ΜΙΚΡΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΞΥΛΟΠΟΛΙΤΩΝ
Εκτός από τις κύριες απασχολήσεις του Ξυλοπολίτη
υπήρχε ακόμη ένας σωρός από άλλες μικροαπασχολήσεις, που ξεφύτρωναν κάθε τόσο
και που έπρεπε να βρίσκεται πάντα τρόπος για την αντιμετώπισή τους. Γιατί όσο κι αν φαίνονται μικρότερης σημασίας,
ήταν ωστόσο άρρηκτα συνδεδεμένες με την κανονική και απρόσκοπτη πορεία της όλης
προσπάθειας του αγρότη και γι’ αυτό ήταν αναγκασμένοι να αναζητούν και να
βρίσκουν τον καιρό να τις κάνουν κι αυτές.
Έτσι, όταν έβλεπε ότι κάποιο ξύλινο εξάρτημα του αλετριού
του ήταν επικίνδυνο να σπάσει, έπρεπε να αναζητήσει έγκαιρα το κατάλληλο ξύλο,
να το κόψει και να το πελεκήσει, για να είναι έτοιμο να αντικαταστήσει στην ώρα
του το φθαρμένο.
Στο τέλος του καλοκαιριού έπρεπε να ελέγξει μήπως
χρειαζόταν μερεμέτισμα το σπίτι που κατοικούσε, για να καλέσει έγκαιρα τον
χτίστη και το μαραγκό γι’ αυτά και αυτός να φροντίσει να φέρει τυχόν
χρειαζούμενο κοκκινόχωμα για συμπληρωματική στρώση πάνω στο δάπεδο.
Αδιάκοπη επίσης έπρεπε να είναι η προσοχή του
οικογενειάρχη αγρότη και της γυναίκας του γύρω από την ενδυμασία όλης της
οικογένειας, με σκοπό την έγκαιρη διόρθωση των ρούχων με τα κατάλληλα μπαλώματα
και μερεμέτια, για να κρατήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Γνέσιμο. |
Έτσι η νοικοκυρά είχε το ειδικό καλαμένιο καλαθάκι
-το ραφτικό- μέσα στο οποίο διατηρούσε πάντοτε το ψαλίδι, τις βελόνες και
σακοράφες, τη δακτυλήθρα και πολλών λογιών καρούλια και κλωστές, καθώς και
πολλά κομμάτια πανί ή ύφασμα από παλιά και καινούρια, τα οποία χρησιμοποιούσε
με μεγάλη επιδεξιότητα και μπάλωνε το κάθε ρούχο της οικογένειας που παρουσίαζε
φθορά.
Επιπλέον η νοικοκυρά έπρεπε να φροντίσει για τη
συντήρηση και κατασκευή των παπλωμάτων. Το έργο αναλάμβανε ο παπλωματάς. Ήταν
ένας γραφικός τύπος, αγνώστου καταγωγής, που τον καλούσαν οι νοικοκυρές της
γειτονιάς με τη σειρά, μόλις έστρωνε ο καιρός.
Πλένανε το πανί που τα κάλυπτε, και αυτός, μ’ ένα ειδικό σκοινί
τεντωμένο σε βέργα, χτυπούσε το μαλλί ή το βαμβάκι και γινόταν αφράτο, ενώ με
περίσσεια τέχνη «κεντούσε» κυριολεκτικά τα παπλώματα. Και όλα αυτά σε μια αυλή, στρώνοντας κάτω και
κάποιο χράμι για να ακουμπάει και να μη λερωθεί. Τα σύνεργα της δουλειάς του
ήταν: το τοξάρι με την κόρδα (χορδή) που ήταν φτιαγμένη από στριμμένο έντερο
βοδιού, το κοπάλι (ξύλινο σε σχήμα μπουκαλιού), μια μαύρη ψαλίδα, βελόνα, κλωστές,
δακτυλήθρα και το τσιπούκι (βέργα) λεπτό, πελεκημένο και λείο, από ξύλο
κρανιάς, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο.
