Τρίτη 29 Απριλίου 2014

ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ (ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ)



Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε ξεκινήσει την προσπάθεια για οργάνωση της εκπαίδευσης στον αλύτρωτο Ελληνισμό από το 1858 και γι΄ αυτό συνέταξε τους γενικούς κανονισμούς εφαρμόζοντας διατάξεις του «Χάτι – Χουμαγιούν».  

Το ελληνικό στοιχείο της Λιγκοβάνης είχε να αντιμετωπίσει τους σχισματικούς που προσχώρησαν στη Βουλγαρική Εξαρχία, αλλά και τον τουρκικό πληθυσμό. 

Σύμφωνα με το πνεύμα, αλλά και τα άρθρα των μεταρρυθμιστικών κειμένων οι κοινότητες είχαν πλέον θεσμοθετημένο το δικαίωμα να ιδρύουν και να συντηρούν σχολεία και φιλανθρωπικά σωματεία. 

Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της εκπαίδευσης στην περιοχή του καζά Λαγκαδά έπαιξε η Επισκοπική Σύνοδος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, η οποία απαντάται για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα και καταργήθηκε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Οκτώβριο του 1924.  Η Επισκοπική Σύνοδος Θεσσαλονίκης αποτελούνταν από έντεκα επισκοπές μεταξύ των οποίων και η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης στην οποία υπάγονταν δεκατρία χωριά: Μόδι, Σταυρός, Μπεσήκια, Προφήτη Ηλία, Σωχός, Βισώκα, Χωρούδα, Μπέροβα, Ζάροβα, Μπάσι κιοϊ, Λιγκοβάνη, Λαγκαδάς και Γενί κιοϊ[1].

Οι αρμοδιότητες της Επισκοπικής Συνόδου αφορούσαν κυρίως θέματα διοικητικά, ποιμαντικά, δικαστικά, οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου αλλά και παιδείας και γενικότερα όλα όσα δεν μπορούσαν να επιλυθούν από έναν επίσκοπο.

Έως το 18ο αιώνα η εκπαίδευση στην περιοχή του καζά Λαγκαδά ως οργανωμένος και με συστηματική λειτουργία κοινοτικός θεσμός απουσιάζει, ενώ σποραδικά αναφέρονται ιερείς ή και μοναχοί που δίδασκαν σε μικρές ομάδες μαθητών κυρίως μαθήματα θρησκευτικού περιεχομένου ανάγνωση και γραφή.  Η διδασκαλία γινόταν μόνο σε αγόρια μέσα στις εκκλησίες ή σε οικίες κατοίκων ή σε κατοικίες προσαρτημένες σε εκκλησίες.  Σαφή αναφορά στην ύπαρξη οργανωμένου κοινοτικού σχολείου στην περιοχή του καζά Λαγκαδά έχουμε κυρίως στα μέσα του 19ου αιώνα στη Βυσσώκα και το Ασβεστοχώρι.

Το 1584 έφτασε στην περιοχή της Λιγκοβάνης (Ξυλόπολης) ο Λίγκος Ιωάννης ο οποίος καταγόταν από το Μελένικο.  Εγκαταστάθηκε στην περιοχή, ενώ μαζί του έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου.  Έκτισε το κατάλυμά του και δίπλα ένα παρεκκλήσι στο όνομα του Αγίου, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου βρίσκεται ο παλιός Άγιος Γεώργιος στο Ιερό του οποίου βρίσκεται ο τάφος του Λίγκου (λόγω της επέκτασης του Ναού). 

Η οικία του Λίγκου αποτελούσε εκκλησία αλλά και σχολείο.  Στην οικία του Λίγκου οι μαθητές έμαθαν τα πρώτα  ελληνικά γράμματα, ανάγνωση και γραφή. 

