Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ – (ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ)


101 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

20  ΙΟΥΝΙΟΥ  1913



Μετά την υποχώρηση του εχθρού από το ύψωμα 605 διατάσσεται η προς τα εμπρός προέλαση του συντάγματος για την καταδίωξή του.  Θάβονται οι νεκροί.  Τον δε ταγματάρχη Ιατρίδη έθαψαν στον υπερκείμενο του χωριού Καρατζάκιοϊ  βραχώδη λόφο.  Συντετριμμένοι οι στρατιώτες μας αποχωρίζονται τους γενναίους συντρόφους τους.

Παρακάμπτοντας το ύψωμα 605, ξημερώματα της 20ης Ιουνίου 1913, προχωρούν προς τη Λιγκοβάνη όπου είχε υποχωρήσει ο εχθρός.  Σ’ όλη τη διαδρομή είχαν αφήσει οι Βούλγαροι αποτυπώματα πανικού.  Φυσίγγια, εξαρτήματα οπλισμού και κλινοσκεπάσματα βρίσκονται διασκορπισμένα στο δρόμο, το δε συσσίτιο ολόκληρου λόχου είναι άθικτο.

Ο Συνταγματάρχης Πέτεφ διατάσσει την εκκένωση της  Λιγκοβάνης και μεταφορά των κατοίκων με τα υπάρχοντά τους και των τραυματιών στο Λαχανά για να συνεχίσουν προς το Σιδηρόκαστρο και από εκεί στη Βουλγαρία.  Η ανθρωποθάλασσα αυτή συνοδευόμενη  από ιππικό στρατοπέδευσε έξω από το Σιδηρόκαστρο για ξεκούραση 3 – 4 ημερών, όπως τους ειπώθηκε. 


Την άλλη μέρα οι συνοδοί ιππείς, ενώ ήταν κρυμμένοι σε παρακείμενους λόφους, άρχισαν να πυροβολούν και να φωνάζουν «φευγάτε, οι Έλληνες έφθασαν», τρομοκρατώντας τους χωρικούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα υπάρχοντά τους πανικόβλητοι. 

Όλες οι αποσκευές εκλάπησαν από τους συνοδούς Βουλγάρους.  Οι Λιγκοβανιώτες που εξαναγκάστηκαν και συμμετείχαν σ’ αυτή τη φάλαγγα ήταν 182.  Το γεγονός επιβεβαίωσε το ΕΜΠΡΟΣ της 13ης Ιουλίου. Ενώ από το ΣΚΡΙΠ της 6/7/1913 πληροφορούμαστε ότι οι Λιγκοβανιώτες που εξαναγκάστηκαν να αποχωριστούν το χωριό τους ήταν 123  .

Γύρω της Λιγκοβάνης οι μάχες μαίνονταν ματαίως για τις Βουλγαρικές δυνάμεις, ενώ το χωριό ισοπεδώθηκε.

Την πληροφορία για την καταστροφή της Λιγκοβάνης την κατέγραψε και η εφημερ. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 19ης Ιουνίου 1913, η οποία σε άρθρο της και με τον τίτλο «ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ» ανέφερε: «…..ο βουλγαρικός στρατός ελεηλάτησε και επυρπόλησε τα χωριά Βογδάντσα ανατολικώς της Γευγελής, Λυγκοβάνη και Ζάροβο βορείως του Λαγκαδά. Εννοείται ότι κατακρεούργησαν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες, εβίασαν παρθένους κ.λ.π.»

Η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» της Τρίτης, 25ης  Ιουνίου 1913, σε άρθρο της και με τον τίτλο «ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ», μας πληροφορεί για το κύμα των προσφύγων χωρικών της περιφερείας που κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη μετά την εκδήλωση των βιαιοτήτων του Βουλγαρικού στρατού.

