Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012


ΟΙ ΚΤΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Μια βόλτα στα στενά και στα δρομάκια του χωριού μας φέρνει στο παλιό χωριό με τα ερειπωμένα σπίτια και μας αποκαλύπτει την αιώνια διάθεση και τάση του ανθρώπου να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα.
 
Οι μάστορες, άνθρωποι σημαντικοί αλλά ταυτόχρονα απλοί, οι μάστορες της πέτρας στον γενέθλιό μας τόπο, είναι για μας προνομιακά προσιτοί και οικείοι. Στον μικρό τόπο της Ξυλόπολης τους συναντάς σε κάθε στροφή, στα σοκάκια, στους μαχαλάδες και είναι αυτοί απέναντί σου χειμαρρώδεις και άμεσοι.  Κι είναι τότε που δεν ασκείσαι σε αυτό που σου δίνουν απλά, παρά θες και να το μοιραστείς με άλλους και κάποιες φορές να το εκμεταλλευτείς.  Είναι ο θαυμασμός και το δέος που αισθανόμασταν ανέκαθεν γι’ αυτούς.  Άλλωστε οι μάστορες αποτελούσαν πάντα πολύ σεβάσμια και σημαίνοντα πρόσωπα στον τόπο μας.
 
Ύστερα από τυχαία περιπλάνηση, αβίαστα, ανακαλύπτουμε ανθρώπους να μας είναι τόσο οικείοι, λες και το σκηνικό επαναλαμβανότανε ξανά και ξανά. Παρόλ’ αυτά συχνά η αρχική κατεύθυνση έμοιαζε να αλλάζει, μαζί με τις παραλλαγές στο αντικείμενο του μάστορα με τον οποίο κάθε φορά ερχόμαστε σε επαφή.

Σε μια πιο μακρινή και συνολική θεώρηση της όλης πορείας, φαίνεται τελικά ότι αυτές οι μεταστροφές όριζαν κάθε φορά μόνο παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα - το πλάσιμο του υλικού σε συνδυασμό με μια ιδιαίτερη προσωπική διαδρομή του δημιουργού. Κάτι τέτοιο ορίζεται ως η κατεργασία του υλικού, που έχει αφετηρία την αναγκαιότητα, αλλά καταλήγει για το μάστορα και δημιουργό σε μια βιωματική διαδικασία και, κάποτε, σε υψηπετή τέχνη.

Τότε, τα αποθέματα της παράδοσης του τόπου καθώς και η αναλλοίωτη φύση του υλικού αποδεικνύονται στοιχεία ικανά να εμφυσήσουν τον ενθουσιασμό και την έμπνευση. Οι τεχνικές μοιάζουν να ανακαλύπτονται ξανά και επαφίενται κάθε φορά στην αντίληψη και στο ένστικτο του τεχνίτη – δημιουργού.
 

Η δημιουργία του μάστορα-κτίστη ενέχει το στοιχείο του χειρωνακτικού, σε βαθμό τέτοιο που να εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να βιώσει το υλικό με το βάρος, τη σκληρότητα, τη θερμοκρασία, την υφή, την αίσθηση που αυτό έχει.

Όσο ο τόπος μπορεί να εξηγήσει τους ανθρώπους και τα πεπραγμένα τους, παρατηρεί κανείς και χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό τα σημάδια του.  Σήμερα κατηφορίζοντας τα σοκάκια, ακόμη βλέπουμε τα πεπραγμένα των καταπληκτικών μαστόρων του χωριού μας, Γάϊρου Πέτρου, Μουρταζή Χαράλαμπου, Βαμπερτζή, Τούμπα Σταμάτη, Σαπλή Άγγελου, του Μάρη Λάζαρου κ.ά. 

Και είναι οι βράχοι αυτοί, η γη με τα υλικά της και το ξύλο, οι τόσο ιδιαίτερες και ποικίλες στην Ξυλόπολη ύλες που χρησιμοποιήθηκαν σε όλη την ιστορία της από τους καταπληκτικούς αυτούς ανθρώπους.
 

