Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΗ ΑΓΑΠΗ



Το παρακάτω διήγημα απέσπασε το Γ΄ Βραβείο  στον 8ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων.


Πεταχτή πεταχτή κατέβαινε η Χριστίνα με την στάμνα στον ώμο τον κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε στου Τζούλου το πηγάδι.  Κατηφορικό ναι, μα με πέτρες, βράχους, σκαλοπάτια, λάκκους γεμάτους νερό, ξερόκλαδα, χαλίκια έτσι τον έχει φτιάξει η φύση από τα παλιά τα χρόνια και οι χωρικοί του κάτω μαχαλά κουβαλούν από το πρωί ως το βράδυ που θα νυχτώσει το νερό του.

Άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, κορίτσια δέκα χρονών ακόμα, με τη στάμνα στον ώμο ανεβοκατέβαιναν χωρίς άλλη δουλειά και το καλοκαίρι να τρέχει ο ιδρώτας από το μέτωπο, σταλαγματιά-σταλαγματιά και να μουσκεύει το πουκάμισο και να στέκονται να ξεκουραστούν σε κανένα ξερόλιθο ώσπου να πάρουν πάλι το δρόμο τους.  Μα το χειμώνα πιο λιγοστοί, τρέχουν πιο ελεύθεροι, κόκκινοι - κόκκινοι από το κρύο με παγωμένη την αναπνοή τους και χουχουλίζοντας το χέρι πότε το ένα και πότε το άλλο.

Από τη μια πλευρά του δρόμου κρέμονται βράχοι θεόρατοι και μυτεροί χωρίς δένδρα και χωρίς πρασινάδα και σπίτια χωρικών, καλύβες καλύτερα, και η εκκλησία του Αη Γιώργη στην απέναντι πλαγιά που τον έκτισε εδώ και τόσα χρόνια η θεοσέβεια των ανθρώπων για να προσεύχονται πιο γρήγορα στον Πλάστη.

Και εκεί παρακάτω στο γύρισμα του δρόμου είναι γκρεμοί ….. αλίμονο σ’ όποιον γλιστρήσει και πέσει.  Από κάτω κυλάει ο Μπογδάνας που σπάζει στους βράχους ενώ αφήνει λίγο αφρό και ένα μουρμουρητό ελαφρό και σχηματίζει που και που  κανένα καταρράκτη.   Απέναντι η Κιάντα με τις συκιές, τις ροδιές, τις μυγδαλιές και τους πολλούς λαχανόκηπους.

Αυτό το δρόμο ανεβοκατεβαίνει δύο φορές την ημέρα η Χριστίνα για να φέρει φρέσκο νερό στο σπίτι της, μισή ώρα δρόμο.

Ο πατέρας της αγρότης, η μάνα της φιλάσθενη γυναίκα  τις περισσότερες φορές παρέμενε στο σπίτι για να ετοιμάσει το φαγητό και να συγυρίσει το σπίτι.

Εκείνη την ημέρα της έτυχε βιαστική δουλειά του σπιτιού και πήγαινε δέκα η ώρα πάνω – κάτω και γιαυτό έτρεχε γρήγορα να προλάβει.

Ήταν Αύγουστος μήνας.  Ο ήλιος και ο δρόμος την έκαναν ακόμη πιο κόκκινη.  Είχε σκεπασμένο και το κεφάλι της μ’ ένα μαντίλι κόκκινο και έβγαιναν μπροστά στο μέτωπο της λίγα μαλλιά ανυπότακτα, ολόξανθα, κι έπεφταν πίσω στην πλάτη της δύο πλεξούδες στριμμένες και χοντρές, κάτω-κάτω στην άκρη δεμένες μ’ ένα κορδελάκι μαύρο.

Τα μάτια της μαύρα γλαρά, που πετούσαν σπίθες, μέσα από εκείνες τις μακριές και μεταξωτές βλεφαρίδες.

Το μπουστάκι της ανοικτό και ξεκούμπωτο σκέπαζε στήθος ασχημάτιστο ακόμη, ενώ άφηνε να φαίνεται ένας λαιμός μελαχρινός και γλυκός, ολόστρωτος μ’ ένα λακκάκι για φίλημα.