Ο αργαλειός. |
Την κύρια και ξεχωριστή θέση μέσα σε ένα
Ξυλοπολίτικο σπίτι την κατείχε ο αργαλειός, με τον οποίο η γυναίκα του σπιτιού
κατασκεύαζε διάφορα είδη για τις ανάγκες της οικογένειας. Τα Ξυλοπολίτικα
υφαντά έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, την σφιχτή ύφανση. Τα χρώματα που
επικρατούσαν ήταν το μαύρο και το κόκκινο και τα στολίδια που συμπλήρωναν το
υφαντό ήταν πολύχρωμα. Οι ύλες που χρησιμοποιούνταν κυρίως ήταν βαμβάκι και
μαλλί. Στην παλιά εποχή δεν υπήρχαν έγχρωμα νήματα, με αποτέλεσμα οι γυναίκες
να αναγκάζονται να τα βάφουν μόνες τους.
Αυτό γινόταν με το να χρησιμοποιούν φυτικές βαφές, από ρίζες φυτών,
φύλλα, λουλούδια, καρπούς ή ακόμα και μουτζούρα από το τζάκι και λουλάκι. Τα
υφαντά είχαν θέματα με σκηνές της καθημερινής ζωής, ακόμα και πρόσωπα. Τα είδη
που φτιάχνονταν ήταν αμέτρητα: χαλιά, κουβέρτες, κάπες, ντισάκες (είδος
ταγαριών), βράκες, φορέματα, κουρτίνες, δαντέλες, φούστες, τραπεζομάντιλα κ.α.
Στην Ξυλόπολη σε κάθε σπίτι ο αργαλειός κατείχε
ξεχωριστή θέση. Τα Ξυλοπολίτικα υφαντά διακρίνονται για την αρμονία των
χρωμάτων και την καλαίσθητη διακόσμησή τους. Οι γυναίκες ήταν γνωστές για την
ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τους στην κατασκευή υφαντών.
Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία έβαλε στο περιθώριο
την παραδοσιακή υφαντική. Σήμερα το
επάγγελμα της υφάντρας και η τέχνη του αργαλειού έχουν αντικατασταθεί από
σύγχρονες μηχανές.
Οι γυναίκες όμως ήταν επιφορτισμένες και με τις
υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού όπως τη φροντίδα των παιδιών, και επιπλέον το
ζύμωμα του ψωμιού που γινόταν κάθε ένα ή
δύο Σάββατα.
Με το πλύσιμο των ρούχων που γινόταν κυρίως στο
σπίτι αλλά και στον Μπογδάνα. Στο σπίτι δεν υπήρχε νερό, και έτσι το έφερναν με
τα λαγήνια (στάμνες) και τα γκιούμια από τα πηγάδια που ήταν διάσπαρτα κοντά
στο χωριό. Περίφημα πηγάδια ήταν του
"Τζούλιου", του «Ηλίου», του «Κυρλίου», του «Πέτρου», του «Ασάν» κ.ά.
Τα μονοπάτια που οδηγούσαν στα πηγάδια έσφυζαν από ζωή.
Το σιδέρωμα γινόταν με σίδερo - βαποράκι, που
θερμαινόταν με κάρβουνα που τοποθετούνταν στο εσωτερικό του.
Εγώ κολλημένος στην παράδοση αναζητώ αναμνήσεις σ'
αυτή.
Δεν είναι εύκολο να αποκολληθείς απ' αυτή, όταν τρυφερό βλαστό σε μπόλιασαν μ' αυτή. Ευτυχείς όσοι αποκομμένοι από τα δεσμά της και ανεπηρέαστοι ζουν και συμπεριφέρονται στο κλίμα που βρίσκονται.
