Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013


Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ


(Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του κειμένου του αποσπάσματος που ακολουθεί)


 
«Η Ξυλόπολις είναι ένα χωριό όπως όλα τα άλλα χωριά.  Έχει μόνον μια μεγάλη διαφορά στην εθνική ιστορία.  Ειδεμή κατά τα άλλα δεν διαφέρει.  Δεν ψευδαυτοπαινιέται.  Στερείται από κάθε σύγχρονο πολιτισμό.  Είναι κλεισμένη στο κουβούκλιό της του περασμένου αιώνα.  Με σωστό αντίγραφο μεσοανατολίτικου πνεύματος.  Έχει το δικό της τρόπον διαβιώσεως.  Ούτε τηλεοράσεις, ούτε ράδια, ούτε κινηματογράφους κ.λ.π. δια την ψυχαγωγίαν της.  Έχει όμως τον Μήτσον Αλμπάντην, τον Αντώνη, τον Μπλαγγάρα και τόσους άλλους. 

Ο μπάρμπα-Μήτσος και ο Αντώνης δεν είναι ούτε φίλοι, ούτε εχθροί, τους χωρίζει η ηλικία, το επάγγελμα, αι πολιτικές αντιλήψεις, αι κοινωνικές πεποιθήσεις, ο τρόπος του σκέπτεσθαι και τόσα άλλα πράγματα.  Μόνον σ’ ένα ταιριάζουν: το πιοτό.  Παίρνουν κατά σειράν τα μαγαζιά και τραβούν 3 – 4 ποτηράκια στο καθένα.  Και μήπως σπουδαία είναι αν τραβούσαν 3 – 4 ποτηράκια σε 7 – 8 μαγαζιά; Μικροπράγματα γι’ αυτούς 30 – 40 ποτήρια.

Κάποια μέρα του μπάρμπα Μήτσο του πόναγε η βούζα και πολύ πρωί είχε βάλει «εμπρός».  Βλέπει πιο πέρα τον Αντώνη.

- Αντών ε ε ε Αντών.  Ακόμα δεν έχει μεθύσει ο πιζιβέγκης για να μη ακούει.  Ο μεθυσμένος όσο κουφός και αν είναι δεν ακούει όταν είναι στα καλά του, όταν όμως σουρώσει ακούει σαν τον λαγό.   Κάποιος περαστικός σκούντιξε τον Αντώνη και του είπε πως ο Αλμπάντης τον φώναξε.

- Τι είναι Μήτσο; Με συγχωρείς δεν σε είδα.  Δεν σε άκουσα.

- Βρε τι καυγάδες είχες ψες το βράδυ;  Με την γυναίκα σου μάλωνες;  Σαν πολύ σοβαρό μου φάνηκε.

- Μπα, τα συνηθισμένα, Μήτσο μου.  Όπως πάντα.  Αλλά για πες μου από πού τα άκουσες;

- Πηγαίνοντας για το σπίτι μου, έπεσα μπροστά στην πόρτα σου και εκεί που κυλιόμουνα τα άκουα.

- Μην ανησυχείς Δημητρό.  Άϊ στην υγεία σου.  Πήγα στο σπίτι μου όπως είναι γνωστό κατά τα μεσάνυχτα και λιγάκι στο κέφι, διότι τα κοπανίσαμε με τον Πέτρο, Τζέμο, Πατσοράκη.  Δηλαδή στουπί, γόαν.  Πηγαίνοντας όμως να σου μπροστά  του  ο Στόγιαν Τάσιου το σκυλί.  Αμ τώρα;  Παίρνω βόλτα από πάνω απ’ τα αλώνια.  Συμβουλεύομαι την πούλια, τον πολικό αστέρα και βρίσκω, που λες, την πόρτα του σπιτιού μου.  Την ανοίγω και νταλ-ντος μέσα στην κάμαρα.  Βλέπω την γυναίκα μου, την αγαπημένην Λοίζαν μου, να κάθεται δίπλα στο τζάκι.  Μόλις με είδε στα χάλια που βρισκόμουν, αντί να σηκωθεί και να μου πει τρυφερά λόγια, όπως κάνουν οι προκομμένες γυναίκες, τη βλέπω να ορμά επάνω μου όπως η γάτα στο σκυλί για να μου βγάλει τα μάτια.  Ευτυχώς δεν έχασα την ψυχραιμίαν μου.  Με ένα στρατηγικό ελιγμό και με μια κυκλωτική κίνηση, τσουπ κάθησα στην άλλη γωνιά του τζακιού.  Ευτυχώς δεν συνέχισε την επίθεσιν.  Σωριάστηκε στην άλλη γωνιά του τζακιού.  Βλέπω να βαστά τη μασιά στο χέρι και να μου την επιδεικνύει.  Τα χρειάσθηκα, Μήτσο μου.  Σκέφθηκα να γυρίσω στην πολιτική, να δημιουργήσω μια Βάρκιζα για να οπλισθώ.  Μα με τι;  Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου και κανένα πρόχειρο οπλισμό δεν έβρισκα για επίθεση.  Βλέπω τον τεντζερέ μπροστά στο τζάκι.  Τον ξεσηκώνω δήθεν να διώ τι είχε μαγειρέψει και αρπάζω το καπάκι.  Αρχίζει το κακό.  Καυγάς και βρισιές.  Δεν φοβόμουν όμως διότι είχα βαρύ οπλισμό, το καπάκι του τεντζερέ.  Αυτή τη μασά, εγώ το καπάκι.  Κάνει να με κοπανίσει στο κεφάλι, σηκώνω το καπάκι και φράπ το προφυλάσσω από το κτύπημα.  Αποσύρεται αυτή, σαλδίζω εγώ με το καπάκι, αλλά χώνεται  στην γωνιά του τζακιού και αποτυγχάνω τον στόχον.  Το τζάκι μας ήτο το σιδηρούν παραπέτασμα, το Ζίγφριντ.  Άλλη απόπειρα επιχειρεί.  Αστραπιαίως εγώ το καπάκι (ασπίδα) στο κεφάλι μου.  Αυτή η ομηρική μάχη, η μονομαχία του Έκτορος – Αχιλλέως βάσταξε πολλή ώρα.  Κάποια στιγμή της ξεσφενδονίζω το καπάκι στο κεφάλι και την πέτυχα. Όμως δεν παραιτήθηκε. Δεν παραδόθηκε.  Δεν κατέθεσε τα όπλα.  Σε μια στιγμή, Δημητρό μου, που ήμουν ακάλυπτος, με χτύπησε στη γκλάβα.  Ζαλίστηκα.  Να πέσω κάτω κόντεψε.  Στην μανίαν μου αρπάζω τον τεντζερέ με τις νερόβραστες πατάτες και ίσια επάνω της. Άρχισε τα άλε – ούλε.  Ετοιμαζόμουν να φωνάξω: «Νενίκηκά σε Σολομών».  Αλλά δυστυχώς τίποτε.  Ζεμάτισμα μόνον εις τρίτον βαθμόν.  Αρπάζει πατάτες και με αρχίζει.  Ο αγών μετετράπη εις πατατομαχίαν.  Λιόμα όλες οι πατάτες.  Μπαϊλδίσαμε και οι δυό.  Παραδίδομαι άνευ όρων.

- Μα άκουα κάτι σαν εκείνα τα σαχάνια που κάνουν τζιν, τζαν, τζιν στην μουσική, βρε Αντών.

- Μα δεν κατάλαβες;  Ήταν η μασιά που τη χτυπούσε η γυναίκα μου επάνω στο καπάκι».[1]



[1] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΦΕΝΔΟΝΗΣ – «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ» - 1955