«….Οι πρόσφυγες ούτοι προέρχονται, εκ χωρίων της περιφερείας Λαγκαδά ήτοι εκ Μπαλάφτσας, Αρακλί, Καράτσας, Βισόκας και Μπέροβας, …… οι λοιποί δε εκ της περιφερείας Λιγκοβάνης……»

Το δραματικό θέαμα των προσφύγων κατέγραψε ο αυτόπτης κ. ΣΚΑΝΔΑΛΑΚΗΣ:

«Τότε μας εδόθη καιρός να προσέξωμεν εις τας χιλιάδας των προσφύγων που ήρχοντο από τα γύρω μας χωριά, τα οποία έσπευσαν να εγκαταλείψουν, αποκομίζοντες ότι έκαστος ηδύνατο πρόχειρον με την πρώτην προέλασιν των Βουλγάρων.

Κάτω από τα δένδρα, μέσα εις τα χωράφια, δίπλα εις τους παραμικρότερους θάμνους έβλεπες πρωτότυπα συμπλέγματα ζώων αναμίξ και ανθρώπων, ενώ επάνω εις τα πρόσωπα των τελευταίων ο πανικός εζωγράφιζεν εικόνας ασυλλήπτου φρίκης και αγωνίας.

Είνε ένα από τα συγκινητικώτερα θεάματα των πολέμων.

Άνδρες έως εκεί επάνω τρομαγμένοι μέχρις εξευτελισμού, γυναίκες μ΄ ένα παιδί στην αγκαλιά και άλλο στην πλάτη, νήπια κλαυθμηρίζοντα και μητέρες παρηγορούσαι τα μικρά των με την θωπευτικήν εκείνην φωνήν του σπιτιού, που, πράγμα παράδοξον, κατώρθωναν να την ανευρίσκουν την ίδια και απαράλλακτη μέσα εις εκείνον τον ορυμαγδόν, ανατριχιαστικά μουγγρίσματα βοδιών, ξεκωφαντικά σφυρίγματα τσομπάνηδων, βελάσματα θρηνώδη χιλιάδων προβάτων και κωδωνισμοί χιλιάδων κωδώνων, κορίτσια κακομαλιασμένα και ξετραχηλισμένα καθαρίζοντα με τα νύχια των το έδαφος για να περάσουν πρόχειρα την νύχτα.

Κάπου – κάπου θα ημπορούσες να διακρίνης μέσα εις όλον εκείνον τον συρφετόν, καμμιά αρχοντοπούλα χωριάτισα με την φλογώδη της ενδυμασίαν – χάρμα κορμοστασιάς, λευκότητος, χαρακτηριστικών – βαδίζουσαν υπερήφανα αναμέσον του πλήθους, ωσάν να μη συνέβαινε τίποτα γύρω της και προσπαθούσαν να διορθώση το κτένισμά της, ευθύς ως κανένας μεγάλος – ως λέγουν εκεί τους αξιωματικούς – επερνούσε πλησίον της ……..»[1]

Μετά την κατάληψη του υψώματος 605  η επόμενη αμυντική γραμμή των Βουλγάρων βρίσκονταν μέσα στο χωριό Λιγκοβάνη.  Στις 10 το πρωί πλησιάζουν οι εύζωνες τη νότια πλευρά του χωριού και έρχονται σε επαφή με τον εχθρό, ο οποίος αμύνεται γενναία και προσπαθεί να συγκρατηθεί μέσα στο χωριό, ενώ δύο πυροβόλα βάλλουν πεισματωδώς κατά της δημοσίας οδού η οποία έχει επισημανθεί και οδηγεί στο χωριό.

Διατάσσεται το τάγμα του Βελισσαρίου όπως επιτεθεί από αριστερά κατά του εχθρού που κατέχει το χωριό, το δε 8ο τάγμα υπό τον λοχαγό Χριστοφόρου, που αναπληρώνει τον Ιατρίδη να επιτεθεί κατά μέτωπο. 

Ο Βελισσαρίου καλεί τα παλικάρια του και τους λέγει:  Εκεί επάνω στην κορυφή της πλαγιάς βρίσκεται ο εχθρός, μα αυτό για σας δεν έχει καμιά σημασία.

