Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ΟΙ ΒΟΣΚΟΙ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ


Ως θηρευτής της βουνίσιας ομορφιάς με αναζωογονεί το ταξίδι στο όνειρο. Οι αισθήσεις μου βρίσκουν τις πρωταρχικές τους μνήμες στους ήχους των κοπαδιών, στη μουσική από τα γαϊδουροπέταλα, στο χοχλάκισμα των ρυακιών, στην ευωδιά της μυρωμένης γης.   Το βλέμμα βρίσκει ανάπαυση στο κατάλευκο του χιονιού, στο γαλάζιο του ουρανού, στο βαθυπράσινο του χορταριού, η αφή αισθάνεται το καλωσόρισμα στα αργασμένα χέρια των καλότροπων τσομπαναρέων, το πνεύμα βρίσκει τη γαλήνη του στην από καρδιάς συνομιλία με τους λίγους εναπομείναντες αυτούς ανθρώπους.
Οι ποιμένες της Ξυλόπολης, άνθρωποι απλοί, ζεστοί, φιλικοί, φιλόξενοι, πρόσχαροι, εξακολουθούν να διασώζουν την έννοια «άνθρωπος» σε μια εποχή πεζή και αντιποιητική.  Κοντά τους όποιος βρεθεί ξεχνά να μετράει την ύλη, νιώθει όμορφα, σκέφτεται όμορφα, ζει όμορφα.
Γαντζωμένοι λοιπόν οι τελευταίοι τσομπάνηδες στις πλαγιές της Ξυλοπολίτικης επικράτειας, επιμένουν πεισματικά να ασκούν το κτηνοτροφικό επάγγελμα με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Ως αθεράπευτοι νοσταλγοί αλλοτινών καιρών, παραμένουν αιώνιοι φύλακες των κοπαδιών και «δεσμώτες» του κύκλου των εποχών.
Οι απαρχές της ανάπτυξης του ποιμενισμού στα κράσπεδα του Βερτίσκου, χάνονται στην ομίχλη της προϊστορίας.
Καλότυχοι ήσαν μόνο αυτοί που φύλαγαν βόδια και αγελάδες. Τα όντα αυτά, χοντροκέφαλα με σπαθωτά κέρατα, με γυαλιστερά μεγάλα μάτια, σωματώδη, με πλέριες κοιλιές και διαφόρων χρωμάτων, ήσαν από τη φύση τους υπομονετικά και αργοκίνητα. Τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού έψαχναν για πυκνούς ίσκιους. 
Το χειμώνα πάλι μήτε που έβγαζαν την μουσούδα τους απ' το παχνί και όταν άνοιγε η πόρτα του αχουριού σάλευαν γιατί κρύωναν. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο άντεχαν.
Παρ' όλα αυτά οι νοικοκυραίοι τα βαστούσαν για τα μοσχαράκια που γεννοβολούσαν και το παχύ γάλα που έβγαζαν.
Εάν πάλι τύχαινε και τα έζεβες στο αλέτρι τίποτε δεν αψηφούσαν. Τραβούσαν το δρόμο τους δίχως να ταχύνουν τον βηματισμό τους, σέρνοντάς τον αργό μεν αλλά πάντα σταθερά. 
Είναι άγνωστο από πότε είχε στην ανατολική και νότια πλευρά του χωριού και σε απόσταση μερικές δρασκελιές από τα ακρινά του σπίτια, τις αγελαδαριές.
Σ' αυτές λοιπόν τις αλάνες μαζευόντουσαν κάθε πρωί, ξέχωρα τα γελάδια από τα κατσίκια. Από δω τα δρομολογούσαν ομαδόν οι βουκόλοι, πρώτα τα κατσίκια και ακολουθούσαν τα γελάδια και τα βόδια.   Σαλαγώντας και σφυρίζοντας οι τσομπάνηδες τα ατίθασα αυτά μπουλούκια, τα κατεύθυναν τα πρώτα προς το Μεγάλο Κουρί και τα δεύτερα προς το Βάκσοου-Μπαζαλούκ μέχρι να βγουν στα βοσκοτόπια.

Οι αγελάδες ετοιμάζονται για την αγελαδαριά.

