Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΣΠΟΡΑ - ΘΕΡΙΣΜΟΣ - ΑΛΩΝΙΣΜΟΣ


Εκείνα τα  ωραία, ανέφελα απογεύματα, στα μέσα του Οκτωβρίου περίπου, οι κάτοικοι ετοίμαζαν τα αλέτρια.  Αν και οι βελανιδιές είχαν ακόμα φύλλα και ο ήλιος ήταν ζεστός, υπήρχε μια αίσθηση αυξανόμενης ερήμωσης στα χωράφια.  Τα λουλούδια είχαν αραιώσει. 
Εδώ κι εκεί ξεχώριζαν στο χορτάρι κίτρινα πεντάφυλλα, μερικές καμπανούλες ή λίγα ίχνη μοβ λουλουδιών σε μια καφετιά απόχρωση.    Αλλά τα περισσότερα φυτά που έβλεπε κανείς ακόμα ήταν μισομαραμένα.  Στις παρυφές του Τσούγλας και της Κιάντας ένα στρώμα άγριας αγράμπελης έδινε την εντύπωση καπνού, καθώς τα άνθη της με τη γλυκιά μυρωδιά είχαν μαραθεί.  Το τραγούδι των εντόμων ακουγόταν σπανιότερα και με διακοπές.  Μεγάλες εκτάσεις με χορτάρι, που το καλοκαίρι σχημάτιζαν ζούγκλα, είχαν σχεδόν ερημώσει από τα ζωύφια. και από τις μυριάδες που κατέκλυζαν τον Αύγουστο τους αγρούς, απέμεναν πια εδώ κι εκεί κάποιο βιαστικό σκαθάρι ή καμιά αργοπορημένη αράχνη.  Τα κουνούπια χόρευαν ακόμη στην ηλιόλουστη ατμόσφαιρα, αλλά τα πετροχελίδονα, που άλλοτε ορμούσαν να τα καταπιούν, είχαν φύγει τώρα και αντί για τις τσιριχτές κραυγές τους στον ουρανό, ηχούσε το τιτίβισμα ενός κοκκινολαίμη από την κορυφή μιας κουφοξυλιάς. 
Τα χωράφια στο Βάκσοϊ Μπαζαλούκ, στη Γιάμα, στη Ντραμάϊντσα, στου Καρίς Κορί και αλλού είχαν όλα ξεχερσωθεί.  Μερικά είχαν ήδη οργωθεί και οι άκρες των αυλακιών που είχαν σχηματιστεί φαίνονταν από την κορυφογραμμή ν’ αντανακλούν θαμπά το φως του ήλιου.  Ο ουρανός ήταν ανέφελος, με μια διαύγεια σαν αυτή του νερού.  Τον Ιούλιο η γαλήνια γαλάζια έκταση του ουρανού, πηχτή σαν κρέμα, φαινόταν πολύ κοντά στις κορυφές των πράσινων δέντρων, αλλά τώρα έμοιαζε να βρίσκεται πιο ψηλά και να είναι πιο αραιή. 
Ο ήλιος γλιστρούσε γρηγορότερα στη δύση και μόλις έφτανε εκεί, προμήνυε ένα στρώμα πάχνης, που θα έφτανε αργή και νυσταγμένη, κάτασπρη σε αντίθεση με τα άνθη της αγριοτριανταφυλλιάς. Καθώς ο νότιος άνεμος δυνάμωνε, τα κίτρινα φύλλα των βελανιδιών έβγαζαν έναν εύθραυστο ήχο, πιο τραχύ από το θρόισμα που έκαναν νωρίτερα το καλοκαίρι.
Ήταν μια εποχή ήσυχης αναχώρησης για όλους όσοι δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν το χειμώνα.  Οι γεωργοί με το αλέτρι και οπλισμένοι με υπομονή όργωναν την άγονη γη για να τους δώσει λιγοστό σιτάρι, κριθάρι ή βρώμη.
Το όργωμα των χωραφιών είναι σήμερα πολύ εύκολο έργο, εξαιτίας της ύπαρξης πλήθους τρακτέρ.
