Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Ο ΚΑΠΝΟΣ


Την άνοιξη όλο το χωριό ξυπνούσε από το χειμωνιάτικο λήθαργο και μετατρέπονταν σε ένα πελώριο αγρόκτημα σαν σε παλιό παραμύθι.  Γύρω του και σε ακτίνα περίπου οκτακοσίων μέτρων η κάθε οικογένεια είχε το φυτώριο του καπνού της.  Συνήθως τα φυτώρια βρίσκονταν κοντά στους αχυρώνες και στα άλλα βοηθητικά κτίσματα.  Οι δυνατές μυρωδιές του άχυρου και της κοπριάς των αγελάδων ανακατεύονταν με τη μυρωδιά των φύλλων της φλαμουριάς και της τροφής των ζωντανών.
Ο σπόρος του καπνού, μικρός σαν το σπόρο του σιναπιού σπέρνονταν πρώτα στα καπνοσπορεία, κατάλληλα προετοιμασμένα και λιπασμένα με κοπριά γιδοπροβάτων και με λίπασμα, ώστε να δώσουν καπνοφυτάρια γερά και ικανά ν' αναπτυχθούν στο χωράφι, όπου αργότερα θα μεταφυτεύονταν.
Όταν στον ασλαμά εμφανίζονταν κάποια άγρια χόρτα, τότε οι άνθρωποι αναγκάζονταν να τα βγάλουν με το χέρι δηλαδή να τα ξεβοτανίσουν, για να μην επηρεάσουν την ανάπτυξη του καπνού.
Η μεταφύτευση γίνονταν από τις 20 Μαΐου και μετά. Το χωράφι καλά οργωμένο, λιπασμένο και καθαρό από χόρτα δεχόταν τα νέα φυτά. Τα φυτά μπαίνανε σε ίσιες γραμμές, που απείχαν 40-50 πόντους η μία από την άλλη. Το ένα φυτό από το άλλο μέσα στην αράδα του αυλακιού απείχε 30 πόντους. Με ένα σουβλί στο χέρι άνοιγαν τρύπες μέσα στ' αυλάκι, φύτευαν το φυτό, ενώ ταυτόχρονα με το ποτιστήρι κάποιος περνούσε και το πότιζε.
Τον καιρό της φυτείας εμείς τα μικρά πηγαίναμε στο σχολείο.  Με το σχόλασμα δημιουργούνταν οι παρέες ανάλογα με τις τοποθεσίες των χωραφιών. Κρεμάγαμε λοιπόν τις σάκες στην πλάτη και παίρναμε το δρόμο για τα χωράφια.  Σ’ όλη τη διαδρομή πλάθαμε διάφορες φανταστικές ιστορίες και σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Το ερέθισμα μας το έδινε η μορφή κάποιου βράχου, το μέγεθος των καβακιών ή το αγκομαχητό κάποιου φορτηγού που προσπαθούσε να αναρριχηθεί στην απότομη πλαγιά  στη γέφυρα του Ρόλου.
Κάποτε φτάναμε στο χωράφι και ξέραμε τι μας περιμένει.  Για το φύτεμα χρειαζόταν νερό που το μεταφέραμε σε γκιούμια με το προσφιλέστερο μεταφορικό μέσο της εποχής, τα γαϊδουράκια. Η δουλειά που μας ανατίθετο συνήθως ήταν του νερουλά. Μας φορτώνανε τα γκιούμια στα γαϊδουράκια και ξεκινούσαμε για την κοντινότερη πηγή ή πηγάδι.  Φτάνοντας παρκάραμε το γαϊδουράκι δίπλα στο πεζούλι για να φτάνουμε τα γκιούμια και με κάποιο κονσερβοκούτι ή το καπάκι από το γκιούμι  τα γεμίζαμε και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής. Ποτίζονταν τα φυτά και ξεκινούσαμε για το επόμενο δρομολόγιο.
Η ποτίστρα από την οποία κουβαλούσα το νερό για το πότισμα.
Σε είκοσι μέρες μετά τη φυτεία γινόταν το πρώτο σκάλισμα κι όταν μεγάλωνε αρκετά, είκοσι μέρες αργότερα, γινόταν το δεύτερο, το γέμισμα, στο οποίο τραβούσαν χώμα γύρω από τη ρίζα.  Για τους μικρούς υπήρχαν ειδικά μικρότερα τσαπάκια. 
Κατά τον Ιούλιο, που ωρίμαζαν τα φύλλα, πριν ακόμα ανθίσουν οι βλαστοί, άρχιζε το μάζεμα των καπνόφυλλων που συνεχίζονταν για τέσσερα έως πέντε χέρια.
Η συλλογή γινόταν από τα βαθιά χαράματα μέχρι την ανατολή του ήλιου, για να είναι τρυφερά τα φύλλα και να σπάζουν εύκολα.
Δυσκολευόμασταν να ξυπνήσουμε στις τρεις τη νύκτα και κρατώντας στα χέρια τα φανάρια να ακολουθήσουμε το καραβάνι στο δρόμο για το καπνοχώραφο.
Το φεγγάρι κόντευε να δύσει και τα κοφίνια με τα φύλλα του καπνού γέμιζαν.  Σε λίγο αφήναμε το καπνοχώραφο και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό. 
Πότε τρέχοντας, πότε μένοντας λίγο πίσω προφταίναμε ο ένας τον άλλον για να ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες.
Κατηφορίζαμε  βιαστικά και άτσαλα το μικρό λοφάκι και κάθε λίγο τσιμπολογούσαμε για να μη νυστάξουμε, ενώ το φως του φαναριού κουνιόταν πέρα δώθε φωτίζοντας το μονοπάτι.
Σκεφτόμασταν, αν δε συναντήσουμε πρόβλημα στην κατηφόρα μετά τη γέφυρα του Ρόλου και καταφέρουμε να διασχίσουμε το ποτάμι θα έχουμε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.
Η κατηφόρα στση γέφυρα του Ρόλου.
 Στη γέφυρα υπήρχε μια μυρωδιά υγρών φύλλων και βρύων και ο παφλασμός του νερού ακουγόταν παντού σαν ψίθυρος.
Ο μικρός καταρράκτης.
Σε κοντινή απόσταση το ποτάμι έπεφτε σχηματίζοντας ένα μικρό καταρράχτη, σε μια λιμνούλα και ο ήχος του, φυλακισμένος ανάμεσα στις ιτιές, αντιλαλούσε σαν μέσα σε σπηλιά.  Ακούγαμε το θρόισμα των πουλιών στα δέντρα, ενώ από πάνω τους το νυχτερινό αεράκι έκανε τα φύλλα να σαλεύουν και εδώ κι εκεί έπεφτε κανένα ξερόκλαδο. 
Το ποτάμι μετέφερε από μακριά ήχους υποχθόνιους και ανεξιχνίαστους.  ήχους κίνησης.
Όταν φτάναμε στις παρυφές του χωριού ο ήλιος είχε ανατείλει και δημιουργούσε μακριές σκιές από τα δένδρα στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού.
  Η υγρή χλόη λαμποκοπούσε κι εκεί κοντά οι λεύκες μπροστά στα πηγάδια του Τζούλιου και του Ηλίου άστραφταν ιριδίζουσες, ακτινοβολώντας καθώς τα κλαδιά τους λικνίζονταν στο ελαφρύ αεράκι. 
Η πλαγιά ήταν ξερή και άγαρμπη.  Μέσα σ’ αυτή την αδιατάραχτη γαλήνη ηχούσε από το βάθος της κοιλάδας των πηγαδιών το όμορφο τραγούδι του κούκου και του κοτσυφιού που προσπαθούσαν να μας απαλύνουν την κούραση.
Ο δρόμος στην είσοδο του μαχαλά.
Διασχίζαμε το μονοπάτι και φτάναμε στο φαρδύ δρόμο του μαχαλά ενώ ακούγονταν πίσω μας οι φωνές από τις αυλές και τα μουγκρητά από τα ζώα που έπαιρναν το δρόμο προς το χώρο συγκέντρωσής τους.  Δεξιά  της εκκλησίας οι αγελάδες και αριστερά τα κατσίκια. 
Στα σοκάκια το βλέμμα μας περνούσε πάνω από τις σκεπές για να ρίξει κλεφτές ματιές στις αυλές που ανοίγονταν πίσω τους. Σκυφτές γριούλες περνούσαν βιαστικά, σαν φευγαλέες σκιές, απ’ τις παράγκες στους στάβλους, ενώ κάτω από τις σκιές των λιγοστών δένδρων οι γέροι κουβέντιαζαν στηριγμένοι στις μαγκούρες τους.
Οι γέροι που δε μπορούσαν να ακολουθήσουν στο σπάσιμο του καπνού περίμεναν να προϋπαντήσουν τους εργάτες.  Το ταξίδι της επιστροφής από το καπνοχώραφο τερμάτιζε στην αυλή του σπιτιού και ακολουθούσε το ξεφόρτωμα.
Αφήναμε τους λόφους και τις πλαγιές στην ησυχία τους ενώ ακολουθούσε η έντονη μεσημεριάτικη ζέστη.  Τώρα στις μοναχικές εκτάσεις με το σκληρό και κιτρινωπό χορτάρι η ατμόσφαιρα έμοιαζε να τρεμοπαίζει.  Κάθε πλάσμα μεγαλύτερο από κρεατόμυγα ήταν κρυμμένο για να προφυλαχτεί από τη ζέστη.
Στα χαγιάτια όμως και τις σκιές των κληματαριών που αναρριχόνταν σ’ ένα ξύλινο δικτυωτό πλέγμα καθισμένοι όλοι σε κύκλο αρχίζαμε το πέρασμα του καπνού στις βελόνες. 
Το πέρασμα του καπνού.
Περνούσαμε τα φύλλα σε μεγάλες βελόνες δηλαδή γινόταν το «βελόνιασμα» ή «πέρασμα».
Έπειτα αφού συγκεντρωνόταν ορισμένος αριθμός βελονιών, τις «άδειαζαν» δηλαδή τις έβαζαν στα «σαρίκια» (μακριά ξύλα με σπάγκο που χωρούσαν πολλές βελόνες καπνού) και αυτά τα «σαρίκια», τα έβαζαν στις «λιάστρες» για να ξεραθο
Όταν με το καλό τελείωνε το αρμάθιασμα και αφού ορισμένοι πρωτάρηδες είχανε τρυπήσει αρκετά από τα δάκτυλά τους, οι αρμάθες πήγαιναν χωρίς χασομέρια στις λιάστρες, που είχαν φροντίσει να έχουν στηθεί από πριν και να είναι έτοιμες, για να στεγνώσουν τον καπνό.  Η λιάστρα ήταν ένα είδος σκάρας την οποία έβλεπε ο ήλιος.  Την κάθε αρμαθιά την αποτελούσαν φύλλα του ίδιου μεγέθους και ποιότητας. 
Οι λιάστρες.
Οι άνθρωποι βρομοκοπούσαν από τη κορφή μέχρι τον πάτο από τη μυρωδιά του καπνού. Εκείνη η μαύρη λίγδα κολλούσε παντού, στα χέρια στα ρούχα, στα κοφίνια, ακόμα και στα ζώα.  Σχεδόν όλο το καλοκαίρι περνούσε στα καπνοχώραφα. Και όταν με το καλό τελείωναν και οι αρμάθες είχαν αποξηρανθεί, άρχιζε ένας άλλος μπελάς, ο θερισμός και το αλώνισμα.
Δεν υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα στους μεγάλους και στους μικρούς.  Δυσκολεύομαι να διακρίνω που τελείωναν οι εικόνες και οι παραστάσεις της παιδικής μου ηλικίας και που άρχιζαν αυτές των μεγάλων.  Στο πέρασμα του καπνού, ακόμη και στα χωράφια, μικροί και μεγάλοι δούλευαν μαζί, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.
Όταν ξεραίνονταν τα φύλλα καπνού στα σαρίκια, πάνω στις λιάστρες ερχόταν η ώρα να δημιουργηθούν τα «σαντάλια». Έξι σαρίκια μαζί τα ενώναμε σε ένα τσιγκέλι σαν τσαμπί και τα τοποθετούσαμε στην αποθήκη για να μαλακώσουν.
Τα σαντάλια.
Τα σαντάλια τα κρεμούσαμε στην αποθήκη για να προφυλάγονται από τη βροχή και το φθινόπωρο πασταλιάζαμε τον καπνό.
Μετά το παστάλιασμα ειδικευμένοι παραγωγοί έκαμαν τα παστάλια δέματα. Τα τύλιγαν με μια ειδική ταινία από καναβάτσο, τα έραβαν με τη σακοράφα ώστε να διευκολύνεται η μεταφορά τους και τα τοπο­θετούσαμε στην αποθήκη,  ώσπου να έρθει η ώρα να τα πουλήσουμε.
Τα δέματα.
Όταν τέλειωνε όλη η διαδικασία του καπνού οι νοικοκυρές έφτιαχναν ένα γλυκό την «κρούτσμα» (σιμιγδάλι, λάδι, ζάχαρη και νερό).
Κι ύστερα, το Φεβρουάριο με Μάρτιο άρχιζε από τους ειδικούς μεσίτες και εμπόρους η βαθμολόγηση της ποιότητας των καπνών και γίνονταν οι αγοραπωλησίες και η μεταφορά τους στις βιομηχανίες για την κατασκευή των τσιγάρων.
Τότε αμείβονταν κατά κάποιο τρόπο και οι δέκα μήνες κόπων και μόχθων του Ξυλοπολίτη με τις πολλές αγωνίες και λαχτάρες για τη συγκομιδή του προϊόντος και τη διάθεσή του.
Οι μεσίτες και οι έμποροι πολλές φορές κορόιδευαν τους χωρικούς. Ψάχνανε να βρούνε αιτία να ρίξουν τη τιμή. Μία επικαλούνταν ότι δεν τους αρέσει το χρώμα, μία ότι ο καπνός έχει ανάψει και δε θα βγάλει καλή ποιότητα», την άλλη ότι «ξέρεις τα χωράφια σου δεν είναι καλά και δεν βγάζουν καλό καπνό» και άλλες φτηνές δικαιολογίες.
Ο κόσμος που αντικρίζαμε εμείς τα μικρά δεν ήταν παιδικός ούτε ξεχωριστός δεν υπήρχε ελπίδα, πώς είναι δυνατόν να έχει ελπίδα κάποιος που δεν ονειρεύεται;
Ήξερα πως πέρα από το χωριό μου υπήρχαν κόσμοι διαφορετικοί, αλλά τους φοβόμουν κιόλας.
Ήμασταν φτωχοί, αλλά δεν γνωρίσαμε πείνα ούτε στο σπίτι ούτε στο χωριό.  Είχαμε αγελάδες, κατσίκες και κότες.  Είχαμε αρκετό γάλα, βούτυρο, αυγά.  Όλες οι οικογένειες του χωριού βρίσκονταν στην ίδια οικονομική κατάσταση.
...Τιμώ τον κουρασμένο Ξυλοπολίτη καπνοπαραγωγό του παλιού καιρού, που με τη μιλούρα στα χέρια έτρωγε ξερό ψωμί στο χωράφι και έπινε ζεστό νερό από τη μπούκλα, δουλεύοντας ασταμάτητα στα καπνοχώραφα.
Τον καπνοπαραγωγό, που σπάνια έπαιρνε την αμοιβή του μόχθου του, την πληρωμή του άφθονου και τίμιου ιδρώτα του και που πάντα έμεινε με το ανεκπλήρωτο όνειρο μιας καλύτερης αυριανής ζωής.

... και
τους νέους και νέες, παιδιά αγροτικών και αστικών περιοχών, που ζουν σ' ένα κόσμο, τον τωρινό κόσμο, έτσι όπως τον δόμησαν, η σύγχρονη τεχνολογία και οι τωρινές αντιλήψεις για τη ζωή, που συνεχώς τους χαλκεύει νέα δεσμά, τους απαλλοτριώνει κάθε δικαίωμα ανθρωπιάς και τους ξεκόβει από κάθε δεσμό με την παράδοση, χωρίς, βέβαια, να το κατανοούν, που όμως αυτό τους επιφυλάσσει οδυνηρές εκπλήξεις.