Το φουστανάκι της, κοντό μεσοφούστανο και τα πόδια της γυμνά, γυμνά μα όμορφα και μικροκαμωμένα.

Λίγες βγαίνουν όμορφες εκεί ψηλά στην Ξυλόπολη, μα οι λίγες αυτές είναι ονομαστές και από αυτές η μία ήταν η κόρη του  Πατίκα του νοικοκύρη.

Την ώρα που κατέβαινε τον κατηφορικό δρόμο με την στάμνα στον ώμο, απάντησε τον Χρήστο που ανέβαινε.

Ιδρωμένος κόκκινος από το δρόμο και από το τουφέκι που είχε ριγμένο στην πλάτη του κρεμασμένο από το λουρί.  Ο σκύλος δίπλα του τον ακολουθούσε και αυτός λαχανιασμένος με την γλώσσα έξω, από την κούραση και την ζέστη.  Είχε ανεβεί εκεί ψηλά στις πλαγιές του Βερτίσκου, να χτυπήσει τρυγόνια, γιατί εκεί μαζεύονται τα καημένα κυνηγημένα από τα άλλα βουνά.

Όταν την είδε κοντοστάθηκε.

Τι καλά!  Χριστίνα της λέει, θα μου δώσεις λίγο νερό να πιω;

Τώρα πηγαίνω να γεμίσω του απαντά η Χριστίνα, και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, εκτός αν θέλεις να έρθεις ίσα με την πηγή μαζί μου.

Καλύτερα να σε περιμένω άμα γυρίσεις.

Κάθισε αυτός στον βράχο κάτω απ’  τη γκορτσιά και ο σκύλος ξάπλωσε στα πόδια του, ακουμπώντας το σαγόνι του στην γη και με γυρισμένο το κεφάλι κοίταζε τον αφέντη του.  Ο καημένος ο Άρης ούτε είχε όρεξη να μυρίσει τα πουλιά μέσα στην τσάντα του αφέντη του.

Η Χριστίνα τράβηξε το δρόμο της και αθέλητα γύρισε πίσω της να δει τον Χρήστο.  Αυτός την έβλεπε όσο πήγαινε ώσπου κρύφτηκε στον κατήφορο.

Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και φάνηκε πάλι πίσω η Χριστίνα με το σταμνί γεμάτο, έτρεχε να προφτάσει τον Χρήστο που την περίμενε.  Αυτός την είδε και σηκώθηκε.  Έβγαλε από την τσάντα του ένα πετσί ραμμένο σαν μικρή λεκάνη κι ένα κύπελο χρήσιμα για το κυνήγι του και τα δύο.  Γέμισε την πέτσινη λεκάνη πρώτα για το σκύλο του και ύστερα ήπιε και αυτός.

Αυτή του έχυνε από το σταμνί της μα τόσο πολύ απρόσεχτα που τον περίχυσε με το νερό.  Γύρισε και εκείνος και την κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο ενώ χαμογέλασε και αυτή, χαμήλωσε τα μάτια και κοκκίνισε πιο πολύ.

Τώρα σηκώθηκε, πήρε το σταμνί πάλι στον ώμο και ξεκίνησε.

Στάσου της λέει ο Χρήστος να σου δώσω δύο τρυγόνια για το κόπο σου.   

Σιγά τον κόπο.  Ευχαριστώ.  Τι να τα κάνω;

Ας είναι δεν τα θέλεις.

Καλά λοιπόν και γω αφού δεν τα παίρνεις τα τρυγόνια, θα σου δώσω ένα φιλί.

Εκείνη κοκκίνισε και κοντοστάθηκε, λες και το αναζητούσε από τον όμορφο Χρήστο.

Την πιάνει κι αυτός από τη μέση με το αριστερό του χέρι την ζυγώνει κοντά του και της τραβά ένα λαχταριστό φιλί στο κόκκινο μάγουλο.

Η Χριστίνα σαν να παραξενεύτηκε μα χωρίς να κακιώσει, τραβήχτηκε λιγάκι, για ν’ αποφύγει τάχα και το δεύτερο, μα κρακ ξαφνικά η στάμνα της χτυπά στον βράχο και χύθηκε σαν ποτάμι το νερό και την μούσκεψε.