Δεν είναι εύκολο να αποκολληθείς απ' αυτή, όταν τρυφερό βλαστό σε μπόλιασαν μ' αυτή. Ευτυχείς όσοι αποκομμένοι από τα δεσμά της και ανεπηρέαστοι ζουν και συμπεριφέρονται στο κλίμα που βρίσκονται.
Καθώς περνούσαν τα μισά του Οκτώβρη, πώς να μην
έλθουν στο νου μου, τέτοιο καιρό, εκείνες οι εικόνες της αναστατώσεως του
σπιτιού, που ετοίμαζαν τώρα, τέτοια εποχή, τα διάφορα σπιτικά - χειροποίητα
ζυμαρικά, τα «ρετσέλια», τους «καβουρμάδες» για όλο το χειμώνα!
Ο φούρνος. |
Σαν να βλέπω μπροστά μου τον πλάστη να πλάθει το
ζυμάρι για τον «τραχανά». Καζάνια να βράζουν τα «πικμέζια» και τα «ρετσέλια». Μέρες
ολόκληρες, έβραζαν τα «ρετσέλια» και τα «πικμέζια», τα δοκίμαζαν και τα
ξαναδοκίμαζαν, φωνάζοντας μεταξύ τους οι νοικοκυρές για να δώσουν αμοιβαίες
συμβουλές και γνώμες, αν πήχτωσε το πετιμέζι, αν έβρασαν καλά τα «ρετσέλια», αν
πήραν καλό χρώμα, αν, αν, ...αν για να τα βάλουν επιτέλους στα «πιθάρια» και να
κρύψουν οι γριές κανένα κουτί με ρετσέλια, σε κανένα σκοτεινό «οντά» ή στο
«κελάρι», για να τα πάνε ύστερα κρυφά πάλι στην κόρη, κρυφά από τα «πεθερικά»
της.
Είναι τώρα αυτά ...λησμονημένες ιστορίες. Απηχούν ένα παλιό νοικοκυριό που πέρασε και
έσβησε. Νοσταλγία των παλιών. Περιφρονητικός θαυμασμός των νέων. Η ιστορία με την ροή της. Η πρόοδος που έρχεται αναπότρεπτα. Ναι, στην
πρόοδο. Άλλα και ματιές στην παράδοση που εμπνέει.
Αν οι πλατείες και τα δρομάκια της Ξυλόπολης είχαν
φωνή, θα έλεγαν πολλά. Θα μας ψιθύριζαν κουβέντες για τους κρεοπώλες, τους
τζαμπάσηδες και τόσους άλλους που διαχρονικά διαμόρφωσαν την ιστορία αυτού του
τόπου.
Οι κρεοπώλες του χωριού μεριμνούσαν για την εξεύρεση
και αγορά των κασαπικών (σφαγίων) από τους παραγωγούς, τα οποία έσφαζαν σε
κάποιο απόμερο μέρος του χωριού, τα γδέρνανε και χώριζαν το κρέας από την
προβιά (δέρμα). Έπειτα, αφού τα ξεκοίλιαζαν και έβγαζαν το συκώτι και τα
μεσιακά (κοιλιά με τα’ άντερα), τα μετέφεραν στον τόπο της λιανικής πώλησης,
που συνήθως δεν ήταν άλλος από τα καφενεία του χωριού, γιατί τότε δεν υπήρχαν
συστηματικά κρεοπωλεία.
Κρέας από το τσιγκέλι εύρισκε κανείς στο χωριό μόνο
τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές.
Σπανίως υπήρχε κρέας δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα.
Τα εργαλεία του χασάπη ήσαν ένα ή δυο χασαπομάχαιρα,
με τα οποία έσφαζε και κατόπιν έκοβε και μερίδιαζε το κρέας, το τριπλό τσιγκέλι
που κρεμούσε το σφάγιο για να το γδάρει, να το ξεκοιλιάσει και κατόπιν να το
κόβει στις ζητούμενες ποσότητες, η παλάντζα με τα δράμια στην οποία ζυγίζονταν
το πωλούμενο κρέας και το κούτσουρο (κομμάτι κορμού δέντρου) πάνω στο οποίο έσπαζαν
τα κόκαλα της κάθε πωλούμενης μερίδας.