Πριν από 50 όμως χρόνια τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Κάθε χρόνο η Ξυλόπολη συντηρούσε εκατοντάδες βόδια και υποζύγια μα κανένα τρακτέρ ούτε καν σκαπτικό μηχάνημα.
Προκειμένου να ετοιμαστεί το χωράφι για τη σπορά χρειαζόταν πολλές εργατώρες. Ο ζευγάς ξυπνούσε την άγρια νύκτα για να ζευγαροταΐσει 2-3 φορές τα ζώα του, ώστε να είναι σε θέση να φέρουν εις πέρας το δύσκολο έργο του οργώματος της σκληρής Ξυλοπολίτικης γης.
Η γυναίκα του ζευγά προετοίμαζε στις ίδιες σκληρές ώρες, το φαγητό της οικογένειας. Δεν έπρεπε να βρει ο ήλιος στο κρεβάτι τους τους ζευγάδες.
Ο αεικίνητος παππούς μου ερχόταν στο σπίτι μας για να σημάνει εγερτήριο και φώναζε από μακριά. Η ώρα ήταν συνήθως 4 το πρωί!
Όσοι γεωργοί δεν διέθεταν δικό τους ζευγάρι «συζεύανε» με κάποιον που ταιριάζανε τα χνώτα τους και είχε την ίδια με αυτούς περιουσία.
Αφού φορτώνανε τα ζυγάλετρα στο γάϊδαρο τους, παραλάμβαναν τις αγελάδες και τα βόδια και ξεκινούσαν για το χωράφι.
Πρώτη δουλειά του ζευγολάτη ήταν να ζέψει τα βόδια του στο ζυγό. Ο ζυγός ήταν μια κατασκευή από δυο ξύλα τα οποία εφάρμοζαν στον λαιμό των ζώων. Το πάνω ξύλο ήταν οριζόντιο και το κάτω με δυο καμπύλες ώστε εφαρμόζουν. Δεξιά και αριστερά από τον λαιμό κάθε ζώου ήταν σφηνωμένες δυο βέργες, οι ζεύλες, οι οποίες ήταν δεμένες στο κάτω μέρος με σχοινί για να κρατάει τα ζώα στο ζυγό. Με το ένα χέρι ο ζευγολάτης κρατούσε τα γκέμια και με το άλλο το αλέτρι. Το ξύλινο αλέτρι αποτελούνταν από πολλά κομμάτια που το καθένα είχε το όνομά του. Το κάτω χοντρό ξύλο συνήθως λεγόταν «κουντούρι». Μπροστά του στηρίζονταν το «υνί».  Πίσω από το «υνί» ήταν το «παράβολο» για να στρώνει το χώμα και στη μέση ήταν η «σπάθα».  Πιο πίσω, προς το τέλος ήταν το «σταβάρι», μακρύ καμπυλωτό ξύλο που περνούσε απ' τη «σπάθα», η οποία μπορούσε ν’ ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο «κουντούρι» με «σφήνα».  Το πίσω μέρος ήταν η «κοντονουρά»  (η χειρολαβή).
Με την εξάρτηση του αλετριού από το ζυγό τελείωνε το ζέψιμο, οπότε μπορούσε να αρχίσει το όργωμα με το αλέτρι, που το έσερναν τα ζευτικά κατευθυνόμενα με το ζεύτη από το ζευγά.
Όργωμα
Κατόπιν ο γεωργός σκορπούσε τον σπόρο.  Ο σπόρος ήταν μέσα στην σποροποδιά και ο γεωργός πέταγε τον σπόρο με το χέρι δεξιά-αριστερά.  Μετά άρχιζε το όργωμα για να καλυφθεί ο σπόρος.  Πέταγε σπόρο όσο έφτανε το χέρι του και αυτό λεγόταν μια σποριά.  Όργωνε αυτό και στη συνέχεια ξανάσπερνε, από φόβο μήπως πιάσει κακοκαιρία, αναγκαστεί να τα παρατήσει και ο σπόρος μείνει εκτεθειμένος στα πουλιά. Το όργωμα γινόταν σε ευθεία γραμμή κάνοντας όλο το μήκος του χωραφιού και μόλις έφταναν στην άκρη γύριζαν τα ζωντανά παράλληλα και στην αντίθετη κατεύθυνση. Εκεί ο γεωργός έπαιρνε μια ανάσα, καθάριζε με το ξύστρο το αλέτρι αλλά και τα τσαρούχια του από τις λάσπες. Η γυναίκα ακολουθούσε και με την τσάπα έσπαζε τα σβόλια και ισωμάτιζε τα αυλάκια καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο καλύτερα τον σπόρο. Η εργασία αυτή λεγόταν σκάλος (σκάλισμα).  Η σπορά κρατούσε από έναν έως και δυο μήνες.
