Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

ΟΙ ΚΑΛΙΓΩΤΕΣ (ΑΛΜΠΑΝΗΔΕΣ) ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ



Η περιπλάνηση στην παλιά Ξυλόπολη δεν μπορεί να σκιαγραφηθεί σε λίγες αράδες, γιατί έχει πτυχές ευρύτερες των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως έχει προσωπικά βιώματα που αγγίζουν πρόσωπα και καταστάσεις και δίνουν το στίγμα μιας εποχής που παρουσιάζεται ανάγλυφη με τους ανθρώπους της, τις συμπεριφορές, το ύφος και το ξετύλιγμα μιας σειράς αξιοπρόσεκτων γεγονότων που συνέθεταν τη ζωή ενός χώρου με τις ιδιαιτερότητές του. Ναι, γεγονότα και καταστάσεις που τα τρώει ο χρόνος και τα εξαφάνισε ο πολιτισμός, όμως παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στις σκέψεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής.
Με τους ανθρώπους εκείνους που με κόπο, ιδρώτα και φιλότιμη εργασία και προσπάθεια προσέφεραν στην τότε κοινωνία ό,τι καλύτερο, για να διακρίνεται το χωριό μας ανάμεσα στα γύρω χωριά.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο μπάρμπα-Γιώργης ο Σίσκος που εκτός από  πεταλωτής ήταν και πρακτικός κτηνίατρος, αφού πολλά ζώα γιάτρευε με τα γιατροσόφια του.
Είχε στήσει την «επιχείρηση» του στον δρόμο που οδηγούσε στον τούρκικο μαχαλά και ανελέητα κάρφωνε πέταλα στις οπλές των ζώων. Ήταν ένα θέαμα που εμένα προσωπικά, παιδί τότε ευαίσθητο, μου ράγιζε την καρδιά και δεν άντεχα να το βλέπω, έστω και αν δεν το πονούσε το ζώο αφού το καρφί έμπαινε στο νύχι. Παλαιότερα υπήρχε πιο κοντά στην πλατεία και άλλος πεταλωτής ο μπάρμπα-Κώστας ο Αλμπάνης (εξ ου και το όνομα), αλλά και ο  ερασιτέχνης μπάμπα-Γιώργος ο Βαμπερτζής,
Πιο νωπές είναι οι μνήμες από τον μπάμπα-Γεώργο τον Σίσκο. Καθόταν στην παλιά ξύλινη καρέκλα, στην κάτω πλευρά του σπιτιού του στο αυτοσχέδιο μαγαζάκι κάτω από τους ίσκιους των μικρών αυτοφυών δαμασκηνιών.  Αν γύριζε το κεφάλι κατάντικρα θα’ βλεπε κρεμασμένη στα πόδια του την μισή Ξυλόπολη.  Γιαυτό καθόταν εκεί και προσπαθούσε να μη γυρίσει το κεφάλι του έχοντας το μυαλό του στα γαϊδουράκια που δεν έχουν πεταλωθεί, αφού τα άλογα ήταν λιγοστά.
Από κοντά τον χαιρετούσαν οι διαβάτες οδεύοντας για τα αλώνια.  Αυτός όμως αφού ανταπέδιδε τον χαιρετισμό και συνέχιζε το καλίγωμα.  Η φωνή του ήταν δυνατή εκφραστική μια χαμήλωνε μια ψήλωνε και κάπου-κάπου γινότανε βροντερή. Κάθε λίγο σταματούσε προκειμένου να καθίσει στην καρέκλα, αφού οι πολλές ώρες τον κούραζαν απάνθρωπα..  Το βραδάκι όταν επέστρεφαν οι εργάτες από τα χωράφια, ηλιοκαμένοι, κατάμαυροι από την κίτρινη ζέστη, με γυρτούς λαιμούς και τα μάτια πεταμένα έξω, στην ίδια θέση τον έβρισκαν, αλλά αυτός πάντα είχε μια καλή κουβέντα να τους πει και να τους συμπονέσει.
Δύσκολη η δουλειά του πεταλωτή. Πετάλωνε τα βουβάλια, τα βόδια, τα γαϊδούρια και τα άλογα.  Η δουλειά ήταν και επικίνδυνη, γιατί ορισμένα ζώα ήταν πολύ άγρια. 
Από δύο χρονών πετάλωνε τα ζώα. πιο μικρά δεν είχαν ανάγκη από πετάλωμα, γιατί δεν εργαζόταν. 