Έβγαλε μια μικρή φωνή από την ανατριχίλα του κρύου νερού και κοίταξε με περιέργεια γύρω της που έσταζαν νερά.

Τώρα πως θα πας σπίτι σου;

Με άδεια χέρια, είπε και γέλασε.

Ακούς!  Και να φταίω εγώ!...

Μπα, δεν πειράζει είπε και τράβηξε μπροστά.

Ύστερα και αυτός τράβηξε το δρόμο του ενώ εκείνη πήρε το δικό της.

Στο τέλος του δρόμου που ήταν να κρυφτούν ο ένας από τον άλλον γύρισε να τον δει.  Ο Χρήστος έφερε το χέρι του στο στόμα και της έστειλε ένα φιλί.  Και η Χριστίνα χωρίς να το συλλογιστεί τούστειλε με τον ίδιο τρόπο το φιλί που δεν τόλμησε να του δώσει.

Και πάλι αγάλι – αγάλι πήρε το δρόμο για το σπίτι της.   Η μάνα της ήταν στην πόρτα και μαδούσε μια κότα:

Μόλις την είδε:

Πως είσαι έτσι μωρή;  Πού είναι το σταμνί;

Είδες καλή μου μάνα…..έγινα μουσκίδι….. Ήταν σάπιο….. και κει που το’ φερνα μ’ απόμεινε στα χέρια.

Δεν άργησε η είδηση να διατρέξει όλο το χωριό, ο Χρήστος το όμορφο και μεγαλόψυχο παλικάρι αρραβωνιάστηκε με την Χριστίνα την ομορφότερη του χωριού.

Ο Μήτσος, ο Γιάννης, ο Κώτσος, λεβέντες ξακουστοί που έτρεμε η γη στο πάτημά τους, κρυφοκοίταξαν ανάμεσά τους όταν άκουσαν το μαντάτο του αρραβώνα.  Όλα τα παλικάρια του χωριού έβλεπαν με γλυκό μάτι την Χριστίνα,  όλα είχαν την κρυφή ελπίδα πως θα την κάνουν ταίρι τους, γιατί η Χριστίνα δεν ήταν μόνον η ομορφότερη, αλλά και η κορώνα της τιμής του χωριού.

Ο αδελφός της είκοσι χρονών λεβέντης σκοτώθηκε στην Αλβανία, τη γριά μάνα και τον γέρο πατέρα της είχε μονάχα να φροντίσει μα τα γεράματα τους βάραιναν τα πόδια και μόνο η αγάπη της Χριστίνας τους βαστούσε ακόμα στη ζωή.

Ήταν μήνας θεριστής και ο ήλιος στο βασίλεμά του, όταν κατέβηκαν οι δύο αρραβωνιαστικοί  στη στάση του λεωφορείου, χαιρέταγαν στο διάβα τους οι θεριστές.

Μα το καμαρωμένο ταίρι με λύπη περπατούσε.

Σαν τις στάλες τις δροσιάς που τις φωτίζει ο ήλιος λάμπανε τα δάκρυα στα μάτια της Χριστίνας και στα δροσάτα χείλια της έτρεμαν τα λόγια.

Άντε στο καλό και με καλό νάρθεις – είπε – κι έγειρε το χρυσό κεφάλι της στην αγκαλιά του Χρήστου.

Το ένα φιλί ακολουθεί το άλλο και τα φιλιά τα δάκρυα.

Οι αρραβωνιαστικοί χωρίστηκαν.

Θυμήσου να γυρίσεις…

Γρήγορα θα γυρίσω Χριστίνα μου.

Η κόρη πήρε το δρόμο του χωριού με λύπη και ελπίδα μαζί στην καρδιά και ο νέος κίνησε για ξένη γη, για ξένα χώματα.

 Που πηγαίνει ο Χρήστος; Ρωτούσαν τη Χριστίνα τα κορίτσια του χωριού.

Στο Βέλγιο με πόνο αποκρίνονταν εκείνη.