Τα παραγγέλματα προς τα ζώα ήταν ζωηρά.  Παραγγέλματα που όλα σχεδόν έρχονταν από τα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας. Μερικοί γεωργοί ήταν τόσο θορυβώδεις που ακουγόταν μέχρι το χωριό.   Άλλοι βλασφημούσαν ή έβριζαν τα ζώα τους ακατάπαυστα. Τον μπάρμπα-Γιάννη ήταν απόλαυση να τον ακούει κανείς από κάπου να μαζεύει με την τραγουδιστή μακρόσυρτη προφορά του το καχεκτικό γαϊδουράκι που αρνούνταν επίμονα να μπει στο ζυγό.
Οι φωνές του πάντα συνοδεύονταν με ραβδισμούς αφού ο γάϊδαρος είχε μυριστεί το μαρτύριό του. 
Όλη η ύπαιθρος ήταν μια φωνή κι όλο ζωή. Οι φωνές των ζευγάδων ενώνονταν με τα γκαρίσματα των υποζυγίων τους, τα μουγκρητά των βοδιών και τα βελάσματα των αρνιών συνθέτοντας τη βουκολική ραψωδία.  Σήμερα ακούγονται μόνο οι εξατμίσεις των τρακτέρ να παίζουν το μονότονο σκοπό τους. 
Το μεσημέρι σταματούσαν λίγο το όργωμα για να φάνε τα ζώα λίγα χόρτα και οι ίδιοι το φαγητό που είχαν μέσα στον τορβά. Συνήθως φώναζαν και τον γείτονα να κοπιάσει για να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες κατά τη διάρκεια του γεύματος.
Το όργωμα ήταν ακόμη πιο δύσκολο όταν προσπαθούσαν να σπείρουν σιτάρι, στα γεμάτα με πέτρες χωράφια.
Τα χωράφια όμως αυτά τους αποζημίωναν με το εξαιρετικής ποιότητας σιτάρι που απέδιδαν, άσπρο και κατάλληλο για να κάνουν τα κόλλυβα.
Τα επόμενα χρόνια η νέα τεχνολογία επέβαλε την μετεξέλιξη του αρότρου σε σιδερένιο, κάτι που άλλαξε τελείως τον τρόπο οργώματος.
Το βαρύ σιδερένιο αλέτρι έμπαινε πιο βαθιά στη γη μόνο του και δεν απαιτούσε την μεγάλη δύναμη των βοδιών για να το σύρουν τα οποία αντικαταστάθηκαν από πιο ευκολοσυντήρητα υποζύγια, άλογα και μουλάρια.  Πρώτη δουλειά του γεωργού ήταν να βάλει στο άλογο την λαιμαριά, ένα δερμάτινο κολάρο γεμισμένο με μαλλί.
Εξωτερικά ήταν ραμμένες δυο μεταλλικοί ράβδοι και στην μέση ένας κρίκος. Στον κρίκο έμπαινε ένας γάντζος με δυο αλυσίδες, το τραφτό, οι οποίες κατέληγαν στο ξύλο που ήταν στο αλέτρι ή στη σβάρνα.
Σήμερα βέβαια αρκετά από τα σιτοχώραφα έχουν εγκαταλειφτεί και είναι γεμάτα με άγριους θάμνους.
Τα τρακτέρ επιτελούν σε λίγο χρόνο πολλαπλάσιο έργο από εκείνο που κάποτε επιτελούσαν εκατοντάδες ζευγάρια βοδιών σε πολλές ημέρες.  Γι΄ αυτό δεν υπάρχει πια, έστω για δείγμα, ούτε μια αγελάδα σε όλη την Ξυλόπολη.
