Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΣΙΔΕΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ



Αν ήταν μπορετό να κοιτάξουμε κατάματα το χρόνο, θα βλέπαμε τις ρίζες ετούτου του τόπου να χάνονται μέσα στη θολούρα και στην ομίχλη του αλαργινού χθες.

Η Ξυλόπολή μας, ως γεωγραφικός χώρος και ως ανθρώπινο δυναμικό, στο διάβα της μέσα από τα δύσβατα και πολλές φορές επικίνδυνα μονοπάτια του άχρονου χρόνου, διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Ο σιδεράς
Ο μπάρμπα-Μήτσος, ντόπιος τεχνίτης, αυτοδίδακτος είχε στήσει το κονάκι του στο δρόμο προς τον Άη Γιώργη.  Σαν πέθανε, άφησε ένα παλιό αμόνι και μια χιλιομπαλωμένη φυσούνα στο γιο του Σταμάτη.

Αυτός όμως δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει όλους τους κατοίκους. Γι’ αυτό προσέλαβε σαν υπάλληλο και αργότερο σαν συνέταιρο τον μπάρμπα Θανάση.

 Ύστερα από κάμποσα χρόνια όμως ο καθένας έστησε το δικό του εργαστήριο.

Και οι δύο τους ντόπιοι τεχνίτες είχαν στήσει τα κονάκια τους δίχως μελέτες, δίχως σχέδια, δίχως εγκρίσεις.  Μελετητές, μηχανικοί, αρχιτέκτονες και ελεγκτές ήταν το ένστικτο και η αλάθητη εμπειρία τους.

Στη διαδρομή για τον Αη Γιώργη πρώτα συναντούσες το σιδεράδικο του μπάρμπα-Θανάση του Δέκου και λίγο πιο κάτω του μπάρμπα-Σταμάτη του Μπεκιάρη, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το επάγγελμα του σιδερά για μια ολόκληρη ζωή.
Το σιδηρουργείο

Για αρκετά χρόνια ήταν οι μοναδικοί σιδηρουργοί του χωριού· τους διέκρινε η άψογη συνεργασία. Το 1922 εγκαταστάθηκε στο χωριό και άλλος σιδηρουργός, ο Κυριάκος Τσόγκαρλης, ο οποίος εκτός από το σύγχρονο σιδηρουργείο έφερε και νέα σχέδια, που για χρόνια κοσμούσαν αντικείμενα και φράκτες στα μικρασιατικά παράλια.   Έστησε το εργαστήρι του στην πλατεία του χωριού.  Αλλά σε λίγα χρόνια εγκατέλειψε το χωριό.

Διασχίζοντας το δρόμο από την πλατεία μέχρι τον Αη Γιώργη έβλεπες το γνήσιο,  Ξυλοπολίτικο σπίτι και  επαγγέλματα που σήμερα έχουν χαθεί. Παλιά όμως λειτουργούσαν στα πλαϊνά του δρόμου με τα παραδοσιακά εργαλεία.

Ο δρόμος ήταν πλακόστρωτος (καλντερίμι), στολισμένος αραιά και πού με μερικές σβουνιές.

Τα σπίτια του πέτρινα, με στέγες από κεραμίδι.  Είχαν συγκεντρωθεί εδώ σ’ αυτόν το δρόμο πηγάδια (μπουνάρια), το σαμαράδικο του μπάρμπα-Νίκου, τα δύο σιδεράδικα, το μπακάλικο του Βαγγέλη και στο τέρμα του βρισκόταν ο Άγιος Γεώργιος.  Από τα ψηλώματα του δρόμου, όπου το μάτι διαπερνούσε τα αυλοντούβαρα, έβλεπες διάσπαρτα στις αυλές οικιακά σκεύη, όπως πήλινα τσουκάλια,  τσαντίλες που στράγγιζαν το τυρί, χειρόμυλους για το άλεσμα του σιταριού, ακόμα έβλεπες το εργαστήρι με τον αργαλειό, την ανέμη, το αδράχτι κ.ά.  Εδώ βρισκόταν ο υπαίθριος φούρνος και το καζάνι, αλλά και τα γεωργικά εργαλεία, όπως το αλέτρι, ο ζυγός, κ.α. 

Στην εποχή του ο σιδηρουργός ενέπνεε σεβασμό. Θεωρούνταν η τέχνη του συχνά υπερφυσική ή μαγική και η κοινωνική του θέση ήταν πάντοτε ξεχωριστή.

Οι προλήψεις αυτές είχαν την πηγή τους ίσως στην πρωτόγονη αντίληψη ότι ο σιδηρουργός, που χρησιμοποιούσε τα τρία θεμελιώδη στοιχεία: την φωτιά (στο καμίνι), τον αέρα (στο φυσερό) και το νερό (για την βάπτιση του σφυρηλατημένου αντικειμένου), τα είχε υποτάξει στην υπηρεσία του μέσω συμφωνίας με σκοτεινές και επίφοβες δυνάμεις.

Σε πολλές παραδόσεις βρίσκεται ο μύθος του μάγου σιδηρουργού, που ξαναδίνει τα νιάτα στους ανθρώπους με τη φωτιά ή με το χτύπημα του σφυριού του στο αμόνι ή με το νερό.

Πολλές μυθολογίες επίσης παρουσιάζουν το δημιουργό του κόσμου σαν σιδηρουργό.

Ξεχωριστή θέση κατέχει στην Ελληνική μυθολογία ο θεός Ήφαιστος, προσωποποίηση της εφευρετικότητας και προστάτης κάθε σιδηρουργού.

Το επάγγελμα του σιδερά ήταν παράδοση και στις δύο οικογένειες.  Η δουλειά βέβαια ήταν επίπονη και σκληρή. Χρειαζόταν δύναμη, αντοχή αλλά και τέχνη.  Έπρεπε το χέρι σου να πιάνει, αλλά και να έχεις αντίληψη.  Δεν έπρεπε μόνο να ξέρεις να πάρεις τα μέτρα σωστά για να κόψεις το σίδερο και να φτιάξεις κάτι, έπρεπε να κάνεις το καλούπι καλά και το σχέδιο.  Μετά έπρεπε να το ατσαλώσεις και να το βάψεις.