Το πρώτο οίκημα που λειτούργησε ως σχολείο στη Λιγκοβάνη, ήταν δίπλα στον ναό του Αγίου Γεωργίου.  Ήταν ένα διώροφο οίκημα με πολεμίστρες, το οποίο χρησιμοποιούταν μετά το έτος 1843 ως σχολείο αλλά και ως χώρος φύλαξης.  Έως το έτος 1870 αναφερόταν ως ιερέας και δάσκαλος ο παπα-Γεώργιος Μελάχρος.  Στις 27 Απριλίου 1873, σύμφωνα με τα πρακτικά του κοινοτικού συμβουλίου Λιγκοβάνης, τα οποία είναι καταχωρημένα στο δεύτερο βιβλίο Γιουλαμά του μηνός Μαρτίου του  έτους 1289 (1873) στην τουρκική γλώσσα, το κοινοτικό συμβούλιο της Λιγκοβάνης, το οποίο αποτελούταν από τους: Στόγιον Τούγου Πρόεδρο, Χαριζάνη Συμεών αντιπρόεδρο, Στοϊμάκο Αμπακόφ, σύμβουλο, Άγγελο Νότα ή Κουτσιούκη και Βασίλειο Ευαγγέλου σύμβουλους μαζί με τον παπα-Γεώργη Πίρπα και τους δασκάλους Ηλία Τοσίνοφ και Ζλάκιο Λάζαρο αποφάσισαν να κτίσουν σχολείο στο κέντρο της Λιγκοβάνης, διότι οι μαθητές ήταν αρκετοί και δεν χωρούσαν στο παλιό οίκημα.  Ύστερα από μεγάλη χρηματική συνδρομή των εμπόρων Άγγελου Νότα και του υιού του Πέτρου Νότα ολοκληρώθηκε το καινούργιο σχολείο, με διαστάσεις 8x10 μέτρα.  Αποτελούνταν από δύο αίθουσες και λειτουργούσε ως τετρατάξιο δημοτικό σχολείο.  Στη νότια πλευρά του σχολείου και κάτω από τη στέγη υπήρχε εντοιχισμένη πλάκα με ανάγλυφο σταυρό, ενώ επάνω δεξιά υπήρχε η χρονολογία 1874.  Υπήρχαν επίσης δύο είσοδοι στο σχολείο, μία στη δυτική πλευρά του κτιρίου και μία στην ανατολική.  Στην είσοδο της ανατολικής πλευράς υπήρχε υπόστεγο, ενώ στη δυτική υπήρχε μπαλκόνι.  Στο μπαλκόνι και σε εμφανές σημείο ήταν προσαρμοσμένη στον τοίχο η καμπάνα του Λίγκου.  Οι πρώτοι δάσκαλοι του νέου σχολείου ήταν ο Ηλίας Τοσίνοφ, ο οποίος αργότερα εκβουλγαρίστηκε και δίδασκε στους Βούλγαρους μαθητές και ο Ζλάκιος Λάζαρος ο οποίος δίδασκε κατόπιν μόνο στους Έλληνες μαθητές[2].

Ενώ σχολείο λειτουργούσε στη Λιγκοβάνη πριν από το σχολικό έτος 1873-1874 ως φάρος της ελληνικής κοινότητας μαζί με την Εκκλησία έναντι των σχισματικών δεν  υπάρχουν στοιχεία για το μαθητικό δυναμικό[3].

Ο βαλκανικός περίγυρος υπήρξε ιδιαίτερα τεταμένος και δεκτικός σε πλήθος εδαφικών ανακατατάξεων.  Ο μείζων μακεδονικός χώρος αποτέλεσε το «μήλον της έριδος» μεταξύ των βαλκανικών κρατών.  Ωστόσο στο γεωγραφικό χώρο της Λιγκοβάνης το ελληνικό στοιχείο, παρά τις όποιες αλλοιώσεις, διατήρησε την υπεροχή του και συντήρησε την πολιτισμική ακτινοβολία του. Αρκεί να αναφερθεί ότι στις εξισλαμίσεις μέχρι το έτος 1237 (1822) από τη Λιγκοβάνη αναφέρεται μόνο ο Μήτρος Κώστα επωνομασθείς σε Μεχμέτ Σαϊτ[4], ενώ στις εξισλαμίσεις εκ Λιγκοβάνης των ετών 1299 (1884) και 1300 (1885) «αναφέρεται η δεκαοκταέτις Τόνα, θυγάτηρ Πέτρου, ονομασθείσα αιτήσει της Αϊσέ» [5].

Η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους στις αλύτρωτες ελληνικές επαρχίες του βορειοελλαδικού χώρου συστηματοποιήθηκε στη δεκαετία του 1870, όταν με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, και με τη μεγάλη ανάπτυξη του βουλγαρικού εθνικισμού έγινε συνείδηση η πραγματικότητα ότι ο Ελληνισμός απέκτησε ένα σοβαρό αντίπαλο στο χώρο αυτό, τους Βούλγαρους.  Το υπουργείο Εξωτερικών συνέβαλε στην οργάνωση της εκπαίδευσης σε κάθε κοινότητα του καζά Λαγκαδά με ετήσιες οικονομικές επιχορηγήσεις στα σχολεία των κοινοτήτων.  

Η βουλγαρική προπαγάνδα είχε κυρίως ως στόχο τους ιερείς, τους δασκάλους και του προέδρους (μουχτάρηδες).  Η κατάσταση άλλαξε σημαντικά κυρίως από το έτος 1885, όταν η βουλγαρική ηγεμονία παρουσιάζεται και δρα ως κράτος συγκροτημένο και οργανωμένο.  Τότε συνειδητοποιούν ότι, πέρα από την εκκλησία και την αποστολή ενόπλων ομάδων, καθοριστικό ρόλο για την επικράτηση στη Μακεδονία θα παίξει η εκπαίδευση.  Το έτος 1874 προκειμένου να γίνει πανσλαβικό συνέδριο, όπως σε όλες τις κοινότητες της Μακεδονίας και κυρίως τις σλαβόφωνες, οι Βούλγαροι πράκτορες απαίτησαν από τον μουχτάρη Λιγκοβάνης Στόγιον Τούγου να σφραγίσει με κοινοτική σφραγίδα δήλωση ότι όλοι οι κάτοικοι της κοινότητας ήταν γνήσιοι φυλετικά Βούλγαροι, γεγονός που αρνήθηκε ο πρόεδρος της κοινότητας και δημιουργήθηκαν επεισόδια.

