Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ



Μου είναι ανεξήγητο γιατί όσο πλησιάζουμε προς το τέλος της ζωής μας θυμόμαστε τόσο ζωηρά τα παιδικά μας γεγονότα που τα σκεπάζουν ολόκληρες δεκαετίες. 

Βέβαια την εξήγηση αυτού του γεγονότος εξετάζει η σύγχρονη ψυχολογία με όλες τις λεπτομέρειες.

Αλλά τι μας ενδιαφέρει εμάς τους απλοϊκούς θνητούς πού τοποθετεί ο κάθε ψυχαναλυτής τις διάφορες περιπτώσεις του τόσο δύσκολου αυτού ζητήματος;

Θυμάμαι καλά κάποιον σοφό καθηγητή που μας έλεγε με στόμφο ότι τα χρόνια που περνάμε θα είναι τα καλύτερα της ζωής μας και μας συνιστούσε πάντοτε να τα ζήσουμε όσο μπορούμε πιο έντονα γιατί φεύγουνε χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε και δεν ξαναγυρίζουν πια.

Χωρίς να βαραίνω καθόλου την κουρασμένη μου μνήμη φέρνω μπροστά μου την τεράστια αίθουσα του νηπιαγωγείου του όχι και τόσο μακρυσμένου χωριού μου.  Τα στενόμακρα παγκάκια που καθόμασταν στη σειρά, τα λίγα σκαλοπατάκια που ανέβαιναν κυκλικά προς τα πάνω και θαρρούσες ότι βρισκόσουνα σε κανένα θέατρο της Επιδαύρου ή της Εφέσου.  Εκείνο το τεράστιο σκέπαστρο από γκουρμπαρισμένες λαμαρίνες τοποθετημένες κυκλικά και ο τρομακτικός θόρυβος της αστραποβροχής που μας οδηγούσε ασυνείδητα στο ξύλινο ετοιμόρροπο πάτωμα.  Θαρρώ ήταν στρατιωτική  κατασκευή και το ονόμαζαν Τώλ.

Κάθε παιδάκι είχε τη θέση του και η αυστηρή δασκάλα με τη βέργα στο χέρι προσπαθούσε η καημένη να μας μάθει σώνει και καλά τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτου.

Ένα ξύλινο ντουλαπάκι με ψηλά ποδαράκια και ανάλογες τετράγωνες θέσεις έκρυβε τα χτυπητά μικρά και κεφαλαία γράμματα και τραβώντας ένα στα κουτουρού μας το έδειχνε η δασκάλα με χάρη και περίμενε να της πούμε μ’ ένα στόμα, πιο γράμμα είναι.