Σύμφωνα με τις διηγήσεις των μαστόρων, όλη τους η τέχνη φαίνεται να συνοψίζεται σε μία λέξη: αργά. Όσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μαστόροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα για να ξεχνιούνται και να μην βιάζονται. Τα αποτελέσματα της επίπονης και προσεγμένης εργασίας δικαίωναν το μάστορα, ο οποίος ήταν πρόσωπο καταξιωμένο στον κοινωνικό του περίγυρο. 

Μέσα στην καθημερινή ζωή των μαστόρων υπήρχαν και ιδιαίτερες, γι' αυτούς, στιγμές με αξία τόσο συναισθηματική όσο και υλική. Μια από αυτές ήταν και τα "μπαξίσια", τα δώρα δηλαδή με την αποπεράτωση της εργασίας. Όλοι οι μάστορες δέχονταν τα μπαξίσια και μάλιστα τα αξίωναν, όταν χρειαζόταν.


Το τελείωμα της σκεπής σήμαινε γι' αυτούς μια «μεγάλη μέρα», που τους «ανήκε», την «καρτερούσανε» και είναι τότε που άρχιζαν τα «μπαξίσια», μια τελετή, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι οι εθιμοτυπικές προσφωνήσεις. Ο δωρητής εξέθετε το δώρο ανεβαίνοντας στην κορυφή της σκεπής. Ο αρχιμάστορας το ψηλάφιζε πρώτα και ύστερα το σήκωνε στον αέρα κουνώντας το.  Συνήθως έσκυβε το κεφάλι του πίσω από το δώρο και οι κινήσεις του έμοιαζαν σαν το παιχνίδι «κρυφτό». Το υπόλοιπο σώμα λικνιζόταν και ακολουθούσε το κεφάλι του πίσω από το δώρο. Η φωνή του κορυφαίου μάστορα συνοδευόταν ρυθμικά ή φάλτσα από το πανδαιμόνιο που δημιουργούσαν οι σκεπαρνιές στη στέγη και τα μεταξύ τους μισόλογα. Πολλές φορές οι μαστόροι «ξεχνιούνταν» στο τραγούδι και τα μπαξίσια ήταν μια ατέλειωτη θεατρική παράσταση.   

Η συμβολή των Ξυλοπολιτών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του τόπου μας υπήρξε σημαντικότατη.  Το ύψος της κατασκευής, η στερεότητα του οικοδομήματος, η αισθητική σε συνάρτηση με τη φαντασία, απο­καλύπτουν τη μοναδική δεξιοτεχνία αυτών των μαστόρων της πέτρας. Προσπαθούσαν να συνδέουν το κτί­σμα με το ευρύτερο φυσικό περιβάλ­λον και το κάθε οικοδόμημα να έχει μο­ναδική αισθητική αξία. Τα έργα τους δεν προέρχονταν από κανένα σχεδιαστήριο, αλλά χαράζονταν επί τόπου, με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Οι μαστόροι γνώριζαν τα δομικά υλικά της πε­ριοχής και την ιδιαιτερότητά τους. Κύρια υλικά ήταν η πέτρα και το ξύ­λο. Η πρακτι­κή και αισθητική λειτουργία των κτι­ρίων, όπως και η γενικότερη αισθητι­κή τους, φανερώνουν ένα σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, ένα δέος προς το θείο και μια αίσθηση πάνω απ' όλα της ανθρώπινης κλίμακας. 
 

Η παραδοσιακή κατοικία ανταποκρινόταν στον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Είχε διαμορφωθεί εξελικτικά στην μακραίωνη περίοδο της τουρκοκρατίας και είχε την καταγωγή της από την βυζαντινή οχυρή κατοικία. Η παλιά Ξυλόπολη έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Στο ισόγειο τοποθετούνταν συνήθως και οι βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι, ενώ οι κύριοι χώροι υποδοχής, διαμονής, εργασίας και ύπνου τοποθετούνταν στον όροφο. Οι αυλές των σπιτιών έκλειναν προς το δρόμο με μαντρότοιχους και βαριές αυλόπορτες. Συχνά υπήρχαν μεταβατικοί ημιυπαίθριοι χώροι ανάμεσα στην κατοικία και στην αυλή, όπου στεγάζονται φούρνοι, βρύσες για πλύσιμο ρούχων κ.λ.π.