Όλα αυτά τα έκαναν πρακτικά.   Τότε όλα γίνονταν στο χέρι, δεν έρχονταν έτοιμα όπως σήμερα.  Ήταν όλα χειροποίητα, γι’ αυτό και πιο γερά.  Για να μαλακώσουν οι σιδεράδες το σίδερο και να μπορέσουν να το δουλέψουν χρησιμοποιούσαν τη φωτιά.  Καύσιμη ύλη ήταν το κάρβουνο, πλούσιο σε θερμίδες, που επέτρεπε τη θέρμανση των μετάλλων σε πολύ υψηλή θερμοκρασία.  Άναβαν λοιπόν φωτιά στο καμίνι - χρησιμοποιούσαν κάρβουνα - και τοποθετούσαν πάνω της το κομμάτι το σίδερο που έπρεπε να επεξεργαστούν.  Μ’ ένα ειδικό εργαλείο, το φυσερό, έδιναν αέρα στο καμίνι και διατηρούσαν τη φωτιά ζωντανή. Στη συνέχεια έπαιρναν με τις ειδικές μασιές το ζεστό σίδερο από το καμίνι και χρησιμοποιώντας το αμόνι και το βαριοκόπο του έδιναν τη μορφή και το σχήμα που ήθελαν. Μετά  αυτό που έφτιαχναν έπρεπε να το ατσαλώσουν με βράσεις και τέλος να το βάψουν. Έπρεπε όμως ο μάστορας να έχει γνώσεις και να είναι προσεχτικός, γιατί άλλα ατσάλια βάφονταν στον αέρα και άλλα στο νερό.

Οι απλοί άνθρωποι, που έμαθαν να επεξεργάζονται τα υπάρχοντα υλικά μεταμορφώνοντάς τα σε χρήσιμα αντικείμενα, είναι δημιουργοί. «Η φύση στένεψε τον απλό άνθρωπο να βρει το θεμελιακό, το απαραίτητο στη φυσική και πνευματική του ζωή». (Δ. Πικιώνης)

Χειριζόμενοι οι ίδιοι τα εργαλεία τους και εφευρίσκοντας ακόμη μερικά μοχθούσαν ώστε όχι μόνο να κατασκευάσουν κάτι, αλλά να το επιμεληθούν, να το στολίσουν, να το συνθέσουν.

Αυτοί ο ντόπιοι μάστορες, οι απλοί άνθρωποι που έκρυβαν μέσα τους μνήμες και κληρονομιές του παρελθόντος, συνέβαλαν στο να διατηρηθούν και να μεταφερθούν παραδοσιακά στοιχεία στα αντικείμενα που δημιουργούσαν. Οι μοναδικής αρμονίας και καλαισθησίας συνθέσεις τους αντανακλούσαν το μεράκι για την τέχνη τους.

Τα πρώτα χρόνια το μεροκάματο ήταν πάντα μικρό και το καρβέλι έβγαινε με το ζόρι.  Βέβαια τότε ήταν και οι καιροί δύσκολοι. Υπήρχε ανεργία και ο κόσμος πείναγε.  Ίσα-ίσα  έφτανε να ταΐσουνε τις οικογένειες.

Η δουλειά ήταν δύσκολη και χρειαζόταν τέχνη.  Έπρεπε να είναι προσεχτικοί και συνεπείς στη δουλειά τους.  Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν γνωστοί σε όλα τα περίχωρα και η πελατεία μεγάλωσε.  Όλα τα γύρω χωριά έγιναν πελάτες των δύο σιδηρουργών και οι δουλειές πήγαιναν καλά. Το μεροκάματο έβγαινε και με το παραπάνω. Είχαν πελάτες από τη Νικόπολη, από το Βερτίσκο, το Ίσωμα κ.α.

Από την αυγή μέχρι που έπαιρνε να βραδιάζει, μπορούσες να ακούσεις από αρκετή απόσταση τον ήχο του σφυριού πότε πάνω στ’ αμόνι του μπάρμπα-Θανάση και πότε στου μπάρμπα-Σταμάτη. Χτυπούσαν αδιάκοπα, μια στο πυρακτωμένο σίδερο, για να του δώσουν το σχήμα που έπρεπε, μια στο αμόνι για να πάρει «ανάσα» και να «ζυγίσουν» με το έμπειρο μάτι τους το σημείο που θα ξαναχτυπούσαν.  Η φωτιά, που τη «συντηρούσαν» με το φυσερό, πάντα αναμμένη, για να πυρακτώνει τα σίδερα και δίπλα στο αμόνι το λεβέτι με το νερό για να σβήνουν το έτοιμο πια σιδερικό εργαλείο.  Στα λίγα τετραγωνικά που είχαν στη διάθεσή τους, έβλεπες στοιβαγμένα λογής-λογής εργαλεία.  Άλλα έτοιμα και άλλα «τραυματισμένα» που περίμεναν τη σειρά τους για να επισκευαστούν.  Όλα σιδερένια. Αλέτρια μονά και διπλά, Κασμάδες, Αξίνες και Δρεπάνια, Κόσες, Ψαλίδια, Κλαδευτήρια, Φαλτσέτες και ότι άλλο εργαλείο χρησιμοποιούσαν οι αγρότες στις δουλειές τους.

Τα μικρά αυτά «εργοστάσια» ήταν όλο το χρόνο ανοιχτά, από την αυγή μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, πολλές φορές.  Οι δύο σιδηρουργοί καλοκάγαθοι άνθρωποι, μειλίχιοι και λιγομίλητοι. Δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν κανέναν, δεν «ψευτολογούσαν» στη δουλειά τους, δεν εκμεταλλευότανε. Παιδιά των Βαλκανικών πολέμων κι αυτοί, ήξεραν από φτώχεια και από κόπο.