Ο θερισμός
Ο θερισμός - αλωνισμός του σιταριού ήταν μια επίπονη διαδικασία, που διαρκούσε από τα μέσα Ιουνίου έως και τον Δεκαπενταύγουστο περίπου.  
Για τον λόγο αυτό οι μήνες Ιούνιος και Ιούλιος ονομάστηκαν «Θεριστής» και «Αλωνάρης» αντίστοιχα. 
Συμμετείχαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας, από τα παιδιά δώδεκα - δεκατριών ετών μέχρι και τους γέροντες εξηνταπέντε ετών. Και ήταν μεγάλες και πολυπληθείς οι οικογένειες εκείνη την εποχή, αφού ζούσαν μαζί οι γονείς, τα αδέλφια τους, οι γιοι με τις συζύγους τους (νύφες) και πολλά παιδιά.
Εξασφάλιζαν το ψωμί του σπιτιού για όλο το χρόνο.  Κοπιαστική δουλειά, η οποία γινόταν όλη την ημέρα και κάποιες φορές και νύχτα, αν είχε φεγγάρι.  Λαγοκοιμόντουσαν ίσα για να ξεκουραστούν.
Έτρωγαν το γάλα από την γίδα που είχαν δέσει στο χωράφι, ελιές, ψωμί, τυρί, κρεμμύδια, παστές λιπαριές και κάποιες λίγες φορές η γυναίκα πήγαινε σπίτι και έφτιαχνε φαΐ, μαζί με κάποιες άλλες δουλειές που είχαν μείνει πίσω.
Συνήθως έμενε πίσω η ηλικιωμένη μάνα ή κάποια άλλη γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού (ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο) και για να προσέχει τα μικρότερα παιδιά.
Το ψωμί το μετέφεραν με την ντισάκια τυλιγμένο στην τάλβα για καλύτερη προστασία, το φαί με το ζάστρουκ.  Νερό στο χωράφι μετέφεραν με την μπούκλα.  Το χωράφι το θέριζαν τμηματικά, όλοι μαζί στη σειρά.
Τα εργαλεία του θερισμού
Μεγάλο φόβο οι θεριστάδες είχαν για τα φίδια που μπορεί να κρύβονταν στο σπαρτό μιας και είναι η εποχή τους. Συνήθως θέριζαν οι γυναίκες, ενώ οι άνδρες αναλάμβαναν το δέσιμο των δεματιών και το κουβάλημά τους στα αλώνια.
Οι γυναίκες ιδιαίτερα, που ήταν ντυμένες βαριά - με την πλήρη ενδυμασία - υπέφεραν περισσότερο.  «Σιγόβραζαν» κατάματα στον ήλιο. Για να προστατευθούν, φορούσαν άσπρο μαντήλι.
Φορούσαν επίσης χοντρές μάλλινες κάλτσες μέχρι τα γόνατα, για να προφυλάσσονται από τα «τσιμπήματα» και τις μικρές πληγές, που προκαλούσαν οι καλαμιές, αλλά και τα αγκάθια με τους βάτους, που ήταν διάσπαρτα στο χωράφι. Για παπούτσια είχαν τα γουρουνοτσάρουχα.
Η κούραση όμως και η ταλαιπωρία δεν έκαναν τους Ξυλοπολίτες να χάσουν το κέφι τους. Έλεγαν διάφορα αυτοσχέδια τραγούδια σχετικά με τον θερισμό.
Μικρή μονάδα μέτρησης του θεριστή ήταν η «χεριά», δηλαδή όσα στάχυα χώραγαν μέσα σε μια χούφτα.  Περίπου δεκαοκτώ χεριές έκαναν ένα δεμάτι. 
Για το δέσιμο του δεματιού χρησιμοποιούσαν τη  σίκαλη της οποίας η καλαμιά είναι μακριά και ανθεκτική, την μούσκευαν, την πατούσαν για να μαλακώσει, την έστριβαν και ήταν έτοιμη για δέσιμο.