Η αντίδραση του γηγενούς πληθυσμού απέναντι στη μεθόδευση διωγμών του ελληνικού φρονήματος και στην τακτική του βίαιου εκβουλγαρισμού ήταν άμεση.

Διορίστηκε από το Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης ο δάσκαλος Σταμάτιος Ιωαννίδης με ετήσια αντιμισθία 40 τούρκικες λίρες για τα σχολικά έτη 1882-83, 1883-84 και 1884-85 [6] ενώ η κοινότητα θα του παρείχε κατοικία και καύσιμη ύλη. 

Το σχολικό έτος 1883-1884 δίδαξε στη σχολή αρρένων Λιγκοβάνης και ο δάσκαλος Αντώνιος Ν. Γιαννόπουλος σύμφωνα με συμβόλαιο που υπογράφηκε από το δάσκαλο και τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης η οποία είχε την πληρεξουσιότητα από την κοινότητα με ετήσια αντιμισθία 35 οθωμανικές λίρες,.

Ο ανταποκριτής του «Φάρου της Μακεδονίας» στις Σέρρες πραγματοποίησε ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη στα μέσα του 1885.  Με αφορμή το ταξίδι του αυτό δημοσιεύει στις 2/11/1885 άρθρο με τίτλο «Εκδρομή εκ Σερρών εις Θεσσαλονίκην».  Εκεί αναφέρει την «ύπαρξη δημοτικών, παρθεναγωγείων και νηπιαγωγείων στα χωριά Όρλιακο, Λαγκαδά, Δριμύγλαβα, Μπάλτζα, Αϊβάτι, Βυσσόκα και Μπέροβα[7]. 

Στο χωριό Ζάροβο δυστυχώς οι σλαβόφωνοι κάτοικοι έχουν ήδη προσηλυτιστεί από τους εξαρχικούς.  Η προσηλυτιστική όμως δράση απέτυχε στη Βυσσόκα[8], ενώ στη Λιγκοβάνη οι κάτοικοι έχουν διαιρεθεί σε δύο στρατόπεδα»[9].

 

Το υπουργείο Εξωτερικών του ελεύθερου ελληνικού κράτους σύμφωνα με τον προϋπολογισμό και το λογαριασμό του σχολικού έτους 1886-1887 για την ελληνική παιδεία στην περιφέρεια του ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, προχώρησε στην επιχορήγηση και συνδρομή του δημοτικού σχολείου Λιγκοβάνης με 35 οθωμανικές λίρες μέσα από τον «εν Αθήναις Σύλλογο προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων», ενώ τελικά δόθηκαν τριάντα (30) οθωμανικές λίρες[10].  Ο δάσκαλος Ιωάννης Βαφειάδης παραλάμβανε τα ποσά τρεις φορές από πέντε (5) οθωμανικές λίρες και δύο φορές από δέκα (10) οθωμανικές λίρες, από τον Γ. Δοκό Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη ως αντίτιμο μισθοδοσίας[11].

Μετά το 1890 η ελληνική κοινότητα Λιγκοβάνης κάλεσε τον νεαρό (Ιωάννη Στόγιου) Κινέ, ο οποίος φοιτούσε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Σερρών, να διακόψει τις σπουδές του και να έρθει στο χωριό για να ανοίξει ως δάσκαλος το δημοτικό σχολείο, που ήταν κλειστό. 

Αυτός τολμηρός και ριψοκίνδυνος όπως ήταν θλίβονταν και ανησυχούσε για όσα συνέβαιναν στη γενέτειρά του.

Το ηθικό αναπτερώθηκε και πάλι με τον ερχομό του, το σχολείο ξανάνοιξε και η δράση του ήταν πολύ μεγάλη.  Ο νεαρός δάσκαλος λειτούργησε το σχολείο της κοινότητας, το οποίο εξαιτίας της βουλγαρικής τρομοκρατίας παρέμενε κλειστό.  Αργότερα κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα στη μία αίθουσα φοιτούσαν οι Έλληνες μαθητές και στην άλλη οι Βούλγαροι.

Ο δάσκαλος Ιωάννης Στόγιου (Κινές) ενθάρρυνε τους κατοίκους στον αγώνα τους εναντίον των Βουλγάρων, ενώ οι τελευταίοι τον διέβαλαν στις Τουρκικές αρχές.  Ο αστυνόμος συνέλαβε το δάσκαλο και τον έστειλε στις Σέρρες.  Με την επέμβαση των ομογενών από τις Σέρρες ο διδάσκαλος Κινές απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, του απαγορεύτηκε όμως να επισκεφτεί τη Λιγκοβάνη για ένα έτος.   Ο Μητροπολίτης Σερρών τον διόρισε τότε δάσκαλο στην κοινότητα Σεκάφτσα του Στρυμόνα.

Οι Βούλγαροι αποφάσισαν την με κάθε μέσο εξόντωση του νεαρού δασκάλου. Το έργο αυτό ανέλαβε ο βοεβόδας Πέσωφ και η ομάδα του.  Τον απήγαγαν από τη Σεκάφτσα και μετά από φρικτά βασανιστήρια τον έριξαν ζωντανό μέσα σε φούρνο και τον έκαψαν.