Όπως τον πετάξαμε με τη λόγχη από το 605 θα τον πετάξουμε με τον ίδιο τρόπο και από τη Λιγκοβάνη.  Όπως καταλάβατε του έχουμε πάρει πια το θάρρος.  Αρκεί να ορμίσουμε τώρα με την ίδια απόφαση και με τον ίδιο ηρωισμό.  Λίγες όσο μπορείτε τουφεκιές και πολλά πηδήματα.  Το λοφάκι είναι ψηλό και πρέπει να φτάσουμε γρήγορα στην κορυφή του που είναι κοντά στην πλατεία.

Πως είναι τα λυσσασμένα σκυλιά που τρέχουν με κλειστά τα μάτια χωρίς να ακούν ούτε φωνές, ούτε φοβέρες, έτσι και το τάγμα ευζώνων, έπειτα από λίγη ώρα, λυσσασμένο και φρενιασμένο, με αφρούς στο στόμα και με φωτιές στα μάτια, όρμησε στο ανέβασμα.  Η αποστολή ήταν μεγάλη.  Από την επιτυχία αυτή εξαρτιόταν το αποτέλεσμα μιας μεγάλης μάχης.  Αυτό το είχαν καταλάβει οι εύζωνες.

Άρχισαν να σκαρφαλώνουν σαν τραγιά.  Ξεκίνησαν από τη γέφυρα και χωρισμένοι σε τρία τμήματα, αλλά πάντα κοντά το ένα με το άλλο, πηδούσαν τους βράχους σα ζαρκάδια ελαφρά και ατίθασα.  Ο λόφος κάθετος και ολόρθος, πήγαινε να τους πλακώσει.  Οι μύτες των πετρών τους ξέσχιζαν τις αρβύλες και τα δάχτυλα.  Αλλά πίσω, ακούραστη και δυνατή ακουγόταν η ενθουσιαστική φωνή του διοικητή: «Εμπρός!...Εμπρός!»  Με τις κοντές των χακιών φεσιών φούντες σηκωμένες εναέρια, με τις πατούσες των ποδιών να βγάζουν φωτιές, με το κορμί σα βούρλο λυγιζόμενο, με τα τουφέκια σαν ξηροκάλαμα στα χέρια, οι εύζωνες, ανθηροί και ωραίοι, πηδούσαν προφυλαμένα και ανέβαιναν σύντονα και γρήγορα.

Οι Βούλγαροι τους υποδέχθηκαν με ζωηρότατο τουφεκιοβολισμό.  Οι κομιτατζήδες του Βουλγαρικού στρατού όρμησαν ακάθεκτοι.  Τρομακτικά τους ευνοούσε η θέση.  Θα μπορούσαν, αν είχαν άλλον αντίπαλο, να τον τρέψουν σε φυγή και να τον τσακίσουν μόνο με πέτρες.   Οι εύζωνες, απαθείς και μη πυροβολούντες, εξακολούθησαν αδιάλειπτα το έργο της ανάβασης.  Ο Βελισσαρίου με το σπαθί στο χέρι και πηδώντας από το ένα σημείο στο άλλο, κέντριζε τα παλικάρια του.  «Αϊντε, παιδιά μου!.... Εμπρός!... Προχωρείτε!... Σε λίγο θα σκάσουν οι παληοαρκούδες!...».  Οι εύζωνες, υπερήφανοι για τον αρχηγό τους και φοβισμένοι για την τύχη του αντάλλασαν από καιρού σε καιρό μεταξύ τους:  «Άη ουρέ … θα του σκοτώσουν του σ’ κλί.  Δεν φλάγεται ντίπ…»

Το πυρ όσο προχωρούσε το τάγμα προς την κορυφή δυνάμωνε.  Οι εύζωνες είχαν αποφασίσει να χαλάσουν όσο το δυνατόν λιγότερα βόλια.  Οι εχθρικές σφαίρες άρχισαν να ανοίγουν κεφάλια και να τσακίζουν χέρια.  Οι κομιτατζήδες, πρώτης τάξεως σκοπευτές, σημείωναν αρκετές επιτυχίες.   Αλλά οι εύζωνες εμπρός.  Οι διμοιρίτες προσπαθούσαν να κρατήσουν τη γραμμή και την συνοχή του τάγματος.   Η αρχή του Βελισσαρίου ήταν η απόλυτος συνοχή στην επίθεση.  Στηριζόταν στον ψυχολογικό νόμο «όσο αισθάνεται κανείς περισσότερους κοντά του τόσο περισσότερο αψηφάει τον κίνδυνο».

