Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΤΖΟΥΛΟΥ

 


Τα περασμένα θυμούνται και τα λένε

και πότε γελούν και πότε κλαίνε.

 

Πάει το πηγάδι μας στην ανηφόρα της γέφυρας!

Ήρθαν τα χρόνια του μας είπαν, κούφιασε, στέγνωσε και η μπάμπω Σόφω ευτυχώς δεν ζει για να το ψάξει. Τώρα δεν απόμεινε τίποτε στον τόπο του, ούτε για όρκο μια πετρούλα του.

Το πόσο συγχύστηκα όταν πέρασα και δεν το είδα, άλλο πράγμα.  Μαζεύτηκε η ψυχή μου και έγινε κόμπος.  Και αν δεν ντρεπόμουν τους συνοδοιπόρους μου, να μη με περιγελάσουν, θα’ βαζα τα κλάματα.  Αλλά έσφιξα όσο μπόρεσα τα δόντια και βάσταξα χωρίς να βγάλω δάκρυ.

  • Τι! δεν ντρέπεσαι για ένα παλιοπήγαδο να κάνεις έτσι;  Αυτό μου είπαν και ήταν τα λόγια τους αυτά ίδια με ένα δίκοπο μαχαίρι, που έκανε την καρδιά μου κομμάτια.
    Όσο κι αν διαμαρτυρηθώ ποιος θα μου δώσει δίκιο;  Γιατί για μένα εκείνο το πηγάδι ήταν κάτι παραπάνω από μια πηγή δροσιάς.  Ήταν το μοσχοπήγαδό μου.  Έστεκε εκεί καμαρωτό απέναντι από τη γκορτσιά  στο μέσον της ανηφόρας προς το μαχαλά μου και απλόχερα μας ξεδιψούσε.  Ενώ το νερό του μοσχοβολούσε μέχρι τα πρώτα σπίτια.
    Ποιος έπαιρνε την ανηφόρα και δεν σταματούσε να ξεδιψάσει;  Να καθίσει στο πεζούλι του και να απολαύσει την ομορφιά του τόπου.  Ποια γυναίκα δεν κάθισε στην αγκαλιά του πλέκοντας τα τσουράπια της να κουτσομπολέψει την Τόνη, τη Χριστίνα, τη Σούλα και τις άλλες κοπέλες του μαχαλά;  Αλλά και ποιος δεν ξαπόστασε όταν κατάκοπος γυρνούσε από το μεγάλο παζάρι φορτωμένος ενώ τον έλουζε ο ιδρώτας;   
  • Καλότυχος ο κτίστης του, ομολογούσαμε όλοι όταν γεμίζαμε τα γκιούμια.  Το καλοκαίρι μας καλοδεχόταν στην αγκαλιά του αφού δεν προλάβαινε να γεμίσει η στέρνα και ενώ πατούσαμε στις πλαϊνές πέτρες γεμίζαμε μ’ ένα κονσερβοκούτι τις στάμνες.  Αλλά και όταν μας έπιανε εκείνος ο καταραμένος κοκίτης μας έτρεχαν οι μανάδες μας να πιούμε νερό απ’ του Τζούλου για να μας περάσει.
    Πολλές φορές περιμένοντας να γεμίσει η στέρνα δέναμε το σχοινί και νάσου έτοιμη η κούνια.  Ένας όμως πάντοτε είχε την προσοχή του στον ανηφορικό ορίζοντα μη ξεπροβάλει ο ίσκιος της μπάμπως Κουτκούσκους.  Σε δευτερόλεπτα χαλούσαμε την κούνια και κρύβαμε το σχοινί. 
    Ενώ εμείς τα μικρά τηρούσαμε με ευλάβεια τη σειρά μας η μπάμπω δεν καταλάβαινε απ’ αυτά.  Μας περιέλουζε μ’ εκείνα τα δικά της λόγια, που δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε αν ήταν ευχές ή κατάρες και πήγαινε να γεμίσει πρώτη.
    Ποιο παιδί όμως συμβιβάζεται μ’ αυτά;
    Αναθυμούμαι που μαζευόμασταν όλη η τσακαλοπαρέα και καταστρώναμε σχέδιο εκδίκησης της μπάμπως.
    - Το βράδυ θα πάμε και θα πετάξουμε πέτρες στην τεράστια αυλόπορτά της.  Την άλλη μέρα όμως τα χέρια όλων μας ήταν πρησμένα από την κρανόβεργα του δάσκαλου.
    Βρίσκαμε το μικρότερο της παρέας και τον στέλναμε στο μπακάλικο του Βαγγέλη για να αγοράσει για μια δραχμή «σηκουβάρα».  Στο μαχαλά είχε ένα μικρό μαγαζάκι ο Βαγγέλης και πουλούσε, σπίρτα, καρφιά, σόδα, μαυροπίπερο και λεμόντοζο, φάκελλα για γράμματα και χαρτιά, κάτι μακρουλά ίσα μ’ ένα φίδι, πασαλειμμένα θαρρείς με μέλι – για να κολλούν οι μύγες, γιατί τότε ήταν μπόλικες.
    Μια μέρα στείλαμε το Μπισιρό. Ο Βαγγέλης τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, κοντοστάθηκε, ανασήκωσε τα φρύδια, αγρίεψε, τον άρπαξε από το χέρι και τον σαβούρντισε έξω από το μαγαζί.  Πάλι καλά που δεν τον ξυλοφόρτωσε.
    Από τότε ο Μπισιρός όταν κατηφορίζαμε προς το μαχαλά και φτάναμε μπροστά στο μπακάλικο μας εγκατέλειπε και το περνούσε από την απέναντι πλευρά.
    Πάει τώρα το πηγάδι μας, πέθανε ο Παπαγάλος, ο Τάκος, ο Γερμανός, ο Νικολός, ο Μπισιρός, ο Γεωπόνος και όλοι εκείνοι οι καλοί γέροντες και γερόντισσες. Οι αγνοί, απονήρευτοι και αθώοι άνθρωποι του παρελθόντος έφυγαν από τη ζωή, την οποία ζούσαν χωρίς άγχος και όπως αυτοί την ήθελαν και την εννοούσαν και ήρθαμε εμείς οι πολιτισμένοι του παρόντος με τις τεχνικές και όλες τις ευκολίες της ζωής, πλην όμως φορτωμένοι πονηριές, άγχος, καρκίνο και καρδιακές παθήσεις που μας παίρνουν πρόωρα απ’ τη ζωή. Τ’ αναθυμούμαι τώρα όλαž τα πουλιά που τραγουδούσαν στις μοσχοϊτιές και τις γκορνιτσιές, τα πρόσωπα και τα πράγματα όλα και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα σαν να μπήκαν σκουπίδια σαν να ξεριζώθηκαν από μέσα μου μια για πάντα όλα εκείνα τα όνειρα που πλάθαμε γύρω από το πηγάδι.


Η τσακαλοπαρέα οκτάχρονοι μαθητές.



Η τσακαλοπαρέα στα πενήντα της.