  • ΔΕΛΤΑΑΑΑ….
    φωνάζαμε ενθουσιασμένοι όλοι μαζί και επακολουθούσε αυτό για πολλά άλλα γράμματα.  Στη συνέχεια το μάθημα της αριθμητικής με τα χρωματιστά  μπαλάκια που ήταν αραδιασμένα σε κάτι λεπτά τεντωμένα συρματάκια και τα μετακινούσε ρυθμικά απ’ τ’ αριστερά προς τα δεξιά μ’ ένα λεπτεπίλεπτο κοντάρι σαν αυτό που παίζουνε μπιλιάρδο.
    Ξελαριγγιζόμασταν να λέμε φωναχτά πως δύο και δύο κάνουν τέσσερα και τέσσερα και τέσσερα οκτώ.
    Εκεί δίδασκε η μαρτυρική δασκάλα με τον δικό της πάντοτε τρόπο και μας έλεγε ένα σωρό ευχάριστα παραμυθάκια που τα παρακολουθούσαμε μ’ ανοικτό στόμα.  Όποιος βρισκόταν στην ανάγκη να βγει έξω απ’ την αίθουσα σήκωνε ζωηρά το χεράκι του και η δασκάλα δίνοντας την άδεια τον παρακολουθούσε με προσοχή μέχρι να κλείσει αθόρυβα την πόρτα.
    Μια μέρα ένα παιδάκι σήκωνε επίμονα το χεράκι του και έκαμε διάφορους μορφασμούς.
  • Τι τρέχει, Παντελάκη; ρώτησε απορώντας η δασκάλα.
    Την πληροφόρησε αδίστακτα ότι ο πλαϊνός του Χρηστάκης αμόλησε χωρίς να το θέλει τα δυσώδη αέρια.
    Σηκώθηκε αμέσως ο Χρηστάκης κατακόκκινος απ’ το θυμό και κάνοντας βίαια το σταυρό του διαμαρτυρήθηκε έντονα λέγοντας ότι τα καταγγελλόμενα του Παντελάκη ήτανε τελείως ανυπόστατα και κάνοντας μια απότομη μεταβολή μουρμούρισε:
  • Αν δεν πιστεύεις έλα κυρία να μυρίσεις!
    Κόκαλο φυσικά η κυρία….
    Αργότερα στις πρώτες του δημοτικού μας ήρθε η κυρία Καλλιρρόη. Φοβερά αυταρχική, το ξυλοφόρτωμα πήγαινε σύννεφο και η ιδιοτροπία της σ’ όλα δεν περιγράφεται.  Αρχινούσε το πρωινό μας μάθημα με την προσευχή «Πάτερ Ημών….» πάντα είχε να βρει κάποιο λάθος, οπότε αυτός που έλεγε την προσευχή ήξερε τι τον περιμένει.
    Τότε ήτανε που γινότανε μπαρούτι, αστακός κατακόκκινος, σηκωνότανε όρθια και αρχινούσε την πάρλα.
  • Εν ουρανώ ζωντόβολο και όχι ουρανόν.
    Οι υπόλοιποι σκύβαμε τα κεφάλια κάτω από τα θρανία και γελούσαμε με την ψυχή μας.
    Σηκωνότανε όρθια, χτυπούσε λυσσασμένα την κρανόβεργα πάνω στην έδρα και άρχιζε τον εξάψαλμο.
    Τι κάνει το καβάκι;  Μεγαλώνει….. μεγαλώνει…. χωρίς να απλώνει ρίζες και αν φυσήξει κανένας δυνατός άνεμος, πάρτο κάτω.
    Αλλά ο Κουράτσκος είχε ακούσει κάτι διαφορετικό από τον παππού του και άρχισε την αφήγηση.
    Τα δικά μας καβάκια δεν πέφτουν κυρία.  Όταν είχαμε τούρκικη κατοχή, ο Τούρκος μουχτάρης του χωριού για να σταματήσει η ανομβρία που ταλαιπωρούσε για χρόνια την περιοχή, έστειλε μια ομάδα χωρικών στο χωριό του στα βάθη της Ασίας και φέρανε από κει φυτά που φύτεψαν σ’ όλα τα ρέματα του χωριού, γιατί έλεγε ότι βοηθούν στη βροχόπτωση.  Τα γεγονότα επαλήθευσαν τον Τούρκο μουχτάρη, αλλά επιπλέον τα καβάκια αυτά έστελναν βαθιές ρίζες και έδεναν χοντρούς και ίσιους κορμούς γι’ αυτό σώζονται μέχρι σήμερα.
      Η αφήγηση του Κουράτσκου που τη χρωστούσε στον παππού του έγινε αιτία για να ηρεμίσει σήμερα  η κυρία Καλλιρρόη αύριο δεν ξέρουμε τι μας περιμένει.
    Η επόμενη μέρα μας επεφύλασσε ξύλο πολύ.  Ούτε κι εκείνη η κρανόβεργα ήταν με το μέρος μας, δεν έλεγε να σπάσει.
    Η μπάμπω Κουτκούσκου ήταν το σήμα κατατεθέν της γειτονιάς.  Εκείνος ο σκύλος της κρυμμένος πίσω από την βαριά αυλόπορτα γάβγιζε τον κάθε περαστικό αλλά κανείς δεν τον είχε δει.