Προπορεύονταν με διαφορά το πολύ μισής ώρας τα κοπαδοπρόβατα.  Στο μέσον του κοπαδιού ροβολούσε και το γαϊδουράκι φορτωμένο το σαμάρι με τις αποσκευές του τσομπάνη, την κάπα, τον ντουρβά με τα φαγώσιμα της μέρας και τη μπούκλα με νερό.
  Στο κατόπι του κοπαδιού περπάταγε ο τσομπάνης με την γκλίτσα στο χέρι που κάθε τόσο την εκυκλογύριζε πάνω απ' το κεφάλι, σφυρίζοντας και αχολογώντας τις προβατίνες.
 Αριστερά και δεξιά από τις παρυφές βημάτιζαν τα τσοπανόσκυλα με τα κεφάλια σκυφτά και τις χάντρες στο λαιμό.
Όλος αυτός ο συρφετός, όλη αυτή η πεζούρα γιομάτη χρώματα από χιλιάδες μικρά και μεγάλα ζωντανά, κουμανταρισμένα από τους βουκόλους και προβατάρηδες για να μην κάνουν ζημιά, κατηφόριζαν αλαφιασμένα το Τουντόρκουϊτς ώσπου να καταλήξουν στο καταπράσινο Βάκσοου-Μπαζαλούκ. Στο τέρμα τους σκορπούσαν μυρωδιά ανάκατη με κίτρινη σκόνη.  Άλλα κοπάδια έπιαναν τη Λάμπα, άλλα το Σακούντσι, άλλα του Κιρλίου το πηγάδι, άλλα του Ρόλουου-Μος, τις τούμπες και άλλα τις μικρές κοιλάδες. 

Το μαντρί με τα νεογέννητα.

Ασπρολογούσαν μέσα στο πράσινο οι προβατίνες.  Έβοσκαν και βόσκοντας αχολογούσαν τα κουδούνια και τα βελάσματα, που με τα διασταυρούμενα μακρόσυρτα σφυρίγματα των τσαμπαναραίων έπλεκαν μια θεϊκή αρμονία, λες και ως τα τώρα δεν συνέθεσε όμοια μελωδία ανθρώπινο μυαλό.
Ο βοσκός Γ. Καλίνος.

Το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού, ξεκρεμούσε ο τσομπάνης τον ντορβά και το παγούρι από το σαμάρι του ζωντανού και στρωνόταν καταγής στο πράσινο γρασίδι να απολαύσει τον επιούσιον.
Δεν πρόκανε ο ευλογημένος να χάψει τη μπουκιά του και τον κλωθογύριζαν τα σκυλιά. Το ένα καλοκάθονταν στα πισινά του πόδια και το άλλο με την κοιλιά μπρούμυτα και το κεφάλι ακουμπισμένο στα μπροστινά του πόδια λούφαζαν, προσμένοντας να τους ρίξει το καρβέλι.
Από κοντά που βοσκούσε το κοπάδι, ξεπετάγονταν το μανάρι βελάζοντας και τρέχοντας προς αυτόν μήπως και κάτι ωφεληθεί.
Βοσκοί με τα κοπάδια τους.
Σαν έπαιρνε το μερτικό του και δεν έλεγε ν' αποσυρθεί, άρπαζε από δίπλα του την αφημένη γκλίτσα την ανασήκωνε ψηλά, την στριφογύριζε από πάνω του και με μιας την κτυπούσε καταγής, χουγιάζοντας συνάμα σε σκυλιά και μανάρι ν' απομακρυνθούν ώστε να φάει με ησυχία. Δύσκολη η δουλειά των τσομπαναραίων.  Χρόνο καιρό ήταν εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες.
Τα τζομπανόσκυλα που συμβίωσαν αρμονικά με τους Ξυλοπολίτες κτηνοτρόφους στο διάβα των αιώνων, προστάτευσαν αποτελεσματικά τους ίδιους και τα κοπάδια με τη ρώμη τους, την αδιαμφισβήτητη ευφυΐα τους, την ικανότητα δίωξης και συμπλοκής με τον αντίπαλο, την παροιμιώδη αντοχή στις κακουχίες, την απαράμιλλη ολιγάρκεια στη διατροφή τους, με την απίστευτη δυνατότητά τους να προσαρμόζονται σε συνθήκες στέρησης, με την πείσμονα αφοσίωσή τους στο κοπάδι και προπάντων με την πανθομολογούμενη πίστη τους.