Οι Βούλγαροι αμύνονταν με πείσμα.  Τους ενθάρρυνε το ύψος και το απόκρημνο του λόφου.  Όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία για τους εύζωνες, οι οποίοι αφήνουν τους χτυπημένους, προχωρούν να εκδικηθούν το αίμα τους.  Όταν η απόσταση που χωρίζει τους δύο αντιπάλους παύει να είναι μεγάλη οι κομιτατζήδες χρησιμοποιούν τη βόμβα.  Η κάθετη γραμμή άλλωστε συντομεύει τη διαφορά του τόπου.  Η χειροβομβίδα μπορεί πλέον να έχει θαυμάσια αποτελέσματα.  Οι κομιτατζήδες με ισχυρότατο παλμό, αφήνουν το μικρό σχοινί που κρατούν στα δάχτυλα τους και η βόμβα εκσφενδονίζεται με δαιμονιώδη ορμή.  Αλλά οι εύζωνες είναι μαθημένοι στις βόμβες, από το 605.  Τίποτε δεν είναι δυνατό να συγκρατήσει τη λύσσα τους.  Τώρα που βλέπουν να ξαπλώνονται νεκροί και τραυματίες καταλαμβάνονται από ένα είδος βαθύτατου μίσους και αισθάνονται να αναταράσσεται η ψυχή  τους από το αίσθημα της εκδίκησης.  Δεν τους χωρίζουν παρά διακόσια μέτρα από τον εχθρό.  Από την αρχή της μάχης αυτοί χρησιμοποιούν και δύο ορεινά που είχαν στημένα στην πλατεία του χωριού.  Αλλά αυτό δεν έχει καμιά επίδραση στην ορμητικότητα των ευζώνων.   Κατορθώθηκε και η χρησιμοποίηση δύο δικών μας ορεινών πυροβόλων.  Οι προσπάθειες των ευζώνων τώρα εντείνονται.  Η ισχυρή φωνή του Βελισσαρίου ακούγεται:  «Εφ’ όπλου λόγχη!  Εμπρός!»  Οι Βούλγαροι χάνουν πλέον το θάρρος τους.  Αφήνουν σωρούς ολόκληρους βομβών, αφήνουν και τα κανόνια και φεύγουν.  Η πλατεία του χωριού κατελήφθη.

Τα γύρω δρομάκια ήταν σπαρμένα από τουμπανισμένα ζώα, είδη οπλισμού, εξάρτυσης ανακατεμένα με μικροπράγματα κάθε λογής.   Το ποταμάκι με το ήσυχο ρέμα, που σκίζει τη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού, έχει εναποθέσει στα βράχια κουφάρια ζώων.  Η ιδέα ότι δεν υπήρχε πια εχθρός απέναντί τους, ανακούφιζε τους άντρες,  που τσακισμένοι από την κόπωση πια, ρωτούσαν αν ψιθυρίζεται τίποτε περί ειρήνης.   Μάλιστα οι πιο ανυπόμονοι και πιο εξαντλημένοι, που ανάμεσά τους ήτανε και ο αιώνιος «καλώς πληροφορημένος», βεβαίωναν ότι τάχα στην Αθήνα γίνονταν συζητήσεις να πάψει ο πόλεμος.

Μείνανε συλλογισμένοι για λίγο αλλά τ’ αυτιά τους  άρχισαν πάλι να πληγώνουν οι κρότοι των πυροβόλων που γέμιζαν τον αέρα της πλαγιάς.

Το χωριό κατάμαυρο και γκρεμισμένο. Ο δρόμος που οδηγούσε από το ρέμα στα πρώτα σπίτια του χωριού από το αδιάκοπο πέρασμα στρατού, κανονιών, μεταγωγικών, είχε ζυμωθεί. 

Όταν ο στρατός μπήκε στο χωριό βρήκε φωτιές μόνο και χαλάσματα.  Οι οβίδες του πυροβολικού είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. 