Kάθε χρόνο οι γεωργοί, προτού αρχίσουν τ’ όργωμα και τη σπορά, πήγαιναν «το ενί» σ’ έναν από τους δύο να τ’ ατσαλώσει και να το παραξύσει, για να πιάνει καλά στην αυλακιά.

Στην περίπτωση αυτή τ’ ατσάλωμα είχε διαφορετική έννοια. O σιδηρουργός δεν ακολουθούσε την τακτική αυτή που το πρωτοέφτιαχνε, αλλά για να το δυναμώσει πυρώνοντας στο καμίνι πρόσθετε κομμάτι σίδερο, πυρωμένο και αυτό, και χτυπώντας τα και τα δύο επάνω στ’ αμόνι με τη βαριά αυτά κολλούσαν. Aπό εκεί βγήκε και η παροιμία «στη βράση κολλάει το σίδερο». Mετά τ’ ατσάλωμα αυτό, το «παράξυνε» έκανε δηλ. την μπροστινή του άκρη πολλή μυτερή για να σκίζει εύκολα τη γη. T’ ατσάλωμα και το παράξυσμα του υνιού δεν γινόταν μόνο προτού αρχίσουν τ’ όργωμα και τη σπορά, αλλά και κατά τη διάρκεια των ανωτέρω εργασιών, όταν τα χωράφια ήταν ακαλλιέργητα και οι πέτρες και τα λιθάρια κατέτρωγαν την άκρη του υνιού και δυσκολευόταν ν’ ανοίξει την αυλακιά.  Τότε ο γεωργός, διακόπτοντας το όργωμα, το πήγαινε στο γνωστό του μάστορα για να διορθώσει τη βλάβη ατσαλώνοντας και παραξύνοντάς το.

Απαραίτητα εργαλεία σε ένα σιδηρουργείο ήταν ο κλίβανος, ο άκμων, ο φυσητήρας, οι χοάνες (για τη χύτευση του μετάλλου) και τα σφυριά.

Γενικά η εργασία των σιδηρουργών θεωρούνταν επικίνδυνη και ανθυγιεινή, αφού υπήρχε πάντα κίνδυνος πυρκαγιάς, λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών που αναπτύσσονταν.

Για να φτιάξουν τα σχέδια τις περισσότερες φορές αυτοσχεδίαζαν και χρησιμοποιούσα καλούπια. Όσο πιο περίπλοκο και δύσκολο ήταν το σχέδιο που έπρεπε να φτιάξουν, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η αμοιβή τους. Το επάγγελμα βρισκόταν σε πλήρη άνθηση τη δεκαετία του ‘50.  Ήταν δουλειά επίπονη και απαιτούσε γερά «μπράτσα».  Αφού θερμαινόταν στο καμίνι με τη βοήθεια σφυριών άρχιζε η σφυρηλάτησή του σιδήρου  Έτσι έπαιρνε την επιθυμητή μορφή.

Οι σφυρηλατημένες αυτές σιδεριές είχανε ενώσεις με περτσίνια ή με μικρά κολάρα.  Με την είσοδο της ηλεκτροκόλλησης δόθηκε η χαριστική βολή στα παλαιά διακοσμητικά μοτίβα, όπου κυριαρχούσαν οι λυγερές καμπύλες.

Σήμερα, δυστυχώς, δεν μπορούμε να  βρούμε τον μπάρμπα-Θανάση και τον μπάρμπα-Σταμάτη και να τους ζητήσουμε να μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους από τα χρόνια εκείνα της δουλειάς  τους, καθώς  και οι δύο εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο. 
Γούγος Σταμάτης - Μπεκιάρης Σταμάτης


Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΤΣΑΓΚΑΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Η πολεοδομική δομή της Ξυλόπολης αντικατοπτρίζει την οικιστική προέλευση και την κοινωνική διαφοροποίηση των κατοίκων. Οι κατοικίες ήταν συνήθως διώροφες ή μονώροφες και λιθόκτιστες,  είχαν μικρές αυλές, ενώ οι βασικοί δρόμοι του οικισμού, τα καλντερίμια, οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία.

Συνεχίζοντας την «ιχνηλάτηση» της πανέμορφης αυτής περιοχής, προτού πάρουμε το κεντρικό καλτνερίμι που μας οδηγεί στον Άη Γιώργη από την κορυφή της πλατείας, ήμασταν αντιμέτωποι με τα δύο τσαγκαράδικα του μπάρμπα-Μανόλη Δανιηλίδη και του μπάρμπα-Κώστα Βαρσάνη.

Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία έβαλε στο περιθώριο την παραδοσιακή τέχνη τους. Σήμερα το επάγγελμα του τσαγκάρη έχει αντικατασταθεί  από σύγχρονες μηχανές.

Μέχρι τις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα οι Ξυλοπολίτες φορούσαν μόνο τσαρούχια, παπούτσια δεν υπήρχαν. Ο καθένας  τα δέρματα των  ζώων που έσφαζε δεν τα  πουλούσε. Κυρίως  τα τομάρια από τα χοιρινά  και τα μοσχάρια, που είναι πιο γερά, τα βάζανε μέσα σε αλάτι και ξεραίνονταν. Έπειτα τα βάζανε  στα αχούρια  τους, πάνω σε δοκάρια τεντωμένα και, όταν θέλανε να κάνουν τσαρούχια, έκοβαν ένα μέρος. Το  μούσκευαν και με πολύ μεράκι το τρυπούσαν με  ειδικά σουβλιά (σακοράφες).  Απ’ το ίδιο δέρμα έκοβαν και ψιλές  λουρίδες, σαν κορδόνια  για το ράψιμο των τσαρουχιών. Μερικοί, για να φαίνονται πιο όμορφα, τα στόλιζαν με μια φούντα.

Τα τσαρούχια, που ήταν σκληρά και ανθεκτικά, τα φορούσαν κατά τις επίσημες ημέρες, ενώ στις καθημερινές τους ασχολίες φορούσαν τις γαλότσες.