Τα απανθρακωμένα μέλη του τα έβαλαν σ’ ένα τσουβάλι που το πέταξαν σ’ ένα σταυροδρόμι κοντά στο Στρυμόνα.  Σ’ ένα καρφιτσωμένο χαρτί έγραψαν:

«Έτσι θα τιμωρούνται όλοι οι Γραικομάνοι, όσοι σηκώσουν κεφάλι στους Βούλγαρους» [12].

Σύμφωνα με τη Στατιστική των Ελληνικών σχολείων στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Βιτωλίων της Μακεδονίας κατά το σχολικό έτος 1894-1895 στην κοινότητα Λιγκοβάνης, η οποία διοικητικά ανήκε στον καζά Λαγκαδά, λειτουργούσε Γραμματοδιδασκαλείο με ένα δάσκαλο και δεκαοκτώ (18) μαθητές και μαθήτριες ενώ η ετήσια δαπάνη συντήρησης έφτανε τα τριακόσια σαράντα (340) γαλλικά φράγκα[13].

Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της ελληνικής κοινότητας Λιγκοβάνης εναντίον των σχισματικών έπαιξε ο δάσκαλος Γεώργιος Σαραντόπουλος κρατώντας υψηλό το εθνικό φρόνημα των κατοίκων κυρίως από το σχολ. έτος 1899-1900[14].

Στις αρχές του 20ου αιώνα στη Μακεδονία ήταν αναγκαία η αύξηση του αριθμού των δασκάλων και η φροντίδα της εκπαίδευσης. 

Για το λόγο αυτό ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το Ελληνικό Υποδιδασκαλείο Αρρένων με οικοτροφείο και με σκοπό την κατάρτιση δασκάλων, ώστε να διδάξουν σε περιοχές της Μακεδονίας που απειλούνταν από τον προσηλυτισμό των Βουλγάρων.

  Στο μαθητολόγιο του Υποδιδασκαλείου των ετών 1901-1910 για την κατάρτιση εκπαιδευτικών από ολόκληρη τη Μακεδονία είναι εγγεγραμμένοι δύο υποψήφιοι δάσκαλοι από τη Λιγκοβάνη[15].

Αυτή την εποχή επενέβη και η «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας», στα πλαίσια της εκπαιδευτικής οργάνωσης του αλύτρωτου ελληνισμού και προχώρησε στη χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης σε περιοχές της Μακεδονίας.  Για το λόγο αυτό κατά τη δεύτερη τετραμηνία του σχολικού έτους 1904-1905 χορήγησε στην κοινότητα Λιγκοβάνης για το μισθό του δασκάλου έξι (6) οθωμανικές λίρες, ενώ το ποσό για το μισθό της νηπιαγωγού παρόλο που προβλεπόταν δεν καταγράφηκε[16].

Το υπουργείο των Εξωτερικών του ελεύθερου ελληνικού κράτους σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του σχολικού έτους 1905-1906 για την ελληνική παιδεία στην Προξενική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, προχώρησε στην αυξημένη επιχορήγηση των μισθών του διδακτικού προσωπικού.  Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό ο μισθός του δασκάλου καθορίστηκε στις είκοσι  (20) οθωμανικές λίρες.  Ο μισθός της νηπιαγωγού ανήλθε στις είκοσι (20) οθωμανικές λίρες, ενώ τροποποιημένο το ποσό έφτασε τις είκοσι τρεις (23) οθωμανικές λίρες[17].  Το σχολικό έτος 1908-1909 το υπουργείο Εξωτερικών του ελεύθερου ελληνικού κράτους χορήγησε εξήντα (60) οθωμανικές λίρες για τους μισθούς του διδακτικού προσωπικού στην κοινότητα Λιγκοβάνης.  Συγκεκριμένα ο μισθός του δασκάλου ανήλθε στις τριάντα (30) οθωμανικές λίρες όπως επίσης και ο μισθός της δασκάλας[18].

Σε έκθεσή του ο επιθεωρητής των Ελληνικών σχολείων Άγγελος Παππαζαχαρίου, ύστερα από περιοδεία του σε περιοχές του καζά Λαγκαδά και της Υποδιοίκησης Θεσσαλονίκης από τις 10 Νοεμβρίου έως τις 2 Δεκεμβρίου 1905 ανέφερε ότι στη Λιγκοβάνη, οι μαθητές ήταν δεκαπέντε (15), τα αρσενικά νήπια είκοσι δύο (22) και τα θηλυκά ένδεκα (11) σε σύνολο σαράντα οκτώ (48) μαθητών.  Υπήρχε ένας δάσκαλος και μία δασκάλα, ενώ η ετήσια δαπάνη για τη λειτουργία του σχολείου έφτανε τις σαράντα τρεις (43) οθωμανικές λίρες, τις οποίες χορηγούσε η Ιερά Μητρόπολη. 

