τραύμα του.  Δέχεται τον ασπασμό μιας φτερωτής γυναικείας μορφής, προσωποποίησης της Αθανασίας, η οποία είναι έτοιμη να τον ανυψώσει στο Πάνθεον των Ηρώων.  Ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης χρησιμοποίησε μια σειρά από κοινότοπα μοτίβα, και δημιούργησε ένα σύμπλεγμα σύμφωνα με τις αρχές της κλασικιστικής ακαδημαϊκής τέχνης. 
Οι σκληρές μάχες που διεξήχθησαν στα υψώματα του Λαχανά ωστόσο συγκίνησαν τον ζωγράφο της εποχής Κενάν Μεσαρέ ο οποίος δημιούργησε εμπνεόμενος από τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές.













[1] ΤΑ ΗΡΩΑ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ – Ηλίας Μυκονιάτης

[1] Γεωργίου  Μόδη – «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» ΕΜΣ Β΄έκδ.2007-Σελ.69