Στο χωριουδάκι οι Βούλγαροι, δεν άφησαν τίποτε όρθιο.

Κότες και άλλα ζωντανά έτρεχαν εδώ κι’ εκεί σαν παραζαλισμένα και από μακριά ακουγόταν το πένθιμο ούρλιασμα ενός σκύλου.  Ο ανθυπασπιστής Ηλιόπουλος, ένα ψηλό μελαχρινό παλικάρι καμιά εικοσαριά χρονών, περνούσε προσεκτικά τα δρομάκια ψάχνοντας μήπως είχαν μείνει πουθενά Βούλγαροι για να καθαρίσει το χωριό. 

Τμήματα του εχθρού αποκοπέντα του κυρίου σώματος συλλαμβάνονται αιχμάλωτα.  Ο ανθυπασπιστής Ηλιόπουλος του λόχου Παλαιοδημοπούλου με τη διμοιρία του που δεν αριθμεί 40 άνδρες αιχμαλωτίζει ολόκληρο Βουλγαρικό λόχο 210 ανδρών με το λοχαγό του.

Άλλες ομάδες Βουλγάρων καταδιωκόμενες πέφτουν στα χέρια των δικών μας και αιχμαλωτίζονται.  Για να συγκεντρωθούν όλοι οι αιχμάλωτοι στο ίδιο σημείο, ένας από τους αιχμαλώτους ανέρχεται σε ένα ύψωμα στην πλατεία του χωριού και καλεί τους ομοφύλους του στη γλώσσα τους «ελάτε εδώ είμαστε και άλλοι» και έτσι συρρέουν στο σημείο οι διάσπαρτοι μέσα στο χωριό «γενναίοι» στρατιώτες του Φερδινάνδου.

Οι Βούλγαροι οδηγούνται ενώπιον του Διοικητού του Συντάγματος ο οποίος τους βεβαιώνει ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε.  Αλλά ο Βελισσαρίου δεν αρκείται σ’ αυτό.  Διατάσσει έναν εύζωνα που γνωρίζει τη βουλγαρική και τους λέγει: «Μη φοβάστε τίποτε, διότι εμείς είμαστε Έλληνες δεν είμαστε άγριοι και βάρβαροι, δεν είμαστε Βούλγαροι.   Εφόσον έχετε τα όπλα στα χέρια είμαστε εχθροί, όταν όμως τ’ αφήσετε είμαστε φίλοι..  Οι Βούλγαροι ενθουσιάστηκαν και αποκαλύφτηκαν όλοι φωνάζοντας «ούρρα».  Διαμαρτύρονταν δε κατά του Δάνεφ και του βασιλιά τους Φερδινάνδου, ευχόμενοι να πάνε στη Σόφια να κρεμάσουν και τους δύο».

Χωρίς αμφιβολία από τα λαμπρότερα τρόπαια στη φάση αυτή του αγώνα ήταν η κατάληψη της Λιγκοβάνης.  Η Λιγκοβάνη που τη μέτρησαν οι στρατιώτες σπιθαμή προς σπιθαμή, που για κάθε χαράδρα της έγινε και επίθεση μέχρι να φτάσει ο στρατός μας στις παρυφές του «Πράσινου Λόφου».   Η Λιγκοβάνη της ζέστης, της δίψας και της απελπισίας.  Όλη αυτή την πλαγιά του Βερτίσκου την ερεύνησαν και τη μέτρησαν με τις πλάτες οι στρατιώτες, την έκαμαν οικεία, σημείωσαν μέρη ιερά όπου άφησαν συντρόφους που δεν θα επέστρεφαν πλέον στην Πατρίδα.

Όλη αυτή η λουλουδοσκέπαστη πλαγιά του Βερτίσκου με τα γραφικά κορφοβούνια και την πλούσια βλάστηση μεταβλήθηκε τώρα σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο όπου, χιλιάδες κουφάρια κείτονταν άταφα, θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας, έβαφαν κόκκινα το κρυστάλλινα νερά του Μπογδάνα και περίμεναν τις οπισθοφυλακές που  δακρυσμένες αλλά νικηφόρες έφταναν.