Πολλές φορές από την ημέρα του χωρισμού χρυσώθηκαν οι κάμποι από στάχια και άσπρισαν τα βουνά από χιόνια, πολλές φορές τα χελιδόνια γύρισαν, μα ο Χρήστος ακόμα να φανεί.

Μετρούσε η Χριστίνα τις μέρες, τους μήνες και τα χρόνια, σφούγγιζε τα δάκρυα που ο πόνος της έφερνε στα μάτια, βαστούσε στην καρδιά της τους στεναγμούς, μα ένα παράπονο δεν έφυγε από τα χείλη της, μια απελπισμένη σκέψη δεν πέρασε από τα λογικά της.

Γιατί δεν έρχεται ακόμη, τι τον κρατάει στα ξένα τον αρραβωνιαστικό σου Χριστίνα; Της έλεγαν οι νέες του χωριού.

Θα γυρίσει, γρήγορα θα γυρίσει, αποκρινόταν το μαραμένο στόμα!

Μα γιατί δεν σου γράφει; Γιατί δεν σου στέλνει χαιρετίσματα;

Γιατί είναι μακριά το Βέλγιο και πως με ποιον να μου τα στείλει;

Σε γελούν!  Είναι διαβόλου χώρα το Βέλγιο και οι Βελγίδες μαργιόλες έχουν ποτά μαγικά και όλους τους μαγεύουν, ο Χρήστος όμορφος πολύ, λεβέντης, παλικάρι είναι εκεί λησμόνησέ τον πια.

Μα λησμονιέται η αγάπη και οι όρκοι που δώσαμε μπροστά στην Παναγιά.

Εκείνος όλα τα λησμόνησε, έρημο το σπίτι του άφησε, εσένα δεν σου γράφει, και το μακρύ τουφέκι του στο σπίτι σου σκουριάζει, τι άλλο περιμένεις;

Το Χρήστο μονάχα, θα έρθει, θα γυρίσει… αφήστε με πια…

Και οι νέες έκαναν το σταυρό τους για τη μεγάλη πίστη και υπομονή της.

Τα χρόνια φεύγανε και η Χριστίνα περίμενε.  Μια μυστική, γλυκιά φωνή της έλεγε θα γυρίσει, γιατί ο λόγος του δύο δεν γίνεται.

Του κάκου της έστελναν τα παλικάρια προξενιά, του κάκου το όμορφο αρχοντόπουλο, ο Παύλος του Σαπάρα,  της έταζε πύργους και παλάτια, η καρδιά της για το Χρήστο έτρεμε και η ψυχή της σαν όνειρο τον έβλεπε να πατά το χώμα του χωριού.

Λησμόνησέ τον πια – της έλεγε ο πατέρας της – και πάρε το Παύλο, Χριστίνα μου, χίλιες φορές μου μίλησε για σένα, ευτυχισμένη θα είσαι, το χρήμα το έχει και καλός και λεβέντης είναι.  Χριστίνα μας πήραν τα γεράματα, το βλέπεις, αύριο, μεθαύριο μοναχή και έρημη στον κόσμο θα μείνεις..

Τον όρκο μου, Πατέρα, εγώ δεν τον χαλώ και με άλλον να ζήσω δεν γίνεται, αλλοίμονο σε μένα από την Παναγιά…

Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό ο γέρος και είπε.

Άιντε του Θεού το θέλημα για σένα, παιδί μου, ας γίνει…

Μήνας δεν πέρασε και μια βραδιά πριν ακόμη η γλυκόφωνη του Άη Γιώργη καμπάνα τον εσπερινό σημάνει, έκλεισε ο γέροντας χριστιανικά τα μάτια με την γλυκιά ελπίδα να τα ξανανοίξει στον ουρανό.

Όλη η λεβεντιά τον ακολούθησε στην στερνή κατοικία του κι όλο το χωριό στον τάφο του έριξε το στερνό συχώριο και λίγο χώμα.  Η Χριστίνα μαυροφορεμένη έχυνε πάνω στο μνήμα του τα χρυσά της μαλλιά και με της λύπης το τραγούδι μοιρολόγησε.  Στον πόνο της επάνω θυμήθηκε και τον αποχωρισμό  του Χρήστου.