Οι σχισματικοί προσπάθησαν να κερδίσουν εκτός από το χωριό της Ζάροβας (Νικόπολη) και τη Λιγκοβάνη[19] από το έτος 1874 οργανώνοντας την εκπαίδευση των νέων για να ενισχύσουν την προπαγάνδα υπέρ των βουλγαρικών βλέψεων στη Μακεδονία με δωρεάν παροχή βιβλίων και ιδιωτική πρωτοβουλία δασκάλων.  Σημαντικές πληροφορίες για όλες τις κοινότητες του καζά Λαγκαδά  έδινε στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ο εκάστοτε Αρχιερατικός επίτροπος, ενώ ενημέρωνε το Μητροπολίτη για θέματα που απασχολούσαν άμεσα όλους τους κατοίκους της περιφέρειας σε σχέση με τις οθωμανικές αρχές.  Σημαντική είναι η έκθεση του Αρχιερατικού επιτρόπου Σακελλαρίου Ιωακείμ στις 3 Ιουλίου 1911 προς το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωκείμ Δ΄ Σγουρό.  Εκεί αναφέρει: «Εν Λιγκοβάνη ο Λόης Ιωάννου εκ Μπερόβης είναι καλός ως διδάσκαλος μάλλον δια να εργάζηται ευδοκίμως αλλαχού, ουχί δε εν Λιγκοβάνη, όπου μικτού όντος του χωρίου εκ σχισματικών και ημέτερων αγνοούντων παντελώς των Ελληνκών, πλην ολιγίστων, η κοινότης έχει ανάγκη προσώπου καταλληλοτέρου ως διδασκάλου και ψάλτου πεπειραμένου και δραστηρίου, γνωρίζοντος δε καλώς την Βουλγαρικήν και δυναμένου να εργάζηται και ως εθνικός παράγων ενταύθα.  Εις την κοινότητα ταύτην ενεδρεύει ο μεγαλύτερος κίνδυνος των Βουλγαροφώνων της περιφερείας όλης, επειδή ενταύθα κατοικεί από ετών μισθωτός ο περιβόητος βουλγαρόπαπας Παπαηλίας δράσας άλλοτε μετά των σωμάτων και θαυματουργήσας εν τη Πρωσοτσάνη Δράμας και αλλαχόσε φανατικότατος.  Επίκαιρος δε η θέσις αύτη και ως εκ της γειτνιάσεως αυτής προς άλλον χωρίον Ζάροβαν σχιματικόν και κέντρον ανέκαθεν των Βουλγαρικών προπαγανδών, νυν δε υπούλως εργαζόμενον και εις αυτήν την Μπαλάφτσαν κατοικουμένων υπό Πατριαρχικών.  Δια την κοινότητα απαιτείται «προσπάθεια» μεγαλυτέρα, επειδή και κτίριον σχολικόν λείπει και το κωδωνοστάσιον ετοιμόρροπον και ο ιερεύς ει εκ της ηλικίας ανεπαρκέστατος ενώ οι Βούλγαροι εις αριθμόν σχετικώς ολιγώτερον έχουσι δύο ιερείς και διδασκάλους ουχί ευκαταφρόνητους δια την εθνικήν δράσιν».[20]

Στην ίδια έκθεση αναφέρεται, ο «εκ Λιγκοβάνης διδάσκαλος, Παντελής Χάιδας, αρχάριος, ζωηρός ……» και υπηρετεί στην κοινότητα Κλείσελι».

Στις 28 Φεβρουαρίου 1911  ο Αρχιερατικός Επίτροπος Λαγκαδά Ιωακείμ Σακελλαρίου με επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ Δ΄ Σγουρό επισημαίνει την έλλειψη ικανών ιερέων και δασκάλων σ’ όλη την περιφέρεια.  Στην επιστολή αυτή ο Αρχιερατικός Επίτροπος γράφει για τη Λιγκοβάνη:

«Ανάγκη η θέσις αυτή να ενισχυθή δεόντως, ίνα μη κατόπιν πικρώς κλαύσωμεν, καθότι και το φρόνημα πολλών ημετέρων δεν είναι τόσον σταθερόν, εξ άλλου δε το χωρίον εις το αντίθετον κόμμα φιλοξενεί ιερέα τινα Π. Ηλίαν άνδρα δηλητηριώδη και πράκτορα επιβουλότατον χρηματίσαντα εις πλείστα σπουδαία κέντρα αρχιερατικόν επίτροπον, νυν δε και μισθοδοτούμενον επί σκοπώ.  Και ενώ οι Βούλγαροι εκτός του ειρημένου ιερέως έχουσι και έτερον νεώτερον εν σχετικώς μικροτέρω πληθυσμώ, οι ημέτεροι έχουσιν ένα και τούτον εσχατόγηρον και όταν ούτος δια μίαν ανάγκην (και τοιαύται υπάρχουσι πλείσται) εγκαταλείψη την θέσιν του δεν έχουσι ουδένα πόση Δε εκ τούτους ηθική ζημία ανυπολόγιστος.».[21]