Η ετήσια ανακατανομή της χρήσης των κοινοτικών βοσκοτόπων γίνονταν από τη συνέλευση των κτηνοτρόφων σύμφωνα με κάποιους άγραφους κανόνες και μια εθιμοτυπία.  Το μοίρασμα γίνονταν στην αρχή της περιόδου και οι αποφάσεις παίρνονταν με ομοφωνία.
Επρόκειτο πράγματι για μια τελετουργία όπου εκδηλώνονταν και εκφράζονταν όλες οι αντιθέσεις και οι εντάσεις της μικρής κοινότητας, αλλά στο τέλος επιβεβαιώνονταν πάντοτε η διάθεση όλων να διατηρήσουν τη «σειρά» που κληρονόμησαν από τους προγόνους. 
Η συμβολική αξία αυτού του εθίμου φαίνονταν από το γεγονός ότι πάντοτε προσκαλούσαν μερικούς γέροντες όχι απλώς ως γνώστες των πραγμάτων ως προς τα σύνορα και τη χωρητικότητα των βοσκοτόπων, αλλά ως συνετούς διαιτητές και ενσαρκωτές των παραδόσεων και της ιστορίας της κοινότητας.
Γενικά υπήρχε η αίσθηση ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις διακυβευόταν η υπόσταση της κοινότητας και γι’ αυτό ακριβώς λειτουργούσαν πάντα συμβολικά και άλλες κεντρομόλες δυνάμεις που διατηρούσαν και ενισχύανε την ενότητα παρά τις όποιες αντιθέσεις βγαίνανε στη διαχείριση των βοσκοτόπων.
Οι συστηματικοί κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν μισθωμένους βοσκούς για διάστημα όχι μεγαλύτερο των έξι μηνών. 
Δύο φορές το χρόνο (Αγίου Γεωργίου και Αγίου Δημητρίου) οι τσομπάνηδες και οι βοσκοί συναντιούνταν στην αγορά του χωριού όπου έκαναν τις διαπραγματεύσεις.         

Ο βοσκός Ι. Χάντας (Σκεντέρ).
 
Οι μεγαλύτεροι και πιο έμπειροι βοσκοί ήταν ευυπόληπτοι και αμείβονταν καλύτερα.  Αυτά τα άτομα ήταν συνήθως πελάτες μεγάλων ιδιοκτητών κοπαδιών και κτηνοτρόφων. 
Τα καφτερά μεσημέρια,  έφερναν οι βοσκοί τα ζωντανά τους για να τα ποτίσουν από τις υπάρχουσες γκιόλες, και τα πηγάδια, και από την άλλη να πιουν και οι ίδιοι της δροσομάνας το νερό.  Γιομίζοντας τα παγούρια τους, τα ανασήκωναν ψηλά με τα χέρια κι έριχναν νερό στο ανοιχτό τους στόμα, δίχως να αγγίζουν τα χείλια του παγουριού στα δικά τους.  Άμα έσβηναν τη δίψα τους, τα ξαναγέμιζαν για να’ χουν να πιουν το υπόλοιπο της μέρας.  Ακολουθώντας τις απότομες πλαγιές έψαχναν στη συνέχεια τον παχύ ίσκιο του καβακιού για να περάσουν την αφόρητη ζέστη του μεσημεριού. 
Σαν πύρωνε ο ήλιος, τ’ αυγουστιάτικα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο.  Ο ήλιος έκαιγε, ούτε με την άκρη του δακτύλου μπορούσες ν’ αγγίξεις τους βράχους.  Ήταν σαν ν’ άγγιζες πυρωμένο σίδερο.  Ο δρόμος έβγαζε από το «Βάκσοου μπαζαλούκ» την «Χαϊβάιτσα».  Στο ρέμα κάτω από το βαθύσκιωτα καβάκια τα πρόβατα απολάμβαναν τον μεσημεριανό ύπνο τους.