Στη συνέχεια επικράτησαν τα παπούτσια, τα οποία κατασκευάζονταν από τους ίδιους τεχνίτες. Αναπτύχθηκαν λοιπόν τα δύο τσαγκαράδικα που έφτιαχναν παπούτσια. Οι κατασκευαστές των παπουτσιών αυτών ονομάζονταν τσαγκάρηδες.

Ο μπάρμπα-Μήτσος  είχε το τσαγκαράδικο στην άκρη της πλατείας, κοντά στο μπακάλικο του μπάρμπα-Γιάννη, ενώ ο μπάρμπα-Μανώλης απέναντι, πάνω στο δρόμο προς την εκκλησία. Μεταξύ τους μεσολαβούσε το μεγάλο πηγάδι και η καρυδιά, τα οποία κατάπιε η παιδική χαρά.   Σφυριά, φαλτσέτες και ροδέλες ξεφούμερναν γύρω-γύρω τη σόλα. Βαφές, καμινέτα, κεριά, καλαπόδια που πάνω σε αυτά γινόταν το παπούτσι. «Βγάζανε το σχέδιο σε χαρτί, σύμφωνα με τα σχέδια του καλαποδιού, κάνανε τη στάμπα, κόβανε το δέρμα, το ράβανε στη μηχανή κι αφού κάνανε το φόντι, αρχίζανε τη δουλειά του πάγκου. Το παπούτσι γινόταν με τα πετσιά και τα καλαπόδια. Δέρματα αδιάβροχα απέξω και κατσικίσια για τις φόδρες. Είχανε ειδικές τανάλιες, άλλες για το μοντάρισμα, άλλες για το πόντισμα, άλλες για τα πλάγια. Την κόλλα που κολλάγανε το φόντι τη φτιάχνανε από αλεύρι. Ως τότε τα παπούτσια ήταν ραφτά. Το πρώτο ράψιμο γινόταν στο βάρδουλο. Για να ραφτεί ένα παπούτσι στο πρώτο ράψιμο ήθελε πάνω από μισή ώρα το καθένα.  Ένα ζευγάρι ήθελε 4 ώρες για το ράψιμο. Ο καλός μάστορας έφτιαχνε ένα ζευγάρι παπούτσια την ημέρα».


Στα μικρά μαγαζάκια είχαν δείγματα της δουλειάς τους που τα επιδείκνυαν με καμάρι.  Ξεδίπλωναν τα μαλακά δέρματα που χρησιμοποιούσαν, μιλούσαν για τις χρωματικές επιλογές, μαύρο, καφέ, καφέ σκούρο.
Η συνεισφορά του επαγγέλματος του τσαγκάρη ήταν σημαντική, αν ληφθούν υπόψιν τα δεδομένα της εποχής, η περιορισμένη οικονομική δυνατότητα των αγροτών, που άφηνε μόνο το περιθώριο επιδιόρθωσης των φθαρμένων τσαρουχιών, απαραίτητων για τη διεξαγωγή γεωργικών εργασιών.

Ο παραδοσιακός τσαγκάρης ανάλωνε τον περισσότερο χρόνο του στην επιδιόρθωσή των τσαρουχιών, εφόσον οι κάτοικοι του χωριού τα χρησιμοποιούσαν καθημερινά, στις αγροτικές τους δραστηριότητες. Επιπλέον, οι κάτοικοι της Ξυλόπολης μεριμνούσαν για την καλή κατάσταση των παπουτσιών τους και γενικά των υποδημάτων τους, κυρίως την περίοδο των εορτών, όπως το Πάσχα. Κυρίως τα παπούτσια έπρεπε να είναι περιποιημένα, γιατί αποτελούσαν μέρος της παραδοσιακής τους ενδυμασίας.

Ο τσαγκάρης αναλάμβανε εκτός από την επιδιόρθωση, το βάψιμο και το γυάλισμα, αλλά και την κατασκευή υποδημάτων.

Οι Ξυλοπολίτες ήταν πάντα άνθρωποι συνεσταλμένοι και επιφυλακτικοί στις εκδηλώσεις των εθίμων τους.  Τόσο που σιγά-σιγά τα περισσότερα ήθη και έθιμά τους αργοέσβησαν.  Η γκάϊντα, ο ζουρνάς, το νταούλι, οι χοροί, τα τραγούδια, τα γλέντια τις γιορτές στην πλατεία έσβησαν και μαζί τους και τα επαγγέλματα που άνθιζαν για αιώνες.
Τα εργαλεία του τσαγκάρη.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΣΑΜΑΡΟΠΟΙΟΙ (ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΙ) ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ



Η περιπλάνηση στην παλιά Ξυλόπολη δεν είναι μόνο μια παράθεση γεγονότων και καταστάσεων, αλλά και μια γνωριμία με τους ανθρώπους, τα επαγγέλματά τους, τη δουλειά, το μόχθο, τη διασκέδαση και τις άλλες ασχολίες τους.  Μια παρουσίαση της συμπεριφοράς και των χαρακτήρων των ανθρώπων της εποχής, των μέσων επικοινωνίας και συγκοινωνίας, των πανηγύρεων και όλων εκείνων που συνέθεταν ένα κόσμο διαφορετικό από το σημερινό, τόσο όμως αυθεντικό και αληθινό. Χρόνια νοσταλγικά, αλλά και οικονομικά δύσκολα, και για τους αγρότες τυραννικά φορτωμένα από το μόχθο της δουλειάς, τον ιδρώτα, την αγωνία για το αύριο. Και όχι από εισηγήσεις παλαιοτέρων, αλλά σκαλίζοντας τη μνήμη μου, μεταφέρω στο χαρτί τις δικές μου προσωπικές εμπειρίες, με τη γνώση ότι κάτι δεν είπα, κάτι παρέλειψα.