    Αποφασίσαμε λοιπόν να περνάμε μπροστά από την πόρτα, σε μικρή απόσταση ο ένας μετά τον άλλον στη σειρά, όλοι οι ένοικοι του κάτω μαχαλά και να πετούμε από μια πέτρα στην ξύλινη αυλόπορτα ώστε να τον προκαλούμε και να γαβγίζει.  Έτσι συνεχίσαμε μέχρι τα μεσάνυχτα.
    Η μπάμπω κατάλαβε ποιοι ήμασταν και κάθε λίγο έβγαζε το κεφάλι της από το παράθυρο και άρχιζε τις κατάρες. Εμείς όμως δεν καταλαβαίναμε τίποτε.
    Την άλλη μέρα το πρωί νάσου η μπάμπω στη δασκάλα και όλοι οι μαθητές του κάτω μαχαλά στο διάδρομο και με τα χέρια έτοιμα να δεχτούν τη κρανόβεργα.  Μετά τον ξυλοδαρμό με τα χέρια κάτω από τις μασχάλες επιστρέφαμε όλοι στις θέσεις μας.
    Ήταν ένα γλυκό ανοιξιάτικο απόγευμα και ο καιρός μαλακός σαν βελούδο.  Με το σχόλασμα παίρναμε σχεδόν όλοι το δρόμο για τα καπνοχώραφα.  Προτιμούσαμε την άσφαλτο, γιατί στις άκρες της όλο και καμιά γόπα θα βρίσκαμε να φουμάρουμε.
    Είχαμε όμως την ατυχία να μας δει εκείνη τη μέρα και να μας αναγνωρίσει από το παράθυρο του λεωφορείου ο άντρας της δασκάλας, δάσκαλος κι αυτός.
    Την άλλη μέρα πάλι στο διάδρομο.   Περιττό  βέβαια να προσθέσω ότι όλοι μας ήμασταν κουμπούρες. Αμέσως έβγαλε από την τσέπη το πακέτο και προσποιήθηκε ότι μας κερνά τσιγάρο.  Μετά μας κοίταξε αυστηρά μες στα μάτια και μουρμούρισε.  «Ώστε για τσιγάρο πρώτοι, έ, και για μάθημα μηδέν …..»
    Τώρα θα σας δείξω εγώ.  Αρπάζει την βέργα και «που σε πονεί και που σε σφάζει».
    Το ξύλο που φάγαμε εκείνη την ημέρα ακόμα δεν το ξέχασα αν και πέρασαν από τότε πενήντα χρόνια περίπου.
    Να λοιπόν και μια αποτελεσματική ενέργεια της τότε παιδαγωγικής με τα αυστηρά και απλά συστήματα.
    Αργότερα όταν φτάσαμε στις τελευταίες τάξεις τα πράγματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά.
    Την Πρωτομαγιά στο Σαράντα μαζευόταν όλη η πλουτοκρατία της Θεσσαλονίκης για να κάνουν τις σούβλες τους και να διασκεδάσουν, ενώ εμείς παιδιά ενός κατώτερου Θεού αρκούμασταν στις μυρωδιές.
    Παρακολουθούσαμε τα πλουσιόπαιδα που παίζαν μ’ εκείνες τις δερμάτινες μπάλες, που εμείς δεν είχαμε αγγίξει ποτέ και τα καλοτυχίζαμε.
    Ξαφνικά μια μπάλα έπεσε πάνω σ’ έναν αγκαθωτό θάμνο και οι παίκτες αρκούνταν μόνο να την κοιτάζουν ενώ φοβούνταν να πλησιάσουν.  Ο Μαρκεζίνης όμως μ’ ένα σάλτο άρπαξε την μπάλα και φύγαμε όλο το τσούρμο για το χωριό.  Την απόσταση των πέντε χιλιομέτρων τη διανύσαμε πολύ γρήγορα μη μας προλάβει η νύκτα. Στήσαμε τις ομάδες στου Λάγου το αλώνι και μέχρι τα μεσάνυκτα προσπαθούσαμε να γίνουμε ποδοσφαιριστές.   Ίσως ήταν η καλύτερη πρωτομαγιά μας.
    Στις δύο Μαΐου όμως ο πρωτευουσιάνος ιδιοκτήτης της μπάλας ήρθε στο σχολείο για να εκφράσει το παράπονο του και να ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, όπως είπε.  Κι εμείς οι ένοικοι του κάτω μαχαλά πάλι στο διάδρομο με τα χέρια απλωμένα και έτοιμοι να δεχθούμε την κρανόβεργα για να επιστρέψουμε την μπάλα.  Η μπάλα επεστράφη αλλά τα χέρια όλων μας ήταν πρησμένα.
    Ο φόβος μας μεγάλωνε ακόμη περισσότερο στην ιδέα και μόνο ότι υπήρχε περίπτωση να μάθουν οι κηδεμόνες μας κάποια από τις ζαβολιές οπότε είχαμε και δεύτερο ημίχρονο ξυλοφορτώματος στο σπίτι.