Κύρια οικοδομικά υλικά της παραδοσιακής κατοικίας ήταν το ξύλο και η πέτρα, με καθοριστικές στη σύνθεση και τη μορφή τις ξύλινες κατασκευές του ορόφου. Το ισόγειο κατασκευάζονταν από λιθοδομή επιχρισμένη, ενισχυμένη με οριζόντιες ξυλοδεσιές σε διάφορες στάθμες. Ο όροφος στηριζόταν στους πέτρινους τοίχους του ισογείου και σε συμπληρωματικά μεγάλα ξύλινα υποστυλώματα (ντερέκια). Ο σκελετός του κατασκευαζόταν από ξύλο και δημιουργούνταν από ένα πλέγμα οριζόντιων, κάθετων και διαγώνιων στοιχείων που έδεναν με το πάτωμα και τη στέγη. Τα κενά του σκελετού γεμίζονταν με πλίνθους, σπασμένα κεραμίδια και άχυρα και στη συνέχεια επιχρίονταν με ασβεστοκονίαμα (τσα­τμάς).

Ο Ξυλοπολίτης χτίστης υπήρξε όμως πάνω από όλα χτίστης από ανάγκη. Η περιοχή του χωριού μας είναι ορεινή και άγονη, με ελάχιστο καλλιεργήσιμο χώρο το χωριό χτισμένο σε απότομη βουνοπλαγιά. Όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από την κτηνοτροφική και γεωργική παραγωγή, ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν τους πόρους για την συντήρηση τους σε κάποια άλλη απασχόληση.

Άλλο ένα επίτευγμα των μαστόρων της Ξυλόπολης ήταν οι ξερολιθιές.  Οι περισσότεροι από μας, παιδιά της πόλης, τις αντιμετωπίζουμε ως ένα γραφικό στολίδι του χωριού μας.  Όχι αδίκως.  Η συμμετρία των πέτρινων όγκων της ξερολιθιάς είναι τόσο αρμονικά δεμένη με το περιβάλλον, που μοιάζει να είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής διεργασίας και όχι της επέμβασης του ανθρώπου.

Οι ξερολιθιές, όμως, αυτοί οι πέτρινοι τοίχοι αντιστήριξης αποτελούσαν τις  μάντρες και τους φράχτες που χώριζαν ιδιοκτησίες και ακολουθούσαν τα καλντερίμια.  Πέτρες τιθασευμένες από τον άνθρωπο, τοποθετημένες με τάξη και αρμονία η μία πάνω στην άλλη, η μία δίπλα στην άλλη, με σφήνες ή χωρίς, δεμένες μεταξύ τους με τους νόμους της ισορροπίας και της βαρύτητας, στέκουν αιώνιοι τοποτηρητές. Δημιουργούσαν ασύμμετρα γεωμετρικά σχήματα, επέβαλαν τη δική τους αρχιτεκτονική τοπίου, έστριβαν, ανηφόριζαν ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους.

Η έλλειψη συνδετικού υλικού, παράλληλα, τους έδινε τη δυνατότητα να προσαρμόζονται στην πίεση του εδάφους και του νερού, δημιουργώντας παραμορφώσεις. Σαν να είχαν ζωή, άλλαζαν σχήματα και γραμμές ανάλογα με τις συνθήκες. Ταυτόχρονα, αν για κάποιο λόγο καταστρέφονταν σε ένα σημείο, δεν έπεφταν ολόκληρες ούτε χρειάζονταν συνολική αποκατάσταση του τοιχώματος, όπως με το τσιμέντο. Ουσιαστικά μιλάμε για μικρά αρχιτεκτονικά «θαύματα», που δυστυχώς όσο περνούν τα χρόνια χάνονται.