Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Το πηγάδι του ΑΣΑΝ.
Τα Δύο Πηγάδια.
Το Γκουργκούρτσι.


Οι κάτοικοι της Ξυλόπολης ήταν φτωχοί και καχεκτικοί.  Η φύση τους όμως δε γνώριζε γηρατειά και κατάπτωση. 

Το τοπίο  ξερό, πυρακτωμένο, σκονισμένο, με αρκετούς βάτους.  Δεν υπήρχε νερό.  Πολλά δέντρα, αλλά όλα ήταν σιωπηλά.
Η έλλειψη νερού και το άγονο του εδάφους δυσκόλευαν τη ζωή των Ξυλοπολιτών.  Γι΄αυτό σε πολλά σημεία είχαν κτίσει πηγάδια τα οποία τροφοδοτούνταν με υπόγεια νερά και αποτελούσαν μικρές οάσεις για τους εργάτες της γης. 
Η κάθε γειτονιά είχε τα πηγάδια της.  Στη δική μου, του «κάτω μαχαλά», πριν το ξημέρωμα επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα η οποία, είχε επίκεντρο τα πηγάδια του Τζούλου και του Ηλίου.  Σημείο αναφοράς τα δύο πηγάδια.  Τα καυτερά πρωινά οι νοικοκυρές και τα παιδιά γέμιζαν τα γκιούμια και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής για το χωριό.   Οι ζευγάδες όμως γέμιζαν τις μπούκλες και συνέχιζαν  την πορεία τους για τα χωράφια.
Το τοπίο είναι πολύ όμορφο σ’ αυτή την περιοχή καθώς ανεβαίνουμε την ανηφοριά με κατεύθυνση προς τον κάτω μαχαλά.  Λυπάμαι που δεν είμαι ζωγράφος για να αποτυπώσω στον καμβά την εικόνα του. 
Τη βάση της μεγάλης ανηφόρας γλύφει ο Μπογδάνας που αποτελούσε την πρώτη δοκιμασία της ημέρας για τους άμοιρους ζευγάδες και τα ταλαίπωρα γαϊδουράκια.  Για την προσπέλαση του Μπογδάνα και προκειμένου να διευκολύνουν τις μεταφορές τους οι σύμμαχοι έκτισαν το 1914 το αγέρωχο γεφύρι.
Το περίφημο και ωραίο έργο, το στέρεο αυτό γεφύρι που θρονιάζεται πάνω στους στύλους του, τον κανονικό καιρό χρησίμευε μόνο για τα λιγοστά αυτοκίνητα.  Οι καβαλάρηδες περνούσαν μέσ’ απ’ τα ρηχά περάσματα του Μπογδάνα.  Το γεφύρι τους προστάτευε από τις αχτίνες του ήλιου,  πιο καυτερές μέσα στο νερό.  Πού και πού κάποιος πεζός, κάποιος σπάνιος πεζός ριψοκινδύνευε να διασχίσει το γεφύρι, όταν η καταιγίδα είχε κάνει το ποτάμι αδιάβατο, αφού άνθρωπος και όχημα δεν χωρούσαν στην πλάτη του.  Σήμερα, πρέπει να ακολουθήσουμε την ευρωπαϊκή μόδα.  Μπορούμε άφοβα να διαβούμε τη διπλανή σύγχρονη γέφυρα.
Η δεξιά όχθη του ποταμού παραμένει πάντα ίδια. Λίγα μέτρα αργίλου ορθώνονται σ’ ένα πρανές στεφανωμένο με βράχια.  Η πλαγιά αυτή είχε χωράφια με καλαμπόκι, καπνό και πολλές φορές κοπάδια πρόβατα ή κατσίκια.
Στα αριστερά όμως ο Μπογδάνας έχει απότομη  βραχώδη ανωφέρεια, ακαλλιέργητη, χρήσιμη μόνο την εποχή των αλωνιών.  Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη αίγλη έδωσε σ’ αυτό το γερασμένο βράχο το κτίσιμο ενός παρεκκλησίου.
Οι νέοι του χωριού οι γεννηθέντες το έτος 1965 τιμώντας την αγία και καθαρή ζωή του Αγίου Νεομάρτυρα Νικήτα, προέβησαν στην κτίση παρεκκλησίου στο όνομά του.
Κτισμένο στο γραφικό τοπίο στην αριστερή όχθη του Μπογδάνα στη μνήμη των αθάνατων προγόνων μας, με θέα τις γύρω πλαγιές του Τσούγλας και της Κιάντας, γεμίζει με εικόνες την πορεία μας ενώ την βάση του γλύφει ο Μπογδάνας.