Αυτή η δουλειά ήταν των ανδρών, που στη συνέχεια τοποθετούσαν τα δεμάτια ανά τρία φτιάχνοντας τις «τριαριές», τις οποίες πάλι τις έβαζαν σε τάξη, στοιχισμένες η μια πίσω από την άλλη και σε παράλληλες σειρές.
Τα δεμάτια τα φόρτωναν στα ζώα, τα πήγαιναν στα αλώνια, όπου και έκαναν θημωνιές. Ο κάθε ένας είχε το δικό του αλώνι, «τα αλώνια μας», όπως τα έλεγαν.
Τα αλώνια
Ο θερισμός διαρκούσε ένα μήνα περίπου, μέχρι τα μέσα Ιουλίου.
Οι Ξυλοπολίτες μόλις τελείωναν τον θερισμό, άφηναν πάντα ένα μικρό μέρος του χωραφιού αθέριστο.  Ήταν μαγιά, όπως έλεγαν, για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς. Στο τέλος μάλιστα οι θεριστάδες πετούσαv μπροστά το δρεπάνι τους.  Αν τύχαινε να πέσει κάτω με τη "μύτη" και να καρφωθεί στη γη, το θεωρούσαν καλό σημάδι: το χωράφι και του χρόνου θα απέδιδε πλούσια σοδειά.
Αφού τελείωνε και η τελευταία φαμελιά τον θερισμό, άρχιζαν όλοι να κουβαλούν τα δεμάτια στα αλώνια σε κοντινή απόσταση από το χωριό.
Το κουβάλημα γινόταν συνήθως με τα γαϊδουράκια και με τα λίγα άλογα που υπήρχαν στο χωριό.   Το αλώνι θεωρούνταν αυστηρά ιδιωτικός χώρος και δεν μπορούσε κάποιος να μετακινήσει τη θέση του επιλέγοντας άλλη τοποθεσία, όπου βρισκόταν ενδεχομένως τα αλώνια των συγχωριανών του. Υπήρχε ένας άγραφος κώδικας τιμής, που τηρούνταν απαρέγκλιτα κάθε χρόνο.
Ο αλωνισμός βαστούσε άλλον έναν μήνα. Για να αντιμετωπίσουν πάλι τη ζέστη έφτιαχναν τα αλώνια κοντά στους αχυρώνες ή κατασκεύαζαν αυτοσχέδια τσαρδάκια, που τα σκέπαζαν με αγριόχορτα, δίπλα στα αλώνια.
Με την ολοκλήρωση του κουβαλήματος οι άνδρες άρχιζαν να φτιάχνουν τις θημωνιές. Έβαζαν στην αρχή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο και σε κυκλικό σχήμα. Τα στάχυα «έβλεπαν» προς το εσωτερικό του σχηματιζόμενου κύκλου και τα κοτσάνια τους έβγαιναν προς τα έξω. «Έκτιζαν» τη θημωνιά σιγά-σιγά στο ύψος που ήθελαν, συσσωρεύοντας τα δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο. Η κορυφή της θημωνιάς έμοιαζε με κώνο κι ήταν φτιαγμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όταν βρέχει να μη μουσκεύουν τα στάχυα και να διατηρούνται στεγνά.
Στο τέλος έβαζαν μέσα στη θημωνιά ένα κομμάτι σίδερο, για να διώχνει τα κακά πνεύματα και να προστατεύει το σιτάρι από το «μάτιασμα».
Το αλώνι ήταν ολοστρόγγυλο, μεγαλοδιάμετρο, πλυμένο το χώμα και αλειμμένο με αγελαδοβουνιά λειωμένη να μην ξερνάει χώμα κι ανακατεύεται με τον καρπό.
Τα δεμάτια μεταφέρονταν στο αλώνι (ή άλως ή η αλωή, Ιλιάδα Ε 499), ενώ ο Ησίοδος συμβουλεύει το αλώνισμα «να γίνεται σε αλώνι ολοστρόγγυλο, όπου φυσά καλό αεράκι».
Μα το αλώνι δεν ήταν ένας σκέτος γύρος από χώμα καλά ξυσμένος ή ένα ξέφωτο στρογγυλό, παρά είχε τη δική του μαστοριά.
