Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013


Η ΚΟΤΤΑ ΒΓΗΚΕ ΚΟΚΟΡΑΣ

(Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του κειμένου του αποσπάσματος που ακολουθεί)

 

Ήτο η εποχή της αταξίας.  Οι Γερμανοί είχαν φύγει και στην Θεσ/νίκη έπνεεν ο αέρας της ….. ελευθερίας.  Ο τρισένδοξος νικητής φορτωμένος με δάφνας και δόξα που έδιωξε τους Γερμανούς, διέσχυζε τους δρόμους της Θεσσαλονίκης με θούρια.  Όλα ήσαν εν τάξει και μόνον η μονέδα έλειπε.  Το κράτος των Αθηνών δεν έστελνε χρήματα στο εσωτερικό.  Οι χωρικοί κατέβαιναν από τα χωριά και ψώνιζαν με είδος.  Έτσι και ο χωριανός μας Γιώργος Λάτικας έπιασε τις κόττες του και τον κόκορά του, τα φόρτωσε στο γάϊδαρό του και κατέβηκε.  Έδεσε τον γάϊδαρό του στο χάνι και τράβηξε με τις κόττες του στην αγορά Μουδιάνου.  Όλες τις πούλησε, μα του έμενε ακόμα ο κόκορας.  Κάποια στιγμή του παρουσιάζεται ένα σοβαρός κύριος, με μπαστούι, τσάντα και με άψογη περιβολή.

-         Πατριώτη, γεννά αυτή η κόττα;

-         Πως! Γεννά, κύριε, του απαντά ο Λάτικας, νομίζων ότι τον κοροϊδεύει ο κύριος, εφ’ όσον βλέπει κοτζάμ κόκορα με ένα μέτρο ουρά, με χρωματιστά πτερά, λιρί, πλήκτρο κ.λ.π.  Κάθε μέρα γεννά και ένα αυγό.

-         Μα τέτοια κόττα ήθελα να γεννά κάθε μέρα διότι έχω ένα παιδάκι και του χρειάζεται ένα αυγουλάκι της ημέρας.  Και πόσο έχει;

-         120 δραχμές.  Όπως έδωσα και τις άλλες.

Ακριβά πατριώτη μου.  Με λίρα 2000, 120 δραχμές είναι ακριβά.

Η συμφωνία έκλεισε στις 110.  Πήρε ο κύριος τον κόκορα-κόττα και ο Λάτικας, αφού έκανε τα ψώνια του, γύρισε στο χάνι,  τα φόρτωσε στο γάϊδαρό του και ήτο έτοιμος να φύγη για το χωριό του.  Ο κύριος χαρούμενος πήγε στο σπίτι του, αλλά τον παραμαζεύει η γυναίκα του για την γκάφα.  «Θα τον τσακίσω στο ξύλο τον  παληοχωριάτη αν τον βρώ, τον απατεώνα» και δόστου στους δρόμους για να βρη τον Λάτικα.

Ο Λάτικας αφού πλήρωσε τον χατζή του και ήτο έτοιμος να κινήση, να σου ο κύριος με τον κόκορα.

-          Βρε παληοκλέφτη, απατεώνα, γιατί βρε με γέλασες και μου πούλησες τον κοτζάμ κόκορα για κότα;  Κατέβαινε τις 110 δραχμές, για να μη κατεβάσω το μπαστούνι μου στο κεφάλι στου.

-         Μα δεν σας γέλασα κύριε.  Εσείς δεν είδατε το λιρί του, το πλήκτρον του, τον χρωματισμό, την ουρά του, το κελάϊδεμάτου που μπροστά σας κατά την συμφωνίαν κελαϊδούσε;  Εγώ τα λεφτά τα ψώνισα.  Δεν  έχω ούτε πεντάρα.

-         Πάμε στην αστυνομία για να σου δείξω παληοχωριάτη …..

-         Κύριε αστυνόμε, είμαι ο δικηγόρος Παραλίδης Ιγνάτιος.  Αυτός εδώ ο απατεώνας μου πούλησε αυτόν εδώ τον  κόκορα για κόττα.  Η γυναίκα μου κατάλαβε την απάτη και τώρα αρνείται να μου επιστρέψη τις 110 δραχμές.

-          Δόξα σοι τω θεώ, δόξα σοι.  Να και ένας χωριάτης που γέλασε έναν δικηγόρο και του πούλησε κόκορα για κόττα.  Μα ευλογημένη κ. δικηγόρε, δεν έβλεπες τζάνουμ ότι το πουλί αυτό είναι κόκορας;  Πόσο οπισθοδρομικό είναι το Κράτος που να μη επιβάλη στο Πανεπιστήμιο, στα νομικά, και μια έδρα ζωολογίας για να μαθαίνουν οι δικηγόροι να ξεχωρίζουν τις κόττες από τους κοκόρους και τις κούρσες από τις χελώνες.  Ο άνθρωπος αυτός δεν σας γέλασε.  Τα λεφτά τα ψώνισε.  Κράτησε δικηγόρε μου τον κόκορα και φόρτωσέ τον τα γράμματα που έμαθες.[1]

 

 

 

 

 

 





[1] ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1953