Στις 3 Φεβρουαρίου 1914 ο έπαρχος Λαγκαδά Γ.Χ. Παπαδόπουλος υπέβαλε προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης στατιστικά στοιχεία των σχολείων της περιφέρειας Λαγκαδά, τα οποία συμπληρώθηκαν από τους οικείους δασκάλους.  Στη λειτουργούσε δημοτικό σχολείο με τέσσερις (4) τάξεις και εκατόν είκοσι επτά (127) μαθητές και μαθήτριες από τους οποίους οι εβδομήντα (70) ήταν μαθητές και οι πενήντα επτά (57) μαθήτριες.  Στο σχολείο δίδασκαν: ο Άγγελος Ηλ. Κούης από τη Λιγκοβάνη, είκοσι τριών (23) ετών, έγγαμος, απόφοιτος του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης με τέσσερα (4) έτη προϋπηρεσίας και ετήσιο μισθό τριάντα έξι (36) λίρες, ο Παντελής Δ. Χάϊδας από τη Λιγκοβάνη, είκοσι (20) ετών, έγγαμος απόφοιτος του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης με τέσσερα (4) έτη προϋπηρεσία και τριάντα έξι (36) λίρες ως ετήσιο μισθό.  Επίσης δίδασκε η Ανδρομάχη Ιωάννου από τη Δοϊράνη, δεκαοκτώ (18) ετών, άγαμη, απόφοιτη του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης με τέσσερα (4) έτη προϋπηρεσία και τριάντα (30) λίρες ως ετήσιο μισθό.[22].

Στις 29 Μαρτίου 1914 ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Μακεδονίας Κ.Σ. Δραγώτης υπέβαλλε προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, στον τομέα των εκπαιδευτικών θεμάτων τον «πίνακα εμφαίνοντα την κατάστασιν των Δημοτικών σχολείων της έναντι περιφερείας Λαγκαδά κατά το σχολικόν έτος 1913-1914».  Σύμφωνα με τον πίνακα λειτουργούσε στην κοινότητα Λιγκοβάνης Δημοτικό σχολείο με τέσσερις (4) τάξεις και 45 μαθητές και νηπιαγωγείο με 80 νήπια.

Η φοίτηση των μαθητριών ήταν μειωμένη σε σχέση με τη φοίτηση των μαθητών στη δημοτική σχολή Λιγκοβάνης, ενώ στις τελευταίες τάξεις της σχολής δεν προσέρχονταν αρκετοί μαθητές.  Η ετήσια δαπάνη της κοινότητας έφτανε τις πέντε (5) οθωμανικές λίρες και της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας τις εκατό (100) οθωμανικές λίρες. Το διδακτήριο του σχολείου και του νηπιαγωγείου ήταν κοινοτικά.  «Το χρησιμοποιούμενον ως δημοτικόν σχολείον έχει το δάπεδον και την στέγην ετοιμόρροπα.  Αμφότερα δε τότε Δημοτικόν και το Νηπιαγωγείον, είναι χαμηλά και στενόχωρα ανεπαρκώς φωτιζόμενα και αεριζόμενα».[23]

Ο παρακάτω πίνακας αναγράφει το διδακτικό προσωπικό της κοινότητας Λιγκοβάνης.[24]

 

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΧΟΛΗΣ ΑΡΡΕΝΩΝ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ
ΕΤΗ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ
 
---------
Ιωάννης Λίγκο-ιερέας και διδάσκαλος
 
1869-1870
Παπα-Γιώργης Μελάχρος-ιερέας και διδάσκαλος
 
1870-1871
Παπα-Γιώργης Μελάχρος-ιερέας και διδάσκαλος
 
1871-1872
Παπα-Γιώργης Μελάχρος-ιερέας και διδάσκαλος
 
1872-1873
Παπα-Γιώργης Μελάχρος-ιερέας και διδάσκαλος
 
1874-1875
Ηλίας Τοσίνοφ – διδάσκαλος
Λάζαρος Ζλάκιος – διδάσκαλος
 
1881-1882
Σταμάτιος Ιωαννίδης – διδάσκαλος
 
1882-1883
Σταμάτιος Ιωαννίδης – διδάσκαλος
 
1883-1884
Αντώνιος Ν. Γιαννόπουλος - διδάσκαλος
 
1886-1887
Ιωάννης Βαφειάδης – διδάσκαλος
 
1890 -
Στόγιος Κινέ
 
1899-1900
Γεώργιος Σαραντόπουλος - διδάσκαλος
 
1900-1901
Γεώργιος Σαραντόπουλος - διδάσκαλος
 
1901-1902
Γεώργιος Σαραντόπουλος - διδάσκαλος
 
1902-1903
Γεώργιος Σαραντόπουλος - διδάσκαλος
 
ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ
1906
-----------
Ελένη Παπαλεξοπούλου-διδασκάλισσα
1911
Λόης Ιωάννου - διδάσκαλος
------
1914
Άγγελος Ηλ. Κούης – διδάσκαλος
Παντελής Δ. Χάϊδας - διδάσκαλος
Ανδρομάχη Ιωάννου - διδασκάλισσα

 

 