Ο τόπος δεν ήταν έρημος.  Τον κοντινό δρόμο διέσχιζαν πολλοί άνθρωποι πεζοί οι περισσότεροι και ένας δύο καβάλα στα γαϊδουράκια. Η σκόνη έφτανε μέχρι τον αστράγαλο, πολλές φορές αιωρούνταν με τις ώρες στον αέρα.  Πολλοί από τους διαβάτες σταματούσαν για λίγο προκειμένου να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες.
Κατά το απόβραδο όλα τα κοπάδια, βουκόλοι και τσομπάνηδες ξεθεωμένοι απ' την ολοήμερη ορθοστασία, επέστρεφαν στο χωριό. Το πέσιμο της νύχτας, όλους και όλα τα έβρισκε για ησυχασμό. Μια μέρα ακόμα έφυγε, σαν τις άλλες.   Αύριο πάλι έχει ο Θεός.
Το ξημέρωμα η καινούργια μέρα που θα’ ρθει, θάναι απαράλλαχτη με τη χτεσινή.
Απόπασχα που οι μέρες ζέσταιναν πια, τα κοπαδοπρόβατα άφηναν τα μαντριά κοντά στο χωριό. Κατά νομάδες - νομάδες λημέριαζαν οι κεχαγιάδες στα βοσκοτόπια όπου έστηναν τα τσαρδάκια, τις καλύβες που τα σκέπαζαν με παπύρι (πάπρακ) και τσαλιά.  Κοντά έφτιαχναν και τα «κουτάρια» με πασσάλους που έμπηγαν στη γη περιφράζοντάς τα με σύρμα αγκαθωτό. Σ' αυτά τα στέκια πόρεβαν όλο το καλοκαίρι πρόβατα και βοσκοί μέχρι που δρόσιζαν οι μέρες τον Σεπτέμβρη.

Το κουτάρι.

Με το σήκωμα των δεματιών, αφήνονταν ελεύθερη η βόσκηση των ζωντανών στις καλαμιές.  Άρχιζε η περίοδος όπου τα πρόβατα βόσκανε με τη δροσιά τη νύχτα και τη μέρα, με τη ζέστη ησύχαζαν στον ίσκιο του τσαρδακιού ή κάποιου καβακιού στο ρέμα.  Μαζί τους ξαγρυπνούσε και ο τσομπάνης, ακολουθώντας και κουμαντάροντας το κοπάδι μη τυχόν και κάνουν ζημιά τα ζωντανά και ύστερα άιντε να ξεμπερδέψεις από τους δραγάτες.  Ξημέρωνε η μέρα και πριν καλά - καλά πιάσει η ζέστη, μάντριζαν τις γαλάρες στον αρμεγμό για το άρμεγμα.  Μάνι -μάνι φορούσε ο τσομπάνης το σαλβάρι, καθόταν στην πέτρα κοντά στην πόρτα με την καρδάρα μπροστά του, και άρμεγε τα πρόβατα. 
Αν τύχαινε και περνούσε κάποιος συγχωριανός από κοντά του έβγαζε το καπάκι από το γκιούμι και αφού έσπρωχνε στην άκρη τα κόπρανα (καρκαλέσκις) το γέμιζε φρέσκο γάλα από την καρδάρα και το πρόσφερε.
Άμα τελείωνε, βουτούσε στην καρδάρα το χέρι και ράντιζε τα γαλάρια που ήδη αναπαύονταν στο ίσκιωμα του τσαρδακιού, ψιθυρίζοντας συνάμα και κάποιαν ευχή.  Έπειτα σκούπιζε τα χέρια στο σαλβάρι, σηκωνόταν, άδειαζε απ' την καρδάρα το γάλα στα γκιούμια, τα φόρτωνε στο γάϊδαρο, τα δύο από την μια μεριά του σαμαριού και τα άλλα από την άλλη, τα έδενε με την τριχιά, τα ζύγιαζε και με τη συνοδεία του παιδιού που χτυπούσε την κοτάρα μεταφέρονταν στην συγκέντρωση όπου τους περίμενε ο γαλατάς. Στη συνέχεια έπλυνε τα χέρια του και έτρωγε.  
Το γάλα μεταφέρεται στο γαλατά.