Θα σας μεταφέρω νοερά σε μια άλλη εποχή, πριν από 40 - 50 περίπου χρόνια. Τότε που με τα μάτια και το μυαλό νεαρού μαθητή αποτύπωσα γεγονότα και καταστάσεις, τόσο διαφορετικές από σήμερα. Με τη νοσταλγία του χθες ας περιπλανηθούμε για λίγο μαζί στην παλιά Ξυλόπολη, μεταφέροντας εδώ όσα θυμάμαι από επαγγέλματα, ανθρώπινους χαρακτήρες και όμορφες εικόνες, σαν ανάμνηση μιας εποχής που είχε πολλά και διαφορετικά, έτσι όπως αυτή μας τα παρέδωσε.

Η Ξυλόπολη είχε το προνόμιο να έχει στους  κόλπους  της  τε­χνίτες και επαγγελματίες κάθε ειδικότητας.  Είχε τέτοιο αξιόλογο και πολυποίκιλο δυ­ναμικό, που κανένα από τα γύρω της χωριά δεν διέθετε. Θα προσπαθήσω να   δώσω   μια   αμυδρή   εικόνα   των όσων πιο πάνω ισχυρίζομαι.  Και τού­το για να δώσω την ευκαιρία στους νέους μας να καταλάβουν, όσο αυτό επιτρέπει η σύγχρονη τεχνολογία, τι πρόσφεραν   οι   παππούδες   μας.   Τι ήταν εκείνο που διαφοροποιούσε το χωριό μας από όλα τα γύρω χωριά.

Ο τόπος φτωχός.          Όμως παρά τα δυσμενή αυτά στοιχεία η Ξυλόπολη έσφυζε από κίνηση και ζωή.  Ήταν εν πάση περιπτώσει σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από όλα τα γύρω χωριά.  Αυτό το χρωστούσε στα παιδιά της, στους υπέρο­χους τεχνίτες, στους ευ­συνείδητους επαγγελμα­τίες και εργάτες που διέθετε.    

Ας σημειώσουμε τέλος ότι πολλά από τα επαγγέλματα που αναφέρο­νται, σήμερα δεν υπάρχουν.  Τα κα­τάπιε η πρόοδος της τεχνολογίας.

Καιρός όμως είναι ν' αρχίσουμε την καταγραφή των τεχνιτών και των επαγγελματιών εκείνης της φτωχής μεν, αλλά ωραίας εποχής.

Θυμάμαι τους σαμαράδες (σαγματοποιούς).  Μεγάλη  υπηρεσία  πρόσφεραν  στο   χωριό   μας   ο μπάρμπα-Νίκος αλλά και ο μπάρμπα-Κώστας (Ντίνας).   Και οι δυο τους ήταν δεξιοτέχνες, καλλιτέχνες στη δουλειά τους και διακρίνονταν για την καλο­σύνη  και την ανθρωπιά τους. 

Την τέχνη κληρονόμησαν ο μπάρμπα Νίκος από τον Νώττα Αναστάσιο (μπάρμπα Τάσο), ενώ ο μπάρμπα Κώστας μαθήτευσε δίπλα στον Ιωσήφ Τοπάλη, που είχε το σαμαράδικο στην πλατεία.

Η πελατεία τους απλωνόταν σ’ όλα τα γύρω χωριά, Βερτίσκο, Νικόπολη, Ράβνα, Θεοδόσια κ.α.  Ήταν τόσο καλοί στη δουλειά τους, ώστε η πελατεία τους ημέρα με την ημέρα γινόταν μεγαλύτερη.     
Ερείπια απο το σαμαράδικο του Ντίνα.
Όταν κατέφθαναν οι πελάτες των γύρω χωριών, πάρκαραν τα γαϊδουράκια έξω από τα σαμαράδικα και περίμεναν τη σειρά τους. Τα δύο σαμαράδικα βρισκόταν, του μπάρμπα-Νίκου στην κατηφόρα του Άη Γιώργη και του μπάρμπα-Ντίνα στον δρόμο για τον Τούρκικο μαχαλά.   Τα σαμαράδικα ήταν μικρά μαγαζιά που βρίσκονταν κοντά στα χάνια, για να εξυπηρετούνται οι ταξιδιώτες.  Εφάπτονταν του δρόμου και ήταν υπερυψωμένα γύρω στο 1,50 μέτρο.  Είχαν από την πλευρά του δρόμου μεγάλο ορθογώνιο παράθυρο και έτσι δημιουργούνταν η αίσθηση ότι οι πελάτες, ενώ κάθονται έξω, βρίσκονται μέσα σ’ αυτό.  Το δάπεδό τους ήταν ξύλινο, επειδή ο μάστορας δούλευε καθισμένος στο δάπεδο.

Εδώ γινόταν η κατασκευή και η επισκευή των σαμαριών. Το μέγεθος και το σχήμα τους εξαρτιόταν από το ζώο για το οποίο προοριζόταν. Ο νοικοκύρης ερχόταν την προηγούμενη με το ζώο του στο σαμαρά, ώστε ο σαμαράς να πάρει μέτρα στην πλάτη του συγκεκριμένου ζώου.

Ο σαμαράς δούλευε πάντοτε καθισμένος στο πάτωμα. Για εργαλεία χρησιμοποιούσε ξυλοφάγο, χειροκίνητο τρυπάνι, κόπανο (ξύλινο σφυρί), σκεπάρνι, τανάλια, λίμα, χοντρή βελόνα, σακοράφα και μια λεπτή βέργα (σαμαροπήχης), με την οποία έπαιρνε τα μέτρα του ζώου.

Η τοποθέτηση του σαμαριού πάνω στη ράχη του ζώου απαιτούσε προσοχή και επιδεξιότητα. Αφού το προσάρμοζαν καλά, το έδεναν στο πλάι και στην ουρά, ανάμεσα από τα σκέλια, με δερμάτινα λουριά και το έσφιγγαν μέχρι να στερεωθεί τέλεια.

Η κατασκευή του σάγματος περνούσε από έξι φάσεις και ολοκληρωνόταν σε τέσσερις μέρες περίπου.