Συμπερασματικά η μελέτη της λειτουργίας του σχολείου Λιγκοβάνης ως οργανωμένου και με συστηματική λειτουργία κοινοτικού θεσμού απουσιάζει έως το 18ο αιώνα. Σποραδικά αναφέρονται ιερείς και μοναχοί που δίδασκαν σε μικρές ομάδες μαθητών μαθήματα κυρίως Θρησκευτικού περιεχομένου, ανάγνωση και γραφή.  Η διδασκαλία γινόταν μόνο σε μαθητές κυρίως σε οικίες κατοίκων ή στον χώρο φύλαξης δίπλα στον Άη Γιώργη (οστεοφυλάκιο) και αργότερα μέσα στο Ναό. Σαφή αναφορά στην ύπαρξη οργανωμένου κοινοτικού σχολείου στη Λιγκοβάνη έχουμε κυρίως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.

 



[1] Απόστολου Αθ. Γλαβίνα – « Η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης» - Ε.Ε.Θ.Σ. – Θεσσαλονίκη 1979
[2] Ευστράτιος Θ. Βαχάρογλου – «ΤΑ ΣΧΟΛΕΊΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑ ΛΑΓΚΑΔΑ (1850-1912) – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2002
[3] Α.Μ.Θ., «Επιστολή των κατοίκων της κοινότητας Λγκοβάνης προς το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ (1874-1878), εν Λιγκοβάνη τη 28η Μαρτίου 1874», Κοινότητες Λιγκοβάνη, φάκ. 131, αρι. 19, Λιγκοβάνη 28 Μαρτίου 1874, σ. 1.
[4] Ι. Κ. ΒΑΣΔΡΑΒΕΛΛΗ – «Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796 1832»
[5]  Ι. Κ. ΒΑΣΔΡΑΒΕΛΛΗ – ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – Α΄ ΑΡΧΕΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1695-1912 – Σελ. 556
[6] Ζιώγου-Καραστεργίου Σιδηρούλα – «Συμβολή στην ιστορία των σχολείων της Θεσσαλονίκης» - ΕΜΣ
[7] «Η ελληνική κοινότης Μπέροβα υπαγομένη διοικητικώς εις τον καζάν Λαγκαδά, κατέβαλε φιλοτίμους προσπαθείας από του 1901 και εξής δια την σχολικήν, κοινωνικήν προκοπήν των μελών της.  Οι κάτοικοί της, παρ’ όλην την πτωχείαν των, ιδιαιτέρως εμερίμνησαν δια την ανοικοδόμησιν σχολείου, το οποίον απέκτησαν κατόπιν πολυετών αγώνων και θυσιών, τη συμπαραστάσει κυρίως της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και των μονών του Αγίου Όρους.
Η κοινότης του Μπερόβου κατά το 1905 έκαμε εν περαιτέρω βήμα εις την πνευματικήν και κοινωνικήν ανάπτυξίν της, ίδρυσε την αγαθοεργόν αδελφότητα υπό την επωνυμίαν «Η Ελπίς».  Αύτη έταξεν ως βασικόν σκοπόν της υπάρξεώς της, συμφώνως προς το άρθρον 1 του κανονισμού της, πρώτον «την βελτίωσιν και προαγωγήν της εγχωρίου ελληνικής ορθοδόξου εκπαιδεύσεως», δεύτερον «την πνευματικήν και ηθικήν των μελών και του καθόλου ομογενούς στοιχείου διάπλασιν» και τρίτον «την ανακούφισιν των απόρων και πασχόντων ομογενών».
Ο ανωτέρω σκοπός, τονίζεται ακολούθως εις το αυτό άρθρον του κανονισμού, θα υλοποείτο: πρώτον «δια της ηθικής και υλικής υποστηρίξεως των σχολείων Μπερόβης αναλόγως των πόρων αυτής», δεύτερον «δια συστάσεως βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου» (άρθρ. 22-23) και τέταρτον «δια της παροχής βοηθειών τοις απόροις και πάσχουσιν ομογενέσι κατά τας εορτάς ιδία των Χριστουγέννων και του Πάσχα». ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ –«ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ & ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» - ΕΜΣ
[8] Στο χωριό Βυσσόκα κατοικούσαν 200 σλαβόφωνες οικογένειες με γνήσια ελληνική συνείδηση και αφοσοιωμένες στο Πατριαρχείο.  Ο ιερέας Γιοβάνος δωροδοκήθηκε από την Εξαρχία, προσχώρησε σ’ αυτήν και προσλήφθηκε ως εφημέρειος στο εκεί βουλγαρικό παρεκκλήσι.  Τον Ιανουάριο του 1884 προσπάθησε να πετύχει το διοαρισμό ενός Βούλγαρου δασκάλου για το εκεί δημοτικό σχολείο, υποσχόμενος ότι θα καλύψει όλα τα έξοδα.  Τελικά οι ενέρειές του αντιμετωπίστηκαν με πρωτοβουλία του αναπληρωτή Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.(Κ. Βακαλόπουλος – Ο Βόρειος Ελληνισμός, 134)