Μικρό και γραφικό κτίσμα, χωρίς την τυπική και συνήθη μορφή των εκκλησιών, βρίσκεται μέχρι σήμερα στην επικαιρότητα γιατί απολαμβάνει της συνεχούς φροντίδας των κτητόρων του. 
Το μέρος ενώνει και συνδυάζει πρωτοποριακές μεθόδους οικολογίας και διατήρησης της μνήμης. Η απήχησή του είναι το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού.
Πάνω στην αριστερή βραχώδη πλευρά του πρανούς ένα αδιόρατο μονοπάτι ανεβαίνει με ζιγκ-ζαγκ, αναρριχάται υποβασταζόμενο από κορμούς ξεραμένων δένδρων και μας φέρνει σε λίγο στο μέσον της πλαγιάς σ’ ένα σύμπλεγμα απότομων μονοπατιών.   Το ποτάμι κυλά στο βάθος πάνω από εκατό μέτρα κάτω απ’ τα πόδια μας. Μια σειρά από λόφους, καθένας ψηλότερος από τον προηγούμενο, φαίνονται μπροστά μας καθώς ανηφορίζουμε.  Έχουν όλα τα σχήματα και τις αποχρώσεις από σταχτί, γαλάζιο, κόκκινο της φωτιάς μέχρι κόκκινο της πορφύρας, πλουμισμένα με πράσινα μπαλώματα βλάστησης.  Το μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα από αυτά τα παρδαλά υψώματα.  Ασημένιος κυλά στη βάση τους ο Μπογδάνας.  Ο ανατέλλων ήλιος ρίχνει τις λαμπρές ακτίνες του στο μικρό καταρράκτη με το γάργαρο νερό που λαμποκοπούν ενώ ο θόρυβος του νερού ακούγεται από το ρέμα.
Η αργή ανάβαση του μονοπατιού και η σταθερή του κατεύθυνση προς τα βόρεια σβήνουν στις αναρίθμητες στροφές που διαγράφει, για να παρακάμψει τις διογκώσεις των βράχων.  Το μονοπάτι πότε γίνεται φαρδύτερο, πνιγμένο στα αγριόχορτα και στην πυκνή βλάστηση όπου, μπερδεύονται άνθρωποι και ζώα και άλλοτε μια λεπτή κορδελίτσα, κρεμασμένη πάνω από μια τσουλήθρα με υποστήριγμα την ασθενική συνοχή του χώματος ή μερικά παλούκια. 
Αν δεν ήμαστε αναγκασμένοι να προσέχουμε το κάθε μας βήμα, θα μπορούσαμε να χαρούμε, την αναμφισβήτητη μεγαλοσύνη και γλυκύτητα του ορεινού αυτού τοπίου.  Κάνοντας μια τελευταία παράκαμψη ενός χωματόλοφου που βρίσκεται μπροστά μας αποχαιρετούμε το ποτάμι που δείχνει μακριά και μας καλοδέχεται το πεζούλι στο πηγάδι του Τζούλου, για μια ολιγόλεπτη ξεκούραση και ένα Θεόσταλτο ξεδίψασμα.
Καθισμένος στο πεζούλι προσπαθώ να ανασύρω εικόνες και ψηφίδες που συνθέτουν την παλιά καθημερινότητα. Τότε που το  μονοπάτι που οδηγούσε στα πηγάδια και στο ποτάμι έσφυζε από  παιδιά που πήγαιναν  να πάρουν το πιόμα της μέρας, ενώ για το πλύσιμο των ρούχων και των κλινοσκεπασμάτων οι γυναίκες κατηφόριζαν στον Μπογδάνα.  Συνέχιζαν την πορεία τους κατά μήκος της όχθης του μέχρι να βρουν ελεύθερες και καλά σμιλεμένες πέτρινες λιμνούλες και υδρορροές έργα του καλλιτέχνη Μπογδάνα, ο οποίος διευκόλυνε με τον τρόπο του το πλύσιμο και το στέγνωμα.   Σε πολλά σημεία το μονοπάτι ήταν σκαμμένο σε συμπαγή βράχο και σε μερικά σημεία δεν ήταν φαρδύτερο από μισό μέτρο, όλο στροφές, σε πολλά σημεία ανέβαινε και φαινόταν το ποτάμι σαν φίδι.   Σε άλλα σημεία ήταν κομμένο από τον απότομο βράχο και έπρεπε να περάσουν απέναντι με προσοχή για να μη τους παρασύρει το ρέμα. 