Το έκτιζαν κοντά στους αχυρώνες ή ξέφωτα και το έζωναν με ξερολιθιά στα τόξα του για να στερεώσουν τα χώματα και να μην κατρακυλάνε μέσα στο αλωστήρι.
Βέβαια στην Ξυλόπολή μας υπήρχαν αλώνια περίτεχνα, ολοστρόγγυλα και γυρισμένα με γείσο υπερυψωμένο..
Η γερή και καλοφτιαγμένη γυριστή λιθοδομή το κρατούσε και το όριζε.
Στο κέντρο του αλωνιού έμπηγαν ένα κάθετο πάσσαλο σε μια τρύπα που την είχαν περιχτίσει με πέτρες για να στερεώνεται καλύτερα.
Στο παλούκι έδεναν το μακρύ σκοινί το οποίο κατέληγε στο ζευγάρωμα των ζώων εκείνων που θα αλώνιζαν με ασταμάτητους κύκλους πάνω στα απλωμένα στάχυα.
Τα δεμάτια τοποθετούνταν από τους αλωνιστές, τους «επαλώστας», γύρω από το στύλο, ως την άκρη του αλωνιού κυκλικά, ενώ ένα σχοινί με μήκος περίπου όσο η ακτίνα του αλωνιού, στερεωνόταν με τη μια άκρη του στον στύλο και με την άλλη δενόταν στο περιλαίμιο, που συνήθως το φορούσαν τα ζώα (βόδια ή άλογα). Στη συνέχεια έλυναν τα δεμάτια μέσα στο αλώνι και άπλωναν τα στάχυα, ώσπου να γιομίσει σε πάχος μισού περίπου μέτρου.  
Κατόπιν έβαζαν τα ζώα να πατήσουν τα σκόρπια στάχυα, ώστε να "στρώσουν" και να γίνουν ένα ομαλό στρώμα. Έπειτα έζευαν το ζευγάρι στη δοκάνη, την οποία έσερναν τα ζώα πίσω τους, καθώς γύριζαν συνεχώς κυκλικά στο αλώνι. Ένας άνδρας ανεβασμένος στη δοκάνη καθοδηγούσε την πορεία των ζώων κρατώντας τα λουριά.   Τα ζώα παροτρύνονταν από τον αλωνιστή (αλοητήν η αλωέα) να περπατούν γύρω-γύρω στο αλώνι πάνω στα στοιβαγμένα στάχυα, αποσπώντας με το βάρος τους τον καρπό των δημητριακών. Η δοκάνη αποτελούνταν από δύο πλάκες ξύλου παραλληλόγραμμες και ενωμένες μεταξύ τους.  Το εμβαδόν της συνολικά ήταν δύο-τρία τετραγωνικά μέτρα.
Αλωνισμός
Στην κάτω πλευρά της υπήρχαν προσαρμοσμένες κοφτερές πέτρες που έκοβαν τα στάχυα όταν σέρνονταν η δοκάνη.  Όταν το στρώμα με τα στάχυα γινόταν κάπως χαμηλό, ανέβαιναν πάνω στη δοκάνη ένα τσούρμο παιδιά, για να γίνει βαρύτερη και να κόβει καλύτερα τα στάχυα.
Ο αλωνισμός του κάθε στρώματος κρατούσε μια ολόκληρη μέρα - εννιά το πρωί μέχρι τις εφτά το βράδυ - ή και παραπάνω, ανάλογα με την ποικιλία του σιταριού. Όταν οι σπόροι είχαν ελευθερωθεί πλέον από τα στάχυα, οι Ξυλοπολίτες συγκέντρωναν το στρώμα του αλωνιού σε μακρόστενο σωρό με κατεύθυνση Ανατολή - Δύση.
Το λίκνισμα
Περίμεναν να φυσήξει λίγο βοριαδάκι για να αρχίσουν το λίχνισμα, να ξεχωρίσουν δηλαδή τον καρπό του σιταριού από τα άχυρα. Αυτό γινόταν νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, όταν φυσούσε.  Τρία - τέσσερα άτομα, το ένα δίπλα στο άλλο, στέκονταν μπροστά και σήκωναν το στρώμα δύο μέτρα ψηλά.
