ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΘΗΚΕ Ο …… ΥΙΟΣ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΤΖΑΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ
Κατά την εποχήν του Μακεδονικού αγώνος εδώ στην Τουρκία, οι άνθρωποι
στα χωριά δεν είχον στερεάν εθνικήν συνείδησιν.
Τι Έλληνες, τι Βούλγαροι, έλεγαν.
Το ίδιο πράγμα είναι αφού όλοι είμαστε χριστιανοί. Σήμερα αν ήτο Έλλην, αύριον γινόταν
Βούλγαρος. Δίπορτο συνέχεια. Τέτοιος ήτο ο περισσότερος κόσμος. Και ο πατέρας του Τζάπου (δεν ήτο δυνατόν να
κάμη εξαίρεσιν) ο μπάρμπα Γαβρίλης αν και ήτο λίγο φανατούτσικος Βούλγαρος,
αλλά αυτό και πολύ δεν τον ζάλιζε εάν καμμιά φορά βρισκόταν στην ανάγκη να το
στρίψη.
Ο γερο Γαβρίλης λοιπόν ήτο ένας φτωχός Λιγκοβανιώτης. Είχε πάντα μεγάλες φτώχιες όπως και όλοι οι
χωριανοί του. Επάνω στις μεγάλες φτώχιες
του συνέπεσε να του έρθη και ένα μεγάλο ατύχημα. Του ψόφησε ο γάϊδαρός. Το μόνο περιουσιακό του στοιχείο. Αυτό του ήλθε σαν «νταμπλάς». Καλλίτερα αστροπελέκι στο κεφάλι του παρά να
ψοφήση ο γάϊδαρός του. Το ατύχημα αυτό
τον τάραξε. Τι θα απογίνη τώρα; Αυτός του ήταν το παν του. Από πού θα εξοικονομούσε 50 γρόσια για να τον
αντικαταστήση; Τα χωράφια του τα είχε
ξεκλαδέψει λίγο-λίγο πουλώντας τα πότε το ένα και πότε το άλλο δια να τα
βολέψη. Κότες, μοσχάρια, πρόβατα δεν
είχε να πωλήση και να αντικαταστήση τον ξακουσμένο του «Αράπ», αλλά ούτε για ένα
σαράβαλο. Αντιθέτως δεν είχε πολλά
παιδιά. Το μικρότερο του ήτο ο αγαπητός
Τζάπος. Ένα μικρούτσικο εφταμηνίτικο,
αδύνατο, μαυρούτσικο, σωστό αραπάκι και ηλικίας 7-8 χρόνων.
Σκέφτηκε μέρες, ξαγρύπνησε νύχτες για να λύση το πρόβλημα και βρη
γρόσια για να πάρη γαϊδαρο.
Κάποια μέρα καθισμένος σε ένα προσήλιο του ζεστάθηκε το μυαλό και πετιέται
σαν Αρχιμήδης φωνάζοντας «εύρηκα, εύρηκα».
Τρέχει στο σπίτι του Παπαχριστόφορου, του Έλληνα εφημέριου. Μόλις τον είδε ο Παπαχριστόφορος στο σπίτι
του του φωνάζει: «Χαίρ ολσούν βρε Γαβριήλ στο σπίτι μου. Λέγε λοιπόν ποιος διάβολος έσπρωξεν έναν
Βούλγραρο στο σπίτι ενός Έλληνος παπά»;
-
Άκουσε παπά
μου. Ξέρεις ότι είμαι σχισματικός –
Βούλγαρος. Αλλά αν μπορέσης να με
βοηθήσης στο κακό που μου βρήκε, θα γίνω αμέσως Παρτριαρχικός – Έλληνας. Ψόφησε ο γάιδαρός μου. Δεν έχω – δεν μπορώ να αγοράσω άλλον. Τι θα γίνη;
-
Βρε μπουνταλά γι’
αυτό σκέπτεσαι και στενοχωριέσαι; Στο
αχούρι έχω 3 γαϊδούρια. Σου δίνω το ένα
αλλά να γίνης βέρος Έλληνας.
-
Μα έγινα κιόλας,
παπά μου. Τι να κάνω να με πιστέψεις;
-
Να τι θα
κάμης. Όταν θα κάμης τον σταυρόν σου από
τώρα και στο εξής θα λέγης: «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα». Όταν βάζης τα τρία σου δάκτυλα στο μέτωπο θα
λες: «Πατήρ», όταν στον ομφαλό «υιός», όταν δεξιά το «άγιον» και όταν αριστερά
το «πνεύμα». Πήγαινε τώρα στο σπίτι σου,
μάσε τον ταϊφά σου και να το μάθετε. Και
όταν το συνηθίσετε έλα εδώ να σου δώσω το γαϊδούρι.
Ο Γαβρίλης γεμάτος χαρά γύρισε στο σπίτι του και όλην την νύκτα με την
γυναίκα του και τα παιδάκια του γυμναζότανε να κάνουν τον σταυρόν των ….
Ελληνικά. Και αφού εβεβαιώθηκε ότι τα
κατάφερνε παίρνει την άλλη μέρα τον Τζάπο από το χεράκι του και τραβά για το
σπίτι του Παπαχριστόφορου. Μόλις έφθασε
άφησε τον Τζάπο κάτω στην αυλή και αυτός ανέβηκε επάνω στον παπά.
-
Κοίταξε παπά μου και αρχίζει να κάμνη τον
σταυρόν του: «Πατήρ – και άγιον –
πνεύμα».
-
Βρε Γαβρίλη το
ξέχασες βρέ. Πούναι ο «υιός»; Που τον άφησες;
-
Δεν τον ξέχασα,
παπά μου, τον άφησα κάτω στην αυλή και περιμένει να κάμη καβάλα τον γάιδαρό
σου.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1954
(Διατηρήθηκε η
ορθογραφία και η στίξη του κειμένου του αποσπάσματος που προηγήθηκε)