Ο θάνατος όμως της μητέρας της της έφερε στο νου της την ιδέα, μήπως κι ο Χρήστος πέθανε.  Για πρώτη φορά αυτό το μαύρο στοχασμό ξεστόμιζαν τα χείλη της.  Ο Παύλος την άκουσε, έριξε ένα στεναγμό, σαν να του ξελάφρωσαν τα στήθη του κι έφυγε:  Μόνος του στο δρόμο με τα φτερά της ευτυχίας πέταγε, περήφανα περπάταγε σαν να ήταν από εκείνη τη στιγμή δικός του όλος ο κόσμος, πίστευε πως την άρνηση της Χριστίνας νίκησε πια.

Μια αυγή μονάχη η Χριστίνα επέστρεφε από το μάζεμα του καπνού.

Καλή μέρα, Χριστίνα, της λέει η μαμή του χωριού.

Καλή σου μέρα κυρά Κώσταινα.

Το μάζεψες, κόρη μου;

Τι να κάνω κι αυτό γραφτό μου ήταν..

Όχι γραφτό σου, κόρη μου, μονάχη σου το θέλεις…

Ένας Θεός το ξέρει…

Γιατί δεν παντρεύεσαι λοιπόν, παιδί μου; φτάνει το ναι μόνο να πεις και χίλιοι δυο λεβέντες μπροστά σου θάρθουνε με μιας  ποιος να σε πρωτοπάρει;

Του Χρήστου η αγάπη!  Και με ρωτάς ακόμη;

Μα εκείνη πάει τώρα πια…

Ποιος σου τόπε πως μ΄ αρνήθηκε;

Δεν είπα πως σ’ αρνήθηκε, μα ….οι πεθαμένοι κόρη μου στον κόσμο δεν γυρίζουν.

Τι λες; Για του Θεού το όνομα, τι λες; - είπε κι αναστηλώθηκε μπροστά στην κυρά Κώσταινα γεμάτη οργή και τρόμο.

Μην κάνεις έτσι κόρη μου, ξέρεις ο κόσμος τέτοια έχει.

Το θλιβερό μαντάτο πως το ξέρεις;

Γιο δεν έχω εγώ στο Βέλγιο; Μου τόγραψε στο γράμμα. Πέθανε και ο ίδιος βαστούσε το σταυρό, κι όλοι οι συγχωριανοί τον έκλαιγαν πίσω.

Αχ σώπα – μουρμούρισε η Χριστίνα, κι έπεσε στην αγκαλιά της Κώσταινας σαν άψυχο κουφάρι.

Πίστεψε η δύστυχη στα λόγια της Κώσταινας…και δεν πέρασε από το μυαλό της πως ήταν η μαμή μιλημένη…..

Είναι όμορφη ακόμη η Χριστίνα, μ΄ όλο που οι πόνοι και οι δουλειές της μάραναν τη νιότη.  Μέρα νύχτα κλαίει τον αρραβωνιαστικό της και τώρα τον κλαίει χωρίς ελπίδα, το ξέρει πως ο πόνος της δεν έχει πια γιατρικό.  Χίλιες φορές στοχάστηκε να δώσει τέλος στη  ζωή της, χίλιες φορές στης λαγκαδιάς το χείλος έφτασε αλλά και πάλι πίσω γύρισε.

Όλα τα έχασα – έλεγε – να χάσω και την ψυχή μου;  Ο Θεός αυτό δεν θα μου το συγχωρήσει.

Και στην απελπισία της μια μονάχα παρηγοριά της έμενε πως θα τον ξαναβρεί στον ουρανό τον Χρήστο της.

Μια μέρα ξύπνησε πικραμένη περισσότερο από τις άλλες φορές, ήταν η μέρα που την αρραβωνιάστηκε!  Θυμήθηκε τα πρώτα λόγια που της είπε, τη φωτιά του φιλιού που της έδωσε, βούιζαν στ΄ αυτιά της σαν το φτερούγισμα της μέλισσας τα γλυκά λόγια του και η ευωδιά του χνώτου της φαίνονταν πως τριγύριζε ακόμη στο πρόσωπό της.  Τον έβλεπε με μάτια ολάνοιχτα προστάτη ζωντανό σαν να ήταν η ίδια εκείνη μέρα με όλη του τη λεβεντιά και την παλικαριά του.