Κατά την πρώτη φάση ο τεχνίτης έπαιρνε τα μέτρα του ζώου για το οποίο θα κατασκεύαζε το σαμάρι, το οποίο έπρεπε να είναι τέσσερα δάχτυλα μεγαλύτερο από τα πλευρά του ζώου («να έχει τέσσερα δάχτυλα αέρα») για να μην ενοχλεί το ζώο.

Στη συνέχεια έκοβε τα ξύλα στο απαραίτητο σχήμα για τη δημιουργία του σκελετού του σαμαριού (το ξύλινο μέρος). Στην τρίτη φάση γινόταν η συναρμολόγηση των ξύλων του σαμαριού: πρώτα στερεώνονταν τα κεντέκια - βάσεις που συνέδεαν το μπροστινό («νόμο») και το πίσω μέρος του σκελετού, στη συνέχεια τα «σκαρβέλια» ή «πλανέτες» που σταθεροποιούσαν και ενίσχυαν τη σύνδεση του «νόμου» με το πίσω μέρος του σκελετού. Οι πλανέτες προεξείχανε από το «νόμο» (στην πρόσθια όψη) και είχαν μια εγκοπή, όπου έδεναν τα φορτία, ενώ αντίστοιχη εγκοπή υπήρχε και στο πίσω μέρος του σαμαριού.
Τα εργαλεία του σαμαρά.
      Στην τέταρτη φάση έραβαν τον κετσέ (ύφασμα από κατσικότριχα που κάλυπτε εξωτερικά το σαμάρι) με το δέρμα, το στερέωναν στο σκελετό και το γέμιζαν με άχυρο (περισσότερο στην μπροστινή και πίσω πλευρά όπου έπεφτε το φορτίο και ελάχιστα στη μέση, για να μη βαραίνει στη ραχοκοκαλιά του ζώου). Στην πέμπτη φάση διακοσμούσαν το «νόμο» και το πίσω μέρος του σαμαριού με ξυλόγλυπτα σχέδια και τοποθετούσαν διάφορες χάντρες, καρφιά κ.α. και τέλος το έβαφαν.

Το επάγγελμα του σαμαρά, οικογενειακό κυρίως εκείνα τα χρόνια, θεωρούνταν από τα πιο προσοδοφόρα. Σήμερα, όχι μόνο δεν υπάρχουν σαμαράδες αλλά και τα μαγαζάκια γκρεμίστηκαν.   

Ο τεχνίτης έφτιαχνε και επιδιόρθωνε σαμάρια, καθώς και όμορφες διακοσμητικές κατασκευές. Τόσο η κατασκευή όσο και οι επιδιορθώσεις ήταν τέχνη δύσκολη. Το σαμάρι είναι όπως ένα ρούχο και πρέπει να εφαρμόζει τέλεια πάνω στο ζώο. Ένα καλό σαμάρι μπορεί να κρατήσει και πάνω από 15 χρόνια. Τα ζώα για να σαμαρωθούν πρέπει να έχουν κλείσει τα τρία χρόνια. Έως αυτή την περίοδο και όσο είναι πουλάρια ακολουθούν τα μεγαλύτερα ζώα όπου εργάζονται, έτσι ώστε να είναι έτοιμα για δουλειά, όταν μεγαλώσουν. Για να συνηθίσουν τα ζώα το σαμάρι, τους βάζουν στην αρχή πανιά ή κουβέρτες στη πλάτη , τα οποία τα δένουν με τριχιά κάτω από την κοιλιά. Οι παραγγελίες ποικίλουν και είναι θέμα συμφωνίας. Ο σαμαράς δεχόταν την παραγγελία στο μαγαζί,  έκλεινε την συμφωνία και έπαιρνε τα μέτρα.  Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που ψόφαγε κάποιο ζώο, ενώ είχε δοθεί η παραγγελία και ο πελάτης δεν πήγαινε να το πάρει. Στην περίπτωση αυτή ο σαμαράς δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει αλλού, μιας και τα μέτρα για το κάθε ζώο ήταν διαφορετικά.

Στην Ξυλόπολη (Λιγκοβάνη) που οι χωρικοί χάρηκαν, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, στιγμιαίες μόνο υποψίες ελευθερίας, ήταν όμως τίμιοι, ευγενικοί, φιλόπονοι, θαρραλέοι, πνευματώδεις και καλλιεργημένοι.  Δεν συναντούσες σε τούτο τον τόπο μίγμα περηφάνιας και ποταπότητας

Αυτή η Ξυλόπολη, αν προσπαθήσουμε να την περιγράψουμε ακριβώς, θα μας προσφέρει ζωηρές συγκινήσεις κατά τη διάρκεια της διαδρομής μας.
Σαμάρια

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΚΑΦΕΤΖΗΔΕΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ


Το συνηθισμένο κάδρο των καφενείων.

Η παραδεισένιας ομορφιάς Ξυλόπολη, προφυλαγμένη από το μικρό λόφο, βρίσκονταν λίγα μέτρα μακρύτερα από τον κεντρικό δρόμο που συνέδεε τις Σέρρες με τη Θεσσαλονίκη.   Ανηφορίζοντας το μικρό λοφάκι απολαμβάναμε το πανόραμα της πλατείας.

Δίπλα από την εθνική οδό, αριστερά στη βραχώδη  πλαγιά εξελισσόταν μια όμορφη λιθόστρωτη διαδρομή.  Περπατώντας μέσα σε περιβάλλον γεμάτο από γερασμένες ακακίες, που αρκούνταν στο λιγοστό χώμα του πετρώδη τόπου, φτάναμε στην πλατεία. Προσπαθούσαμε να σταθεροποιήσουμε την αναπνοή μας την ώρα που οι ηλιακτίνες ξεχύνονταν πάνω της και βλέπαμε πόσο υποδειγματικά  διατηρούσε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της και έδειχνε το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδό της. Άξιζε το περπάτημα στους φιδόσυρτους δρόμους που φάρδαιναν γύρω της αλλά προτού πάρουμε οποιαδήποτε κατεύθυνση σταματούσαμε στο καφενείο του «Μαρκεζίνη» για ένα καφέ, λίγη κουβέντα και μια απολαυστική ορατότητα που προσέδιδε η αμφιθεατρική του θέση.