Ερημώθηκε ο επίγειος παράδεισος που εκτεινόταν σ’ όλο το πλάτος  από το Αϊβάτι ίσαμε το Στρυμόνα.       Το «περιβόλι» αυτό της Μακεδονίας όπως το είχανε ονομάσει, το αποξηράνανε. Πού είναι η αγγελόμορφη Μπέροβα, πού η μυρωμένη Βισσώκα, πού η κατάφυτη Λιγκοβάνη που σαν ηδύπαθη Σουλτάνα ξαπλωνόταν πλάι στο Μπογδάνα;  Δεν αντιλαλούνε τώρα τα εύθυμα τραγούδια των Μπεροβνών, ούτε ακούγονται οι χαρούμενοι αχοί τις Λιγκοβανιώτικης γκάιντας που στα εορτινά πανηγύρια τους τραγουδούσε την ομορφιά και εξυμνούσε τον ηρωισμό.

Και αυτός ο αέρας που σιγοξεγλιστρούσε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, φαινόταν σαν να σιγόψελνε τις λυπητερές επιτάφιες προσευχές.  Ούτε ο ουρανός γελούσε όπως πριν.  Στεκόταν σκυθρωπός και δάκρυα έτρεχαν από τα ολογάλανα μάτια του ενώ πυροβολούσε με το καυστικό του λιοπύρι.  Και ο παράδεισος μεταβλήθηκε σε μια κόλαση που μόνο ένας Δάντης μπορούσε να πλησιάσει.  Και το χαρούμενο περιβόλι  έγινε το πιο σκυθρωπό νεκροκοιμητήριο.

Πάνω σ’ αυτό, καθισμένα τα θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας κλαίγανε και κλαίγανε.  Και οι θρήνοι τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα, και οι οιμωγές τους έφταναν ψηλά όπου πανίσχυρος καθόταν  Εκείνος και οι ολοφυρμοί τους έφταναν ως τα πέρατα του κόσμου και τα μοιρολόγια τους συγκινούσαν τα δέντρα, τους βράχους και τα βουνά που άφωνα σιγοκλαίγανε.

Και βλέποντας το λυπητερό αυτό θέαμα, δάκρυζε ο ψυχοπόνος ουρανός και τα δάκρυα του αφού πρώτα αυλακώνανε τα γαλανά του μάτια έπεφταν αργά-αργά στη γη και θυμώνανε και σκυθρωπιάζανε και απειλούσαν με τα μελανιασμένα σύννεφά του…. Και έβγαλε έπειτα τον ήλιο, το μικρό του γιό που τόσο αγαπάει ώστε ολημερίς τον έχει αγκαλιασμένο και τον φιλάει και κατακεραύνωσε με τις φωτομεστές ακτίνες του, σαν να ήθελε να σβήσει τη φωτιά που ανάψανε τα παράνομα αποξεράσματά του.

Κάποια στριγκή θεομηνία ρήμαξε τη Λιγκοβάνη που, άλλοτε ολόφωτη και γεμάτη ελληνική ανθάδα και νεότητα έσφιζε. Τώρα κείτονταν ρημαγμένη.  Και οι γυναίκες όσες προλάβανε σέρνοντας πίσω τους  κουτσούβελα και με φούστες ξεσχισμένες, με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους έβρισκαν καταφύγιο στις στρατιωτικές οπισθοφυλακές μας.

Κλαίει ο Βερτίσκος και οι λόγγοι βαριαναστενάζουν.  Μαύροι καπνοί και φλόγες ανέβηκαν ψηλά και σπίθες σκόρπισαν στο κενό σαν ταχείς αγγελιοφόροι να αναγγείλουν στα πέρατα του κόσμου τη φρικώδη ανθρωποθυσία που έγινε στη Λιγκοβάνη. 

Πολλοί, όχι ένας, μάρτυρες γονάτισαν μπροστά στον Πλάστη τους, άφησαν την τελευταία τους προσευχή και υπέκυψαν στην όρεξη των