Από δύο χρονών όμως που τα έβαζαν σαμάρι, άρχιζε και το πετάλωμα, το οποίο  τα βοηθούσε στο χώμα και στα καλντερίμια να μπορούν να σηκώνουν βάρη και να ανεβαίνουν στις πλαγιές. 
Ο μπάρμπα-Γιώργος ήταν απαραίτητος αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε το λιγότερο ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους.  Έπαιρνε λοιπόν τα μέτρα γιατί υπήρχαν διάφορα μεγέθη και έκοβε τα πέταλα.   Στην αρχή τα έκοβε μόνος του από λαμαρίνα, αλλά στη συνέχεια υπήρχαν έτοιμα πέταλα.  Έπρεπε να είναι το πάχος του τρία χιλιοστά περίπου.  Στη συνέχεια το ίσιαζε και το τρυπούσε για να είναι έτοιμο για το πετάλωμα.  Για τα βόδια και τα άλογα ήταν δίχαλα.   
Λεπτή και δύσκολη δουλειά μιας και αφορούσε την οπλή του ζώου, η οποία αν καταστρεφόταν το καθιστούσε άχρηστο. Από ατζαμήδες πεταλωτές ή πεταλωτές που έκαναν και τους κτηνίατρους, βγήκε και η λέξη για όλους τους αδέξιους τεχνίτες, ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός του «αλμπάνη», και η γνωστή παροιμία «μια στο καρφί και μια στο πέταλο». Επίσης, όσο μεγάλωναν τα νύχια του ζώου, τόσο πιο κουραστικό γινόταν το περπάτημα. Το ζώο με τα πέταλα ήταν προστατευμένο. Χωρίς τα πέταλα σωνόταν η οπλή, το ζώο αρρώσταινε, έβγαζε αίμα και στο τέλος ψοφούσε.
 Πιο ευαίσθητα ζώα στο περπάτημα ήταν τα άλογα, γι’ αυτό από πολύ παλιά φρόντιζαν να τα πεταλώνουν όλα. Τα μουλάρια και τα γαϊδούρια δεν τα καλίγωναν πάντα γιατί δεν τα θεωρούσαν απαραίτητο ή καλίγωναν μόνο τα μπροστινά πόδια. Ο ιδιοκτήτης σήκωνε το πόδι του ζώου και το δίπλωνε για να δουλέψει πιο εύκολα ο τεχνίτης. Σε ατίθασα ζώα, όπως για παράδειγμα στα μουλάρια, έβαζαν ειδικό φίμωτρο για να μην δαγκώνουν.
Αρχικά, ο πεταλωτής ξεστράβωνε από το πάνω μέρος τα καρφιά, τραβούσε με δύναμη και τα έβγαζε. Με αυτό τον τρόπο αφαιρούσε το παλιό λειωμένο πέταλο.
Ακολούθως, με το ειδικό κλαδευτήρι το «σατράνι» ή «κόφτρα» ή «καγιάρα» έκοβε και περιποιούταν τα νύχια (καγιάρισμα) του ζώου.  Με τη «ράσπα» λιμάριζε την οπλή για να εφαρμόσει πιο καλά το πέταλο, με την «ξύστρα» ένα κοφτερό εργαλείο, καθάριζε τις οπλές από τα κατάλοιπα.
Ο καλιγωτής έπρεπε να γνωρίζει σε πόσο βάθος στην οπλή του ζώου κυκλοφορεί το αίμα. Το σημείο που τελειώνει το κόκαλο και αρχίζουν τα νύχια λέγεται πουλάκι. Έπαιρνε το κατάλληλο πέταλο, ατσαλωμένο σίδερο με έξι τρύπες στις άκρες, κι επειδή στις άκρες το ζώο έχει περισσότερη κεράτινη πλάκα, το εφάρμοζε και το κάρφωνε με τα καρφιά. Τα καρφιά έβγαιναν από την άλλη μεριά της οπλής επάνω. Ο καλιγωτής με την τανάλια γύριζε και έκοβε το καρφί που προεξείχε.
Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
Σπουδαίοι άνθρωποι οι καλιγωτές που ταξίδεψαν μέσα στον χρόνο παρέχοντας υπηρεσίες, στον αγαπημένο τόπο, την Ξυλόπολη.  Βυθισμένοι πλέον στον ιστορικό ποταμό, ανακαλύπτουμε τις μαγικές δεξιότητες και λεπτομέρειες, πέρα από έναν σύγχρονο κόσμο γεμάτο από την βεβαιότητα της παραγωγής και της τυποποίησης. 

Το σατράνι.