Τα παλιά τα χρόνια, πριν εμφανιστεί η τηλεόραση, το καφενείο ήταν ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι του χωριού. Μετά τη δουλειά τους οι εργαζόμενοι, πρωί και απόγευμα οι χασομέρηδες, έπιαναν θέση στα μικρά τραπεζάκια του για να μάθουν τα νέα της ημέρας, να συναντήσουν τους φίλους τους, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέματα με όσους βρίσκονταν εκεί.

Από εκεί περνούσε τακτικότατα ο πρόεδρος του χωριού ή ο βουλευτής της περιφέρειας για να τον δουν και να δώσουν υποσχέσεις, ο παπάς για να συναντήσει το ποίμνιο που δεν έβλεπε στην εκκλησία, ο γεωπόνος για να συμβουλέψει, ο χωροφύλακας για να είναι μέσα στα πράγματα. Κάποιος μπορούσε πολύ εύκολα επίσης να διακρίνει τους πανταχού παρόντες ξερόλες που συμμετείχαν σε κάθε συζήτηση, τους κουτσομπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναμετέδιδαν κάθε είδηση ή φήμη, τους ήσυχους που κάθονταν στις άκρες και παρακολουθούσαν, καθώς και το χαζό του χωριού ή της περιοχής που όλοι τον πείραζαν, αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τα πειράγματα και πίστευε ό,τι του έλεγαν.

Οι θαμώνες παράγγελναν τον καφέ ή το ούζο τους και ήταν συνήθως εύκαιροι για μια γερή παρτίδα τάβλι ή για λίγο χαρτάκι και ο καφετζής δεν τους χαλούσε το χατίρι για ό,τι ζητούσαν. Πολλές φορές ένας καλός καυγάς άναβε τα αίματα και μάζευε και κόσμο από τους γύρω δρόμους, που έτρεχε εκεί για να μάθει τι συνέβη, ποιοι και γιατί μαλώνουνε και για να πάρει το μέρος του ενός ή του άλλου. Κάποιες φορές μάλιστα ήταν και ο ίδιος ο καφετζής που υποκινούσε το ξεκίνημα του καυγά, σκεπτόμενος ότι έτσι ίσως αυξανόταν η πελατεία

Το καφενείο του Μαρκεζίνη ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει.  Νύχτα ακόμη, μέσα στη βαρυχειμωνιά, ανηφόριζε από το σπίτι του για το καφενείο, ανοίγοντας δρόμο με τα φαρδύπατα παπούτσια του για μας τα μικρά που θα πηγαίναμε σχολείο. Το καφενείο δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο μερικά ξύλινα ράφια  τον πάγκο με τη γκαζιέρα, τα μπρίκια και τα φλιτζάνια. Με ψάθινες καρέκλες και ξύλινα τετράγωνα τραπέζια κι έναν άτσαλο Μαρκεζίνη.  Για θέρμανση είχε την ξυλόσομπα και ο φωτισμός του, πριν την ηλεκτροδότηση, γινόταν με λουξ.

Ο καφετζής έψηνε τους καφέδες και ετοίμαζε το μεζέ που συνόδευε το "καραφάκι" με το ούζο, στον ιδιαίτερο χώρο του, πίσω από τον ξύλινο πάγκο.  Στο μικρό μπαλκονάκι του Μαρκεζίνη δέσποζε εκείνο το ιστορικό παγκάκι που σώζεται μέχρι τις μέρες μας.

Τα παλιά όμως χρόνια οι μουσικοί του τόπου πρότειναν στους καφετζήδες να παίζουν στο καφενείο τους χωρίς καμιά αποζημίωση. Ο καφετζής δεν χρειαζόταν να το πολυσκεφτεί, γιατί δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες προετοιμασίες για να οργανωθεί το γλέντι. Μια επίσκεψη στο παντοπωλείο ήταν αρκετή, για να εφοδιαστεί το καφενείο με λουκούμια, φλόκες και βανίλια που χρειαζόταν. Τραπέζια δεν υπήρχε χρεία να βρεθούν, γιατί δεν είχαν καμιά χρησιμότητα. Το κοινό ήθελε μόνο καρέκλες ή εν ανάγκη πάγκους για να καθίσει και τίποτα περισσότερο. Έπαιρνε στο χέρι καθένας τη φλόκα του ή το αναψυκτικό του και απολάμβανε τα δρώμενα.

Σχεδόν κολλητά με το καφενείο του Μαρκεζίνη ήταν το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Άγγελου.  Έγινε καφετζής τα τελευταία χρόνια· υστερούσε από του Μαρκεζίνη ως προς τη θέα αλλά η καθαριότητά και οι μυρωδάτοι καφέδες του έχουν μείνει στην ιστορία.

Στην άλλη πλευρά της πλατείας απέναντι από του Μαρκεζίνη βρισκόταν χαμηλότερα το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Δαβίκου.  Το καφενείο ήταν λιθόκτιστο με δύο τεράστιες ξύλινες πολύφυλλες πόρτες στην πρόσοψη.  Δεν επέτρεπε όμως πανοραμική θέα προς την πλατεία. Στο εσωτερικό, δεξιά της εισόδου κυριαρχούσε ο τυπικός ξύλινος πάγκος που πλαισίωνε τον χώρο παρασκευής του καφέ, του ούζου και του μεζέ και αποτελούσε τον ιδιαίτερο χώρο του μπάρμπα-Δαβίκου. Η ιστορία του καφενείου, λόγω της θέσης του στην κεντρική πλατεία, ήταν στενά συνυφασμένη με την κοινωνική και πολιτική ζωή της Ξυλόπολης.