Εκείνο τον καιρό πολλά ήταν τα κοπάδια στο χωριό.  Ποιον από τους τσελιγγάδες να πρωτοαναφέρεις: Τον μπάρμπα-Γιάννη τον Χάντα, τον μπάρμπα-Γιάννη τον Μπιτζάλα, τον μπάρμπα-Κώστα του Γραμμενίδη, τον μπάρμπα-Γιάννη τον Τέντσο τον Μπαμπανά, τον μπάρμπα-Μιχάλη τον Κανλή, τον μπάρμπα-Αλέκο, τον μπάρμπα-Πέτρο Σέμκα και τόσους άλλους.   Όμως παρά το πλήθος τους, πρώτος αναβλύζει από το πηγάδι των αναμνήσεών μου ο μπάρμπα-Κώστας ο Γραμμενίδης.  Όλη η τσακαλοπαρέα είχαμε στέκι τη στάνη του.  Είχε τη στάνη του κοντά στο μαχαλά μας, ακόμη και τα τσομπανόσκυλά του μας γνώριζαν.   Άφοβα λοιπόν κατηφορίζαμε τα χειμωνιάτικα απογεύματα στο κονάκι που βρισκόταν στο κέντρο του μαντριού.  Εκεί ζεσταίναμε το κρύα πόδια μας αλλά και στεγνώναμε τα μουσκεμένα από το χιόνι παντελόνια μας μετά τις παιδικές τρέλες.  Εξ άλλου πάντα είχε τσιγαρίδες και τυρί να μας φιλέψει. 
Ήταν άνθρωπος με όψη όμορφη και παράστημα αρχοντικό. Φορούσε στο κεφάλι τραγιάσκα μαύρη και ήταν λιγομίλητος ποτέ δεν μας ανέκρινε όπως οι υπόλοιποι.  Εξ άλλου θα βλέπαμε και το φίλο μας τον Μούργο, το σκούρο εκείνο μολοσσό και σπάνιο φύλακα, θα καθόταν μαζί μας γύρω από τη φωτιά αλλά πάντα είχε το νου του στο κοπάδι.  Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, τα πρόβατα είχαν μεταναστεύσει, το μαντρί το σιγότρωγε η σαπίλα, αυτός όμως, παρέμεινε πιστός στο καθήκον φυλάγοντας ακόμη το μαντρί του και ανταποκρινόταν αμέσως στο κάλεσμά μου.   
Κοντολογίς οι κεχαγιάδες δεν ξεχώριζαν ο ένας από τον άλλον ήταν όλοι ίδιοι και είχαν κοινά χαρακτηριστικά την λεβέντικη περπατησιά, την γκλίτσα που κρατούσαν παραμάσχαλα και τον λουλά στο στόμα που ολημερίς κάπνιζε.
Από το ισνάφι των βοσκών δύσκολα ξεχώριζες τον καλύτερο, ήταν περιζήτητοι αφού μέχρι και στα χωριά του κάμπου έφτανε η χάρη τους.  Εκείνος όμως ο Βάνιος ήταν ασυναγώνιστος.  Ένα φύτρο πανώριο, δυνατόκορμο κα θηριόψυχο. Με τη γροθιά του ως και βουβάλι έριχνε καταγής. Τόσο χεροδύναμος ήταν. Από φυσικού του παλικαράς, αψύς και μονόγνωμος.  Δεν τολμούσε κανείς να του βγει στο δρόμο γιατί φουρκίζονταν εύκολα. Είχε πυκνά τα μαλλιά και τη φωνή τραχιά. Μια φωνή από εκείνες που έχουν το πρόσταγμα του αρχηγού. Ως και τα ζωντανά του κοπαδιού του πειθαρχούσαν σε κάθε σφύριγμά του, λες και τά’ χε γυμνασμένα.