Άτομα που άφησαν εποχή ασκώντας το μικροεπάγγελμα
του κρεοπώλη ήταν στο χωριό μας οι: ο Μπαρμα-Αντρέας
Κατάρας, ο μπαρμπα-Θωμάς Χάντας και ο μπαρμπα-Κώστας Δημητρίου.
Από τους πραματευτές
της προ του αυτοκινήτου εποχής ήταν και
ο τζαμπάζης, ο άνθρωπος με την λαλίστατη
γλώσσα. Η δουλειά του τζαμπάζη ήταν
παρόμοια με τη δουλειά του μεταπράτη, με τη διαφορά ότι η δραστηριότητα του
τζαμπάζη περιοριζόταν στο εμπόριο των ζωντανών μεγάλων ζώων, μουλαριών, αλόγων,
γαϊδάρων και βοδινών αγελάδων, ταύρων, μοσχαριών. Τα ζώα αυτά τα αγόραζαν και ή
τα μεταπουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με άλλα καλύτερα ή υποδεέστερα με καταβολή
διαφοράς σε χρήμα, με τελική κατάληξη τη μεταπώληση, όταν εύρισκαν συμφέρουσα
την τιμή.
Και στην περίπτωση αυτή υπάρχει γυρολόγος έμπορος,
του οποίου οι περιοδικές τελευταίες πράξεις γίνονταν στα βδομαδιάτικα παζάρια,
όπου οδηγούσε τα αγορασμένα ή ανταλλαγέντα για τελική πώληση ή νέα
ανταλλαγή. Τζαμπάζηδες που έδρασαν στο
χωριό και στην περιφέρεια ήταν: ο μπαρμπα-Αντρέας Κατάρας, ο μπαρμπα-Κώστας
Σινανάς ο μπαρμπα-Λάζαρος Μαμαλιούγκας.
Σημαντική ήταν η προσφορά του ευνούχου
(μπουρντιστή). Ο ευνουχισμός απέβλεπε στη στείρωση του ευνουχούμενου αρσενικού
ζώου και αυτό το πετύχαιναν με την αποσύνδεση των όρχεων αυτού από το υπόλοιπο
γεννητικό σύστημα του ζώου. Την αποσύνδεση αυτή των όρχεων πετύχαινε ο ευνούχος
με την αποκοπή των αβασταγών (αορτήρων) των όρχεων στα ζώα, που από φυσικού οι
όρχεις κρέμονται και αιωρούνται, όπως στα κριάρια, στους τράγους, στα ταυριά, στα
γαϊδούρια κ.λ.π. και με την πλήρη αφαίρεση στα ζώα, όπου οι όρχεις είναι εκ
φύσεως προσκολλημένοι στο σώμα του ζώου.
Αξέχαστος ευνούχος ήταν ο μπαρμπα-Γραμμένης, ο οποίος ήταν κουρέας και
βιολιστής. Πώς τα συνδύαζε όλα αυτά ήταν
άξιο απορίας. Εξ άλλου γιαυτό το λόγο
είχε εφευρεθεί και το απόφθεγμα: «Μπούρντισμα, ξύρισμα και βιολί» - Μέντσος.