Πως πέρασαν τα χρόνια!...

Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, σαν λιθάρι της βάραινε το στήθος, βρήκε μια μεριά έρημη και πήγε να κλάψει. 

 Πετούν τα μάτια της μακριά σαν να ήθελαν τον ουρανό να σκίσουν, σαν κάτι να γυρεύουν μέσα στο ατελείωτο διάστημα, μα η όραση δεν φτάνει, τρέμουν οι κόρες των ματιών, ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα, σκοτίστηκε το φως της, της πιάστηκε η πνοή της και σαν νεκρό το πονεμένο σώμα της πέφτει…

Στην άκρη του κάτω μαχαλά κάτω από τα πλατάνια είχε το σπίτι της η Χριστίνα.  Τέσσερις τοίχοι ψηλοί και μαύροι στεγαζόμενοι από καλαμένια οροφή αποτελούσαν αυτό το οικοδόμημα όμοιο με λείψανο μεσαιωνικών χρόνων.  Όσοι έβλεπαν τη νεράιδα αυτή έλεγαν: τι κρίμα!  Η Χριστίνα να μένει σ’ αυτά τα ερείπια!  Οι πόνοι και οι καημοί της ξενιτιάς που δέρνουν την καρδιά της  καθιστούν αυτήν ωραιότερη και συμπαθέστερη.  Η ιλαρή της φυσιογνωμία φωτίζονταν από μία χάρη ανέκφραστη.

Κανείς δεν είδε ποτέ τη Χριστίνα στον κοινό χορό της πλατείας των Χριστουγέννων και του Πάσχα.  Όσες φορές πήγαινε στην εκκλησία αναμιγνύονταν με τις ευλαβείς γριές και επέστρεφε στο σπίτι της, το οποίο για χρόνια δεν είχε δεχθεί επίσκεψη χωριανών.

Ήταν η πρώτη μέρα της Ανάστασης μέρα πανηγυριού.  Όλο το χωριό μαζεύονταν στην πλατεία.  Την πενιχρότητα της πλατείας συμπλήρωνε η πλούσια βλάστηση του περιβάλλοντος.  Εκεί μαζεύονταν όλοι οι χωριανοί με την γιορταστική περιβολή τους.

Σε κάθε βήμα και ένα ειδύλλιο!

Πόσοι δεν διάλεξαν αυτή τη μέρα τη σύντροφο της ζωής τους!...

Χαρά και ευθυμία ζωηρότητα και αφέλεια, συγκεντρώνονται στην ιερή πλατεία.  Άσματα και χοροί υποδέχονται την μεγάλη γιορτή της θρησκείας μας.

Η Χριστίνα δεν φαίνεται στον χορό!

Κατάκλειστη στο σπίτι της αισθάνθηκε αυτή τη στιγμή τη θλίψη να γεμίζει την καρδιά της.  Άνοιξε το ένα παραθυρόφυλλο και από εκεί διαχέονταν μέσα στο φτωχόσπιτό της ο ήχος του αγαλόμενου πλήθους.   Και όταν αναλογιζόταν ότι στο σπίτι της δεν αντήχησε ακόμη το Χριστός Ανέστη…. Δάκρυσε.  Ασυναίσθητα ατένισε το βλέμμα της προς τον απότομο Βερτίσκο.

Η Χριστίνα ήλπιζε!....

Είχαν συμπληρωθεί τέσσερα χρόνια απ’ όταν είχε αναχωρήσει ο Χρήστος της.  Οι μήνες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο και ο Χρήστος της δεν φαίνονταν. 

Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα μέρα του Αγίου Γεωργίου ξεκίνησε το απόγευμα για το πηγάδι με τη στάμνα στον ώμο.

Όταν πήρε τον κατήφορο με την στάμνα στον ώμο, στο ίδιο ακριβώς σημείο της πρώτης συνάντησης με τον Χρήστο  άκουσε πίσω της έναν ασυνήθιστο ήχο σαν να την ακολουθούσε κάποιος μα δεν έμοιαζε με άνθρωπο, γιατί είχε παράξενο περπάτημα.  Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και φοβήθηκε να γυρίσει πίσω της να δει.