Και ενώ ακόμα το καλοκαίρι δεν ξεψυχούσε, το δε φθινόπωρο δεν άρχιζε ακόμη, οι βοσκοί όλο και πιο συχνά βοσκούσαν στις καλαμιές τα κοπαδοπρόβατά τους, που τα κατέβαζαν ως τις παρυφές του χωριού  να αρμυριστούν, επειδή, την περιόδο αυτήν ξεκινούσε η μαρκάλα που κρατούσε μέχρι και είκοσι ολάκερες μέρες. Στο διάστημα αυτό, άρμεγαν ακόμα τις προβατίνες πρωί και βράδυ. Ύστερα το γάλα στέρευε και το άρμεγμα γινόταν μια φορά το απόγεμα, ώσπου λίγο-λίγο το σταματούσαν ολότελα.
Και έρχονταν ο καιρός που οι μέρες ψύχραιναν και οι βοσκοί άφηναν τα καλοκαιρινά τους στέκια στα βοσκοτόπια και επέστρεφαν με τα κοπάδια τους στο χωριό για να δώσουν στα πρόβατά τους σκεπή νυχτιάτικα στα μαντριά.  Σημάδι ότι για τα καλά μπήκε το φθινόπωρο και που αυτό θα πει ότι γοργά έρχεται και ο χειμώνας.  Τα ξεραμένα χόρτα που απέμειναν από το καλοκαίρι και τα σάπια φύλλα μύριζαν βροχή.  Οι καλαμιές βρεγμένες λάμπανε στο σκοτάδι.
Αυτό το γνώριζαν οι τσελιγγάδες που από νωρίς προμηθευόταν την ταΐ των ζωντανών όπως βαμβακόπιτα, κριθαρογιαρμά, καλαμπόκι και χορτονομή, για να μπορούν ν' αντιμετωπίζουν τις όποιες καιρικές δυσκολίες του χειμώνα.  Κι' έφτανε  η παραμονή των Χριστουγέννων, κι' έσφιγγε το κρύο, και ξεκίναγε η γέννα των προβάτων.
Τις παγερές αξημέρωτες νύχτες του χειμώνα, η γέννα των προβάτων διαρκούσε είκοσι ακέρια ημερόνυχτα. Όλο αυτό το διάστημα στα μαντριά επικρατούσε μεγάλη ταραχή. Άκουγες λογιών-λογιών βελάσματα. Βελάσματα σπαραχτικά γεννησιμιού, βελάσματα μαναριών και αρνιών που απολυμένα έτρεχαν αλαφιασμένα, βελάζοντας γύρω απ' τις γαλάρες μέχρις ότου το καθένα βρει τη μάννα του και βυζάξει.  Μέσα στο μαντρί γλιστερή λάσπη είχε καταλάβει τα πάντα.  Όλοι οι τσομπάνηδες από την κορφή μέχρι τα νύχια, ήταν βουτηγμένοι στις λάσπες, πηγαινοέρχοναν στο μαντρί προσπαθώντας κάτι να κάνουν.
Κι εκεί που λίγο νωρίτερα γινότανε μέγας πανζουρλισμός και συνωστισμός, τώρα που καταλάγιαζαν, επικρατούσε η σιωπή των αμνών. Έβλεπες που γλυκοβύζαιναν τ' αρνιά κουνώντας την ουρά τους, και οι προβατομάνες στοργικά έγλυφαν τα ραχιά τους. Και τότες σαν τα πρόσεχες διέκρινες πως είχαν καμάρι τα πρόβατα, καμάρι και τ' αρνιά τους.
Έτσι περνούσε ο καιρός που σαν έφτανε στα μέσα του Φλεβάρη, οι κρεατέμποροι επισκέπτονταν τα μαντριά. Έβλεπαν τ' αρνιά, εκτιμούσαν το βάρος τους, τα παζάρευαν και συγχρόνως τα καπάρωναν.  Μαρτυρικά κατέφθαναν τα συνεργεία των σφαχτάδων.
Οι μακελάρηδες, γδάρτες και χασάπηδες, έπιαναν ένα-ένα τ' αρνιά κι' έκοβαν το λαρύγγι του λαιμού. Ύστερα με το φυσερό απ' το πισινό πόδι τα φούσκωναν, τα χτυπούσαν με τις παλάμες των χεριών και καθώς ήταν έτσι τουμπανισμένα τα έγδερναν, πετώντας πίσω τους τις αρνοπροβιές. Έπειτα τα ξεκοίλιαζαν, έβγαζαν τα σωθικά, αντράδες και σκωταριές, τα κρεμούσαν απ' τα πισινά τους ποδάρια στα καρφιά τα μπηγμένα στις γκριντιές του μαντριού - σταλοβολούσε το αίμα απ' τις μουτσούνες - τα ζύγιαζαν, τα φόρτωναν σε όχημα και τα μετέφεραν στην αγορά του Μοδιάνου για πώληση.
