Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

ΟΙ ΓΑΝΩΤΗΔΕΣ (ΚΑΛΑΪΤΖΗΔΕΣ) ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ


 
Ανηφορίζοντας το καλντερίμι από τον Αη Γιώργη προς την πλατεία, αντικρίζαμε στη βάση της το υπαίθριο κατάστημα του γανωτή.  Εκεί κάτω από την καρυδιά και δίπλα στο πηγάδι άπλωνε την πραμάτεια του ο Δημητρός.

Ήταν πλανόδιος και γύριζε τις γειτονιές του χωριού μ’ ένα τσουβάλι στον ώμο, κατάμαυρο από την πολλή χρήση, όπου έβαζε τα σκεύη που ήταν για γάνωμα. Τραχιά και δυνατή η φωνή του, αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωωωτής». Έφερναν οι νοικοκυρές τα σκεύη τους που ήθελαν γάνωμα (τετζερέδες, τηγάνια, κουταλοπίρουνα, ταψιά, μπρίκια κ.ά.), άπλωνε ο γανωτής τα μαυρισμένα από τη μουτζούρα χέρια του και γέμιζε το τσουβάλι. Ύστερα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για την έδρα του, τη Βισσώκα.  Ξαναγύριζε μετά από μια-δυο μέρες, για να επιστρέψει τα γανωμένα σκεύη.

Αργότερα η δουλειά πολλαπλασιάστηκε, οπότε η σκιά της καρυδιάς και το διπλανό πηγάδι αποτέλεσαν το κατάστημά του.  Είχε μαζί του τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία, και εξυπηρετούσε τον κόσμο επί τόπου. Σ’ αυτή την περίπτωση μετακινούνταν με τον γάιδαρο, όπου μετέφερε τα σύνεργά του. Η πληρωμή του γινόταν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι, αυγά).

Με τα χρόνια όμως ο μπάρμπα-Γιώργης Λάτκας έκτισε το δικό του μαγαζάκι στη κορυφή της λιθόστρωτης διαδρομής που οδηγούσε στο μπακάλικο του Προύτσα.   Αυτοδίδακτος δεχόταν τις τσιμπεροφορούσες γυναίκες που έφερναν τα σκεύη τους για γάνωμα.  Ο μπάρμπα-Γιώργης αναλάμβανε το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια κ.λ.π. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.  Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι – κασσίτερος). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα… Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα παλαιότερα επαγγέλματα Πολλοί  ιστορικοί το τοποθετούν στα χρόνια του Βυζαντίου. Δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη, γιατί πολλές φορές έσωζε τους ανθρώπους και από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα σκεύη. Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι από αυτούς, μετέδιδαν τη τέχνη τους από γενιά σε γενιά.

Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή έχει εξαφανιστεί, αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται γάνωμα (επικασσιτέρωση).