Μα τι νάναι συλλογίστηκε.  Άνθρωπος ή θεριό:….

Κι έκανε το βήμα της γρηγορότερο, ενώ η καρδιά της άρχιζε να χτυπά πιο γρήγορα.

Ξαφνικά της φάνηκε πως άκουσε κάτι που έμοιαζε με αναστεναγμό ανθρώπινο. 

Πήρε θάρρος και όπως ήταν φυσικά πονετική, γύρισε να δει.

Στο σκοτάδι ξεχώρισε έναν άνθρωπο που ανέβαινε με κόπο τον ανήφορο.  Όταν πλησίασε, είδε πως του έλειπε το ένα πόδι και στη θέση του έσερνε πατερίτσα, ενώ στο άλλο χέρι του κρατούσε ένα δέμα.

Θα κουράστηκε ο κακομοίρης, είπε μέσα της και πλησιάζοντας τον ξένο:

Καλησπέρα, πατριώτη, του είπε.

Ώρα σου καλή κοπέλα μου, της απάντησε ο ξένος σκυφτός.

Φαίνεσαι κουρασμένος, δώσε μου το δέμα να ξαλαφρώσεις λίγο.

Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει, μα με το σκοτίδιασμα δεν μπόρεσε να την ξεχωρίσει καλά, κι έσκυψε λίγο να τη δει καλύτερα.  Έπειτα αναστέναξε βαθειά, στάθηκε να σκουπίσει τον ιδρώτα του και με κομμένη την φωνή της είπε:

Ευλογημένη να είσαι κοπέλα μου που ψυχοπονάς έναν άμοιρο σακάτη.  Μα το δέμα δεν μου δίνει κόπο.  Με βαραίνουν οι πικροί μου συλλογισμοί….όσο ξαναβλέπω τούτα δω τα αγαπημένα μέρη….

Είσαι από δω κοντά: από το χωριό μας;

Αχ!  Ναι. Μα κάλιο να μην ήμουνα.  Ούτε να ξαναγύριζα έτσι. Εκεί πέρα στην ξενιτιά έχασα το πόδι μου μέσα στα ορυχεία.  Μα αυτό δεν το συλλογιέμαι όσο που έχασα και κάτι άλλο ακριβότερο… Το όνειρό μου το γλυκό την ευτυχία μου…. Τι λογάριαζα να βρω στο γυρισμό μου και τι με περιμένει τώρα…Καταφρόνια και περίγελο!

Στα πρώτα του  λόγια η Χριστίνα έμεινε αδιάφορη μα όσο ο ξένος μιλούσε, κάτι σαν φως ξάνοιγε μέσα της.  Η καρδιά της και στο σκοτάδι μέσα γνώρισε ποιος της μιλούσε κι ένοιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα.

Όχι Χρήστο! Του φώναξε με φωνή ραγισμένη από πόνο και χαρά μαζί.  Δεν θα βρεις καταφρόνια και περιγέλασμα…Σε προσμένει τιμή και αγάπη!

Μόλις πρόφτασε να πει αυτά τα λόγια, έγειρε το κεφάλι της επάνω του και ξέσπασε σε αναφιλητά…..

Αχ μούπαν πως πέθανες….η Κώσταινα μου ορκίστηκε, αυτός ο πόνος μ’ έφαγε, τα πόδια μου τρέμουν.

Αδύνατο απ’ τα βάσανα, δεν μπόρεσε η θλιμμένη να την βαστάξει τη χαρά, το Χρήστο πως ξανάδε.

Έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του επάνω, και μ’ ένα φίλημα γλυκό του άφησε στο στόμα αγάπη και ζωή.

Οι χωριανοί μαζεύτηκαν στο σπίτι της και το Χριστός Ανέστη αντήχησε στο ερημικό έως τότε σπίτι της.  Τι θαυμάσιος χαιρετισμός!

Την επόμενη μέρα η Χριστίνα κοσμούσε το χορό.

Ο Χρήστος την καμάρωνε.