Βράδυ-βράδυ της ίδιας κιόλας μέρας ξεκινούσε το άρμεγμα των γαλαριών, μέσα σ' ένα πανζουρλισμό βελασμάτων και ποδοβολητών, ψάχνοντας αλαφιασμένες τ' αρνιά τους, οσμιζόμενες συγχρόνως τα νωπά αίματα, μέσα σ' εκείνη την σπιρτόζα απ' το κάτουρο μυρωδιά της μισοσαπισμένης και πατημένης χορτονομής του μαντριού. Όμως τα λυπημένα πρόβατα γρήγορα λησμόναγαν τ' αρνιά τους. Όπως γρήγορα ξεχνούσαν και οι βοσκοί τις όποιες δυσκολίες του μακρόσυρτου χειμώνα, καθώς πρόβαλε μπροστά τους η άνοιξη με όλα τα καλά της.
Απριλιάτικα οι τσοπαναραίοι κολοκούρευαν τα πρόβατα και μετά τη Λαμπρή τα κούρευαν ολόσωμα γιατί έπιαναν οι ζεστές μέρες.
Πότε ζέστες, πότε χιόνια, αέρηδες, βροχές, παγετοί, χώρια οι ξαγρύπνιες και τα καθημερινά παιδέματα. 
 Όντως δύσκολη η τσοπάνικη ζωή. Χρόνο καιρό δεν έχει ησυχασμό, όλο με κάτι καταγίνεται. Να τα κουρέψει, να τα σκαρίσει, να τα βοσκίσει, το πρωί να τ' αρμέξει, να τα βάλει στο τσαρδάκι να δροσιστούν.
Το απόγευμα πάλι να τ' αρμέξει, να τα σκαρίσει για να βοσκήσουν όλη τη νύχτα και να ξαγρυπνήσει μαζί τους.  Ξαγρύπνιες και βάσανα.  Παιδέματα καθημερινά, χειμώνα-καλοκαίρι.  Πότε με τη ζέστη και πότε με βροχές, τα κρύα, τα χιόνια, τους αέρηδες. Χώρια οι άλλες σκοτούρες, να τ' αρμυρίσεις, να τα ποτίσεις και στον καιρό της γέννας να ξαγρυπνάς μες το μαντρί με το γκαζολύχναρο να δεις πόσες προβατίνες γέννησαν κι αν είναι όλα ζωντανά και όλα τους βυζαίνουν. Με τέτοιες αγωνίες, ένταση και σκοτούρες έκλεινε ο κτηνοτροφικός κύκλος που αν και κουραστικός είχε τα οικονομικά οφέλη απ' το πούλημα των αρνιών, των μαλλιών, του γάλακτος, για να μπορούν οι χωριανοί να συντηρούν τις φαμίλιες τους.
Τώρα εκείνη η εποχή της κτηνοτροφικής ακμής ανήκει στο παρελθόν και μόνο σαν όνειρο την αναθυμούνται οι παλιοί. Σήμερα δεν βλέπεις πολλά κοπάδια αλλά μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Ίσως αυτά που σήμερα γράφω να φαντάζουν εικόνες απόμακρες. Όμως εγώ πιστός στις παραδόσεις του χωριού θα τις καταγράψω, μόνο και μόνο για να δώσω αφορμή στους γεροντότερους να τα θυμηθούν, στους μεσήλικες να προβληματιστούν και οι νεότεροι να ευαισθητοποιηθούν γιατί απ' αυτούς έλειψε ολότελα η επαφή με την παράδοση.
Περήφανος λοιπόν για τον τόπο στολίδι που επέλεξαν οι χωριανοί μου θα καταγράφω, όσο ανασαίνω, τις παραδόσεις τους. Μπορεί αυτό που κάνω να ναι κουραστικό, όμως στο τέλος ο όποιος κόπος που απομένει αξίζει τον κόπο.