[9] ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ-«Οι Ελληνοβουλγαρικοί ανταγωνισμοί το φθινόπωρο του 1885»-ΕΜΣ
[10] Α.Υ.Ε. φάκ. 1887, άνευ αριθμού κατατάξεως «Λογαριασμός περιφέρειας Θεσσαλονίκης σχολικόν έτος 1886-1887. Περιφέρεια Προξενείου Θεσσαλονίκης – Κεφάλαιον Α΄άρθρον α΄ τμήμα Γ΄Μακεδονία».Στ΄Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας δράσις 1886-1887, σ 3.
[11] Α.Υ.Ε. φάκ. 1887, Αποδείξεις εκπαιδευτικών και υποτρόφων περιφέρειας Θεσσαλονίκης και Σερρών, «Λογαριασμός περιφέρειας Θεσσαλονίκης σχολικόν έτος 1886-1887 – Περιφέρεια Προξενείου Θεσσαλονίκης αρ. Α΄- 16.
[12] «Ιστορικό Ανθολόγιο του Μακεδονικού Αγώνα» –  Α. Κωστόπουλου
[13] Πίναξ Γενικός των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία Ελληνικών Σχολείων, εν Κωνσταντινουπόλει 1902, σ.σ. 78-79.
[14] Α.Μ.Θ., Επιστολή του διδασκάλου Γεωργίου Σαραντόπουλου προς το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο (1893-1903), εν Λιγκοβάνη τη 17η Νοεμβρίου 1900», Κοινότητες – Λιγκοβάνη, φάκ. 131, αρ. 19 Λιγκοβάνη, 17 Νοεμβρίου1900, σσ. 1-2
[15] Ε.Θ. Βαχάρογλου – « Υποδιδασκαλείο και Οικοτροφείο στη Θεσσαλονίκη 1901-1913» - Ε.Μ.Σ.
[16] Α.Υ.Ε. «Πίναξ εκπαιδευτικών κ.λ.π. χορηγημάτων της προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας επιτροπής καταβληθέντων υπό του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης κατά την Βαν τετραμηνίαν του σχολικού έτους 1904-1905». Παιδεία εις Μακεδονίαν (1904-1909),έτ. 1905, φάκ. Α/17Β,αρι. 40 σ. 5.
[17] Α.Υ.Ε. «Προϋπολογισμός 1905-1906 – Προξενική περιφέρεια Θεσσαλονίκης», Παιδεία εις Μακεδονίαν 91904-1909), έτ. 1905 φάκ. Α/17β, αρ. 40, σ. 5
[18] Α.Υ.Ε. φάκ. 1908-1909,αρ. υποφ. 3, τμήμα 2, «Προϋπολογισμός 1908-1909 – Προξενική περιφέρεια Θεσσαλονίκης». Εκπαιδευτικά θέματα κυρίως της Μακεδονίας. Σ. 5.
[19] Α.Μ.Θ.,  «Επιστολή των κατοίκων της κοινότητας Λιγκοβάνης προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ (1874-1878), εν Λιγκοβάνη, 23 Απριλίου 1874», Κοινότητες: Λιγκοβάνη, φάκ. 131, αρ. 19 Λιγκοβάνη, 23 Απριλίου 1874, σ.1 Πρβλ. Α.Μ.Θ., «Επιστολή των: Γ. Σαραντόπουλου, Ηλία Πάσχου και Δημητρίου Χάϊδα προς το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο (1903-1910), εν Λιγκοβάνη 2 Ιουνίου 1903», Κοινότητες: Λιγκοβάνη, φάκ. 131, αρ. 19, Λιγκοβάνη, 2 Ιουνίου 1903, σ.1.
[20] Ευστράτιος Θ. Βαχάρογλου – ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑ ΛΑΓΚΑΔΑ (1850-1912). – Θεσσαλονίκη 2002
[21] Σακελλαρίου Ιωακείμ, «Επιστολή Αρχιερατικού Επιτρόπου προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ Δ. Σγουρό (1910-1912), εν Λαγκαδά 28 Φεβρουαρίου 1911», Ιεραί Μητροπόλεις – Λαγκαδάς Α΄φάκ. 17. αρ 12, Λαγκαδάς 28 Φεβρουαρίου 1911.σ.σ. 1-7.
[22] Ι.Α.Μ., Γ.Δ.Μ., αρ. φακ. 51, «Όνομα συνοικισμού Λιγκοβάνη»,  Εκπαιδευτική κατάσταση του καζά Λαγκαδά (1913-19140, σ.σ. 1-2
[23] Ι.Α.Μ., Γ.Δ.Μ., αρ. φακ. 51. «Πίναξ εμφαίνων την κατάστασιν των Δημοτικών σχολείων της έναντι περιφερείας Λαγκαδά – Σχολ. Έτος 1913-1914»,  Εκπαιδευτική κατάσταση του καζά Λαγκαδά, Λαγκαδάς, 29 Μαρτίου 1914, σ.1.
[24] Ευστράτιος Θ. Βαχάρογλου – «ΤΑ ΣΧΟΛΕΊΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑ ΛΑΓΚΑΔΑ (1850-1912) – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2002