Το λίχνισμα κρατούσε τρεις ώρες περίπου. Συνήθως δεν επιτυγχάνονταν ο απόλυτος διαχωρισμός των σπόρων από το άχυρο κι έτσι χρησιμοποιούσαν το ντραμόνι (μεγάλο κόσκινο), για να καθαρίσουν το σιτάρι. 
                                        Το ντραμόνι                                                 Το ντραμόνιασμα
Μετά το ντραμόνιασμα έβαζαν το καθαρό σιτάρι πλέον μέσα σε τσουβάλια, αφού μετρούσαν την ποσότητά του.
Κουβαλούσαν τα τσουβάλια με τα λίγα κάρα ή τα ζώα στα σπίτια, όπου και τα άδειαζαν στα αμπάρια (πρέσκες), που είχαν στο "τρανό" (μεγάλο δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού).
Τελευταία δουλειά ήταν, όταν ο αχυρώνας ήταν μακρυά, να μαζέψουν τα άχυρα από το αλώνι, να τα φορτώσουν στα κάρα, ή σε τσουβάλι ή στα κοφίνια και να τα μεταφέρουν στον αχυρώνα.
Έκαναν πιο ψηλά τα τοιχώματα του κάρου βάζοντας λαμαρίνες ή τσίγκους και έφραζαν τις ανοιχτές πλευρές μπρος-πίσω, με αυτοσχέδιες πόρτες ή κουβέρτες.
Αργότερα ήρθαν οι πατόζες και οι Ξυλοπολίτες απαλλάχθηκαν από την δουλειά του αλωνίσματος.  Ξεχασμένες «πατόζες»….. Τις βλέπουμε αραγμένες μόνο σε κανένα λαογραφικό μουσείο, κουρασμένες πια από τα χρόνια και την πολλή δουλειά.
Πατόζα
Τις θυμάστε; Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που χρησιμοποιούνταν, κυρίως για το αλώνισμα του σιταριού, στο χωριό μας. Γνώρισαν μεγάλη ακμή στις δεκαετίες του 60 και 70. Οι κάτοικοι του χωριού μου μετά το θέρο των χωραφιών μάζευαν τα δεμάτια με τα γεννήματά τους στα Παντίστσια, στο Ντουσένουιτς και στη Μπάρα, τοποθεσίες που ήταν κατά κάποιο τρόπο βατές στις μηχανές, και τα έκαναν θημωνιές. Περίμεναν μετά να ρθει η «πατόζα» για να τ’ αλωνίσει.  Εκείνο που απέμενε, μετά το αλώνισμα, ήταν η χαρά των πατεράδων μας που εξαργύρωναν τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς για το «έρμο το ψωμί» και οι μικροί λόφοι με το άχυρο, που μέχρι να συλλεχθεί αποτελούσε ιδανικό τόπο παιγνιδιού για μας που είμαστε τότε παιδιά.
Πατόζες
Τα άχυρα της πατόζας ήταν λεπτότερα. τα δεματοποιούσαν οι πρέσες και ήταν ευκολότερα στη μεταφορά τους.
Γύρω στον Δεκαπενταύγουστο, οι Ξυλοπολίτες ολοκλήρωναν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού-αλωνισμού. Βέβαια, οι δουλειές του καλοκαιριού δεν σταματούσαν εκεί.
Με το αλώνισμα ολοκληρωνόταν ο τελετουργικός τρόπος στο όλο δρώμενο σποράς - θέρους - αλωνισμού. Μια δουλειά γεμάτη κόπο, τέχνη μεράκι και «μαστοριά».
Η ταλαιπωρία τους συνεχιζόταν.  Αλλά είχαν εξασφαλίσει πλέον το ψωμί της χρονιάς.
Του Κατάρα και του Λάγου τα αλώνια με τους αχυρώνες όπως είναι σήμερα, στις μεγάλες τους δόξες, τότε που φιλοξενούσαν οπλές ζώων, στάρια ξηρικά και ιδρώτα άφθονο, δεν φύτρωνε ούτε χορταράκι.