    Ο φόβος που προξενούσε ο δάσκαλος, ο πρωτότυπος εκείνος παιδαγωγός που ακολουθούσε δικό του σύστημα μπορούσε να φέρει άριστα αποτελέσματα που μπροστά τους υποχωρούσαν τα διάφορα δήθεν ευγενικά συστήματα της παιδικής ψυχολογίας.
    Τα παιδικά μας χρόνια όμως δεν ήταν μόνο ζαβολιές και τρέλες.  Πολλές φορές με τις ενέργειές μας ενθουσιάζαμε δασκάλους και γονείς.  Πώς να ξεχάσω όταν στις τελευταίες τάξεις μας αμόλησε ο δάσκαλος να αποσπάσουμε συνεντεύξεις από τους παππούδες μας με τις οποίες να αιτιολογήσουμε την προέλευση των ονομασιών των διάφορων τοποθεσιών του χωριού.
    Έτσι σήμερα κοντά στην έκτη δεκαετία του βίου μου στα διάφορα αρχεία βρίσκω τις ίδιες απαντήσεις.
    Κάθε τοποθεσία και κάθε μεριά είναι υφασμένη μ’ ένα θρύλο, με μια ιστορία.  Κι η μόνιμη μουσική του Μπογδάνα που κυλάει ήρεμος.  Χρώματα και εκπλήξεις αλλεπάλληλες.  Σου έρχεται κάθε στιγμή να φωνάξεις πως η Ξυλόπολη είναι το ομορφότερο χωριό της Ελλάδας.  Να το διαλαλείς και να περηφανεύεσαι που ζεις σε τέτοιο τόπο.
    Που να θυμηθείς τις εκδρομές που κάναμε τότε στη Λάμπα ή στα Παντίστσια.
    Τα τραγούδια που μας μαθαίνανε μέσα στο έρεβος της φτώχειας! Τους συρτούς χορούς και τα διάφορα παιχνίδια!
    Που να βρίσκονται τάχα η Τόνη, η Μαρία, η Νούλα, η Σούλα, η Ρούλα και η Λίνα να πιαστούν χέρι με χέρι και να παίξουν:
    Που θα πας κυρά Μαρία με τεφάν, με τεφάν
    που θα πας κυρά Μαρία, με τεφάν, φαν, φαν.
    - Θα υπάγω εις τους κήπους με τεφάν, με τεφάν
    θα υπάγω εις τους κήπους με τεφάν, φαν, φαν …..
    Να παίξουν μπούρκο και τζαμί, αφού πρώτα πούνε το τραγουδάκι:
    Ένα λεπτό κρυμμύδι, γκέο, γκέο, γκέο
    ένα λεπτό κρεμμύδι, βράσε βαγγέλο…
    Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι
    κι η πεπεριά τσακίστηκε και μούκοψε το χέρι.
    Δος μου το μαντηλάκι σου το χρυσοκεντημένο
    να δέσω το χεράκι μου που είναι ματωμένο…..
    Η εξαιρετικά χαροποιός είδηση, με την οποία απαγορεύτηκε η σωματική ποινή στον μαθητόκοσμο, πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων το 1979  και δεν της δόθηκε η έμφαση που έπρεπε.
    Ευτυχώς που παρήλθε η εποχή που το παιδί παραδινόταν στο δάσκαλο από το γονιό, για να το κάνει άνθρωπο με τη …βέργα και εκείνο το κακόμοιρο «υγραίνονταν» πάνω του από το φόβο.  Σκηνές σαν αυτή που μας παραθέτει ο Καζαντζάκης στο αυτοβιογραφικό του έργο  «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ», κάθε άλλο παρά την παιδαγωγική πρακτική προβάλλει:
    «…… Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέραταž μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
  • Ετούτος είναι ο γιός μου, του είπε ο πατέρας μου.
    Ξέμπλεξε το χέρι του από την χούφτα μου και με παρέδωκε στο δάσκαλο.
  • Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκκαλα δικά μουž μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
  • Έγνοια σου καπετάν Μιχάληž έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι’ έδειξε τη βίτσα….»
    Η νοσταλγική ανάμνηση των πρώτων παιδικών χρόνων αδύνατο να συγκριθεί με το γοργό κύλισμα μιας αθώας παιδικής ζωής που πέρασε σαν σίφουνας θαρρείς και αλίμονο, δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ πίσω πια ……