Θα επιστρέψουμε όμως στην αρχή της διαδρομής στον αυτοκινητόδρομο που συνέδεε την Θεσ/νίκη με τις Σέρρες και θα σταθμεύσουμε στα τρία καφενεία που πλαισίωναν τον δρόμο.  Διασημότερο όλων ήταν του μπάρμπα-Κώστα.   Το παραδοσιακό του στυλ ταξίδευε τους ντόπιους σε άλλες εποχές, σε άλλα ήθη. Εποχές όπου η διασκέδαση και η απόλαυση είχαν την αυθεντική τους έννοια.  Και όπου ευδοκιμούν αυτές οι έννοιες, ο πολιτισμός και η κουλτούρα βρίσκονται στο απόγειό τους. Ήταν οι εποχές που ο μπάρμπα-Κώστας, πρόσφυγας από το Κρούσοβο, προσέφερε απλόχερα τα φώτα του και άλλο χρώμα στον τρόπο παρασκευής γλυκών και κρασιών από τα δικά του αμπέλια. Το μικρό αυτό καφενεδάκι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μικρό ίχνος από την τεράστια ποιότητα και την αισθητική που μας δίδαξαν οι "ξεχασμένες" πατρίδες μας.

Η μυρωδιά των μεζέδων του φορτωμένη με μνήμες και η γεύση τους πληθωρική.  Αλλά και τόσο δεμένη με γνήσιες ελληνικές στιγμές απόλαυσης, όταν τα ζάρια επιτέλους έφερναν εξάρες και μία γουλιά αχνιστού καφέ ερχόταν να ολοκληρώσει την ευδαιμονία.

Στην ίδια πλευρά του αυτοκινητόδρομου και σε απόσταση περίπου πενήντα μέτρων ήταν το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Πασχάλη Μαράντου.  Όσο και αν προσπαθώ δεν μπορώ  να αποτυπώσω την ατμόσφαιρα πού επικρατούσε εκεί μέσα, η μνήμη μου με απατά, λες και κάποιος με είχε προειδοποιήσει, λέγοντας μου πώς αυτό το τόσο χαρακτηριστικό καφενείο θα υπέκυπτε στα κελεύσματα των καιρών και θα μετατρεπόταν σε λίγα χρόνια σε σύγχρονο καφέ μπαρ. Όποτε περνάω από κει, προσποιούμαι πώς ενδιαφέρομαι για τις κομψές τζαμαρίες και τα καθίσματα, αλλά στην πραγματικότητα προσπαθώ να κοιτάξω πίσω τους, ξαναφέρνοντας στη μνήμη μου τη μυρωδιά και τους φωτισμούς του παλιού καφενείου.

Από τα λίγα που επανέρχονται στη μνήμη μου ήταν και εκείνο το περίφημο γραμμόφωνο.  Ο ίδιος ήταν  πιο θερμόαιμος από τους θαμώνες, δεν καθόταν ποτέ, άλλά χόρευε ασταμάτητα.  Κοντά του άραζαν πάντα οι ντελικάτοι χορευτές.  Οι πιο πολλοί χόρευαν λες και πατούσαν σταφύλια. Υπήρχαν όμως και αρκετοί εξαίσιοι χορευτές που χόρευαν σεμνά και ταπεινά, έκαναν όμορφα και χαριτωμένα στριφογυρίσματα, λες και δεν πατούσαν στη γη. Πηδούσαν ζωηρά, έκαναν τσαλίμια, έτρεχαν μπρος-πίσω, σήκωναν ψαλίδια στον αέρα και γενικά ήθελαν ένα αλώνι για να εκτελέσουν τις χορογραφίες τους.   Στα τελευταία καθίσματα θρονιαζόντουσαν οι ηλικιωμένοι και όσοι δεν ήξεραν να χορεύουν.  Για μένα τα καφενεία του χωριού μου ήταν τα κέντρα λήψης αποφάσεων με παράθυρα που είχαν θέα προς τον καταπράσινο ορίζοντα και ωραία μαρμάρινα ή ξύλινα τραπεζάκια. Άλλα καφενεία είχαν χρώμα και γεύση τριαντάφυλλου, άλλα πράσινης μέντας, και άλλα ήταν κεχριμπαρένια και στο βάθος μοσχοβολούσαν καφέ και ούζο.

Υπήρχε ένας μόνιμος θόρυβος από ομιλίες, που έφτανε ως ένα ορισμένο ύψος και σε προστάτευε από τη σιωπή.

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου βρισκόταν το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Πασχάλη Τράκα. Οι θαμώνες του αφήνονταν απολαμβάνοντας γουλιά γουλιά τον καφέ, στο αξεδιάλυτο βουητό, αυτό το μοναδικό βουητό των αρχέγονων αυτοκινήτων και λεωφορείων που στάθμευαν μπροστά του, με τα ζάρια να κροταλίζουν στο τάβλι, νευρικά ή περιπαιχτικά, και τα πούλια να κροτούν θριαμβικά στο πλακωτό είτε να αμπαρώνουν και την τελευταία πόρτα στο εξάπορτο.

Τα καφενεία της Ξυλόπολης είναι κομμάτια από τα βιώματά μου που συνέλεξα στα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας και που τώρα έκρινα πως ήρθε η στιγμή να τα φέρω στην επιφάνεια.   Διασώζονται όμως στη μνήμη μου οι αφηγήσεις των γεροντοτέρων για τα άλλα δύο ιστορικά καφενεία του  Γιάννη Δούνδη και του Λάζαρου Πάτσου.  

Σκέφτομαι πως σχεδόν όλοι, όσοι αναφέρθηκαν, έχουν πεθάνει κι έτσι δεν θα μάθουν ποτέ ότι έχουν εγκλωβιστεί για πάντα στις σελίδες ενός βιβλίου.

Μετά από μια στάση στα παραδοσιακά καφενεία η σύντομη περιδιάβαση στα στενά δρομάκια της Ξυλόπολης μας φέρνει σε επαφή με άλλα επαγγέλματα, που στις μέρες μας έχουν εκλείψει.