Το πώς ανέβαιναν το στενό και απότομο μονοπάτι της επιστροφής εκείνες οι ηρωικές γυναίκες ισορροπώντας στο κεφάλι τους τη στάμνα  ή τη σκάφη με τα πλυμμένα,  είναι άξιο απορίας. Τα μονοπάτια της Λιγκοβάνης ήταν κακοτράχαλα και δύσβατα για όσους δεν είχαν συνηθίσει από τα παιδικάτα τους να περπατούν σ’ αυτά  Όλες αυτές οι γυναίκες είναι μεγαλόκορμες.  Η θύμησή μου δεν μπορεί παρά να είναι θύμηση θαυμασμού για την τόσο γόνιμη τούτη ράτσα.  Η ράτσα αυτή είναι από φυσικού της όμορφη.  Η δουλειά στα χωράφια έχει τσακίσει τη ραχοκοκκαλιά τους έχει καμπουριάσει τους ώμους, τις έχει βαρύνει τα μέλη.  Η συνήθεια του φόβου και της υποταγής λύγισε τον τράχηλό τους και έσβησε το βλέμμα τους.
Επιτέλους, απαλλασόμαστε από το σύμπλεγμα των μονοπατιών και βρισκόμαστε στον δρόμο που οδηγεί στα πρώτα σπίτια. Ο δρόμος μας τώρα είναι οριζόντιος.  Στις δύο πλευρές του είναι κτισμένα σπίτια ενώ οδηγεί στην πλατεία του μαχαλά.
Ο δρόμος είναι πολύ στενός και σε μερικές περιπτώσεις περνά δίπλα από τις στέγες των σπιτιών.  Όλα τα κτίσματα είναι από πέτρα και ανάμεσα στα σπίτια βλέπεις περιβόλια με οπωροφόρα δένδρα.
Πέρα από τις μιζέριες και τα πισωγυρίσματα του αιώνα τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει την πορεία της Λιγκοβάνης.  Ανεβαίνει με το φωτοστέφανο της δόξας έτοιμη για να την παραλάβουν οι απόγονοι.
Το έδαφος της μπορεί να το λεηλάτησαν οι Λατίνοι, να το κατέλαβαν οι Τούρκοι, να το κατέκλυσαν οι Βούλγαροι.  Όλων των ειδών οι δυνάστες πέρασαν από δω και εξαφανίστηκαν ύστερα από βασιλεία εφήμερη και η Λιγκοβάνη ξαναγεννιόταν πιο ισχυρή, το γένος εξακολουθούσε να επιζεί.
Μπορεί η δύναμη να γνωρίζει μέρες θριάμβου, οι μέρες αυτές όμως είναι μετρημένες από την αιώνια δικαιοσύνη, και τι σημασία έχουν μερικές ημέρες κακουχίας, όταν έχεις μπροστά σου την αιωνιότητα;


ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ




ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