Τα μεταπρατικά αυτά επαγγέλματα, παρά το ότι από
πρώτη όψη εμφανίζονται παρασιτικά, ήσαν ωστόσο εξυπηρετικά και ωφέλιμα και σ
αυτούς που τα ασκούσαν, επειδή συμπλήρωναν κατά κάποιο τρόπο το αγροτικό τους
εισόδημα, αλλά και για τους άλλους χωρικούς, που εξασφάλιζαν τη διάθεση
μικροποσοτήτων από τα προϊόντα τους, που τους ήταν ασύμφορη η μεταφορά και
πώληση στην πόλη και τα παζάρια.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα ζώα που
πουλιούνταν ή ανταλλάσσονταν, γιατί δεν ήταν εύκολο και συμφέρον στον απλό
χωρικό να τρέχει στα παζάρια για να πουλήσει ή ν’ ανταλλάξει το ζώο του. Επίσης
και για το φτωχό αγρότη που, παρά την εκμετάλλευση που υφίστατο, του
παρουσιαζόταν σαν μοναδικός τρόπος για ν αποκτήσει κάποιο κεφάλαιο μόνο με την
προσωπική του εργασία και προσπάθεια.
Ακόμα ένας χώρος στον οποίο περιστασιακά ασχολούνταν
οι Ξυλοπολίτες ήταν η καλαθοπλεκτική.
Απαραίτητα εργαλεία για τους Ξυλοπολίτες αγρότες ήταν τα καλάθια, τα
πανέρια και τα κοφίνια που τα χρησιμοποιούσαν για τη συλλογή, μεταφορά, την
αποθήκευση αγαθών και για διάφορες άλλες χρήσεις. Γιαυτό πολλοί κατείχαν την τέχνη της
καλαθοπλεκτικής. Δεξιοτέχνης του είδους
θεωρούνταν ο παππούς μου ο Χαράλαμπος, ο οποίος μάλιστα έπλεκε αφιλοκερδώς για
πολλούς συγχωριανούς τα απαραίτητα κοφίνια.
Ο τρόπος παραγωγής τους είναι ο ίδιος και τα υλικά
που χρησιμοποιούνται είναι καλάμια και βέργες λυγαριάς. Τα καλάμια και οι
βέργες αφήνονται σε νερό να μαλακώσουν, ώστε να είναι ευλύγιστες για να πλεχτούν.
Αφού πλεχτούν, αφήνονται να στεγνώσουν. Δεν χρησιμοποιείται κανένα συνδετικό
υλικό ή οποιοδήποτε μηχάνημα κατά τη διαδικασία.
Μόνο λυγαριές, καλάμια και επιδέξια χέρια χρειάζονταν
για να φτιαχτεί ένα όμορφο και χρήσιμο καλάθι. Από τα ρέματα μάζευαν λυγαριές
και έφτιαχναν κοφίνια, πανέρια και καλάθια. Καλάμια επίσης υπήρχαν παντού.
Το καλάμι φύεται πολύ εύκολα, ακόμα και ένα καλάμι
να εμφανιστεί γεμίζει ο τόπος. Τα μάζευαν τα καλοκαίρι που είχαν ψωμώσει.
Πρώτα έφτιαχναν τον πάτο. Ο πάτος του κοφινιού
πρέπει να είναι πολύ γερός για να αντέχει στα μεγάλα βάρη. Με την λυγαριά
έφτιαχναν τον πάτο και ειδικά τον σταυρό. Έβαζαν τα κάθετα (στημόνια) που πάνω
τους έπλεκαν με τα καλάμια το κοφίνι. Εάν ήθελαν γερή κατασκευή, έβαζαν
μόνο λυγαριά.
Σπουδαίοι άνθρωποι, που ταξίδεψαν μέσα στον χρόνο
παρέχοντας υπηρεσίες, ανεξάντλητα τοπία αποτυπωμένα σε πρόσωπα και σε
αντικείμενα, συμπεριφορές, νοοτροπίες και ικανότητες που άνθισαν και
καρποφόρησαν σε τόπους αγαπημένους, από ντόπιους ή ταξιδευτές. Βυθισμένα πλέον στον ιστορικό ποταμό.
Ανακαλύπτουμε τις μαγικές δεξιότητες και λεπτομέρειες, πέρα από έναν σύγχρονο
κόσμο, γεμάτο από τη βεβαιότητα της παραγωγής και της τυποποίησης.