Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΞΥΛΟΠΟΛΗ


ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΗΝ ΞΥΛΟΠΟΛΗ



Η νύφη στολίζεται από τις φιλενάδες της.
 

Ο πατέρας οδηγεί την κόρη στην έξοδο.


Η κόρη αποχαιρετά τον πατέρα της.


Η κόρη αποχαιρετά τη μητέρα της.
 
Ο πατέρας σέρνει τον χορό.

Ο χορός συνεχίζεται.

Ο πατέρας οδηγεί τη νύφη στην εκκλησία.


Ακολουθούν οι φιλενάδες της νύφης.


Ο  ΓΑΜΟΣ  ΣΤΗΝ  ΞΥΛΟΠΟΛΗ

Ο γάμος στη Λιγκοβάνη διαρκούσε μία εβδομάδα.  Άρχιζε από Δευτέρα και τελείωνε την άλλη Δευτέρα, με γλέντια και χορούς.  Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι γάμοι γίνονταν με προξενιό.  Η νύφη και ο γαμπρός ήταν επιλογή των γονιών.  Αν συμφωνούσαν οι γονείς άλλαζαν «μικρό σημάδι».  Το κορίτσι χάριζε ένα «μαντήλι κεντημένο» και το αγόρι χάριζε στο κορίτσι μια «δούμπλα» χρυσαφικό ή μία λίρα με αλυσίδα και ορίζανε τους επίσημους αρραβώνες.  Μέχρι τότε, το κορίτσι ετοίμαζε ιδιόχειρα δώρα που θα δώριζε στο συμπεθεριό, κάλτσες, μαντήλια, πετσέτες υφαντές, πουκάμισα και ζωνάρια στον πεθερό και στην πεθερά.
Ο γαμπρός, το «παιδί», ετοίμαζε αλυσίδα με φλουριά και λίρες ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση, βέρες, δακτυλίδια, παπούτσια, παντόφλες, στραγάλια και κουφέτα.
Στους επίσημους αρραβώνες τους «μεγάλους» όπως τους αποκαλούσαν η νύφη δώριζε και στους συγγενείς του γαμπρού.  Ακόμη έβαζε στο πέτο λουλούδια.  Τότε ορίζανε σε ποια γιορτή ή σε ποια εποχή θα γένει ο γάμος.
Μέχρι να γίνει ο γάμος η νύφη ετοίμαζε πάλι δώρα.  Την εβδομάδα του γάμου και συγκεκριμένα την Δευτέρα, ο γαμπρός μ’ ένα μπουκάλι ούζο, στραγάλια και κουφέτα πήγαινε στον κουμπάρο να του αναγγείλλει τον γάμο.  Ο γαμπρός έκλεινε τα όργανα, που για την εποχή εκείνη τα καλύτερα ήταν οι ζουρνάδες από την Τζουμαγιά, Ηράκλεια.
Την Τετάρτη, στο σπίτι του γαμπρού, ετοίμαζαν τα επτά πρωτόψωμα, τα οποία ζύμωναν κορίτσια από την γειτονιά.  Πριν από το ζήμωμα, έδιναν σ’ ένα αγοράκι ένα σκεπάρι, να κτυπήσει το δοκάρι του σπιτιού λέγοντας τρεις φορές:
«Τοκ τοκ κορίτσι και παιδί (εννοούσαν τον γαμπρό) στερεωμένοι νάναι»
Τα κορίτσι ζύμωναν και τραγουδούσαν:
«Μαύρα μου χελιδόνια από την αραπιά
άσπρα μου περιστέρια από τον τόπο μας
ότι ψηλά πετάτε για χαμηλώσετε
να γράψω ένα γράμμα και μια ψηλή γραφή
να γράψω στην καλή μου, να μην με καρτερεί,
και αν θέλει να καρτερήσει και αν θέλει να παντρευτεί
Τούρκο άνδρα να μην πάρει, να μην στεφανωθεί».
Μέχρι να ωριμάσει το ψωμί, καθάριζαν τα φασόλια, το ρύζι, τις πατάτες και ετοίμαζαν το φαγητό τραγουδώντας όλοι.  Έπλαθαν μικρά κουλουράκια, στόλιζαν το επτά πρωτόψομα με διάφορα σχέδια σε κάθε ταψί (φεγγάρι, ήλιο, ουρανό με τα άστρα και το σταυρό.  Έως ότου ψηθούν τραγουδούσαν και χόρευαν.  Ένα από τα τραγούδια ήταν και αυτό:
«Δεν λαλείς μικρό μου αηδόνι
το πρωί με τη δροσιά
λάλα αηδόνι μου γλυκό.
Να ξυπνήσεις τον νιόν μου
που είναι στα ψηλά βουνά
εις τον γέρο Όλυμπο
να του πεις γλυκό μου αηδόνι
να θυμάται την ευχή, την ευχή της μάνας του.
Αν δεν διώξεις τους Βουλγάρους
μάνα του δεν θα είμαι πιά, ούτε Μακεδόνισσα».
Στη συνέχεια ράντιζαν με ζαχαρωτό νερό τα ψωμιά, τα χόρευαν και τα μοίραζαν σ’ όλο το χωριό, σαν προσκλητήρια.  Και όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν να δουν την προίκα  του γαμπρού και του δώριζαν αλεύρι, ρύζι, φασόλια και άλλα.
Το ίδιο γινόταν στο σπίτι της νύφης, την Παρασκευή.  Όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν να δουν τα προικιά της, που ήταν φτιαγμένα από το χέρι της νύφης.  Και το βράδυ μάζευαν την προίκα της νύφης και την συγκέντρωναν στα μπαούλα.  Έβαζαν σε κάθε μπαούλο ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι, έριχναν ρύζι και χρήματα ότι ήθελε ο καθένας.
Μέχρι να μαζέψουν την προίκα της νύφης, τραγουδούσαν.
«Δεν σου είπα μάνα δεν σ’ έλεγα
ξένον κόσμο μάνα μη μαζεύεις
γιατί ο ξένος σε γελάει
και σε παίρνει μάνα το κορίτσι
και σε αφήνει μάνα μοναχή σου.
Που ήσουν ψες και που θα μένεις
βράδυ ψες ήμουν εδώ και το βράδυ στα ξένα
όταν στρώνεις μάνα και κοιμάσαι
πάντα εμένα θα θυμάσαι.
Όταν στρώνω κόρη μου και κοιμάμαι
πάντα εσένα θυμάμαι».
Το απόγευμα του Σαββάτου, ένα αγόρι πήγαινε στο πηγάδι να φέρει το αμίλητο νερό να λουστεί η νύφη.  Και το βράδυ οι συγγενείς της νύφης, οι φίλες της «οι Λαζαρίνες», συγκενρώνονταν και γλεντούσαν.  Η νύφη είχε και δύο αγόρια συνοδούς τα «μπαϊρεκτάρια».  Και μετά τα μεσάνυχτα έρχονται από τον γαμπρό τα μπαϊρεκτάρια με κρασί για να ποτίσουν την νύφη.  Πρώτα κερνούσαν τις «Λαζαρίνες» και τελευταία τη νύφη, στέλνοντας μέσα στο ποτήρι ένα νόμισμα.
Κυριακή πρωί τα Μπαϊρεκτάρια έστηναν στην αυλή της νύφης ένα τηλεφωνόξυλο «το φλάμπουρο», βάζοντας ένα μαντήλι σ’ ένα ξύλο, ένα μήλο με λουλούδια και ένα ξύλινο σταυρό.
Στο σπίτι του γαμπρού, το Σάββατο γίνονταν μεγάλο γλέντι.  Από νωρίς ένα αγόρι πήγαινε στο πηγάδι, να πάρει το αμίλητο νερό.  Με τα νταούλια, οι συγγενείς του  γαμπρού και ο γαμπρός πήγαιναν στην πλατεία για να τον ξυρίσουν.  Φορούσαν στον γαμπρό, το μαντήλι που του είχε δωρίσει η νύφη, για να διακρίνεται.  Μετά έπαιρναν και  «το κουμπαριό» και χόρευαν όλη τη νύκτα.
Το απόγευμα της Κυριακής με δύο άλογα, ένα άσπρο και ένα κόκκινο πήγαιναν χορεύοντας να πάρουν την νύφη, κρατώντας μια σημαία που έγαφε «Καλορίζικα».
Ένα παιδάκι ανέβαινε στο τηλεφωνόξυλο, «στο φλάμπουρο» και φώναζε «κουμπάρε τάξε λεφτά, να πάρεις το μαντήλι και χορό ν’ αρχίσεις».  Ο κουμπάρος έταζε λεφτά, έπαιρνε το μαντήλι και την σημαία κι έσυρε πρώτος τον χορό.
Έπειτα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Κερνούσαν τον γαμπρό και τον κουμπάρο σαραϊλί.  Η κουμπάρα πήγαινε στο δωμάτιο της νύφης.  Οι φίλες της νύφης τραγουδούσαν.
«Έβγα μητέρα του παιδιού
και πεθερά της νύφης
χαιρέτησε τη νύφη σου και πες την καλημέρα
την νύφη μας την είχαμε σε γλάστρα λουλουδάκι
και τώρα την χαρίζουμε σ’ ένα παλικαράκι».
Άνοιγαν την πόρτα, στόλιζαν την νύφη κι έβγαναν έξω να χορέψουν.  Πριν αναχωρήσει η νύφη έκανε το σταυρό  της ενώ τα όργανα έπαιζαν λυπητερά «Φεύγω μανούλα μου γλυκειά αχ πάω στην ξενιτειά».
Στο άσπρο άλογο κάθονταν η νύφη και στο άλλο φόρτωναν την προίκα.  Η μάνα της νύφης έριχνε νερό για «να τρέχει η τύχη στη νύφη και στο γαμπρό».  Η νύφη πετούσε κουφέτα και κουλούρια για να τρων οι νεράϊδες και να μην την ακολουθούν.
Φτάνοντας στο σπίτι του γαμπρού, η νύφη κατέβαινε από το άλογο και πετούσε την σημαία του γαμπρού πάνω στα κεραμίδια.  Μ’  ένα λαγίνι κρασί έλουζε το κεφάλι του αλόγου.  Χάϊδευε ένα αγόρι και ένα κορίτσι και η πεθερά μ’ ένα ψωμί φιλούσε την νύφη και οι δύο μαζί έμπαιναν στο σπίτι με το δεξί πόδι.  Ο ιερέας έκανε το μυστήριο, και ακολουθούσε γλέντι όλη νύκτα.  Ο κουμπάρος έπαιρνε το στεφάνι της νύφης (από κληματαριά, στολισμένο με λουλούδια και χρυσά τέλια) και το κρεμούσε σ’ ένα δένδρο της εκκλησίας. 
Και τη Δευτέρα χόρευαν όλοι μαζί καίγοντας την φορεσιά της πεθεράς και ο κουμπάρος εικονικά έκαιγε τις ψάθες.
Την Τετάρτη πήγαινε η νύφη στο πηγάδι να φέρει νερό συντροφιά μ’ ένα κορίτσι.  Έριχνε στο πηγάδι κουφέτα και στραγάλια, λεφτά, σταφίδες.
Την Πέμπτη πήγαινε στο ποτάμι να πλένει.  Το ίδιο έκανε κι εκεί.  Την Παρασκευή η νύφη καλούσε τους συγγενείς της και πήγαιναν στον κουμπάρο όπου χόρευαν και τραγουδούσαν.
Το Σάββατο πήγαινε μόνη της στη  μάνα της να λουστεί και την Κυριακή μαζί με τον γαμπρό πήγαινε στο πατρικό της με πίτα και φαγητό.
Όλα αυτά τα έθιμα γίνονταν μέχρι το 1940.














Είναι εκπληκτικό να αντιλαμβάνεσαι πόσο πολλά είναι τα πράγματα που φαίνονται απαραίτητα, που φορτώνουμε μ’ αυτά τη ζωή μας, ενώ θα μπορούσαμε εύκολα να τα αγνοήσουμε…..   Εκείνοι που θα καταφέρουν, παρά την επιβολή νέων, πολυάσχολων και απροσανατόλιστων γενεών, να διατηρήσουν την αγάπη στην περισυλλογή, καλά θα κάνουν να πραγματοποιούν πού και πού ένα ταξίδι στο χωριό τους, για να μαγευτούν τα μάτια, να εξαγνιστεί η ψυχή και να σκιρτήσει η καρδιά τους απ’ τις ξαναγεννημένες θύμησες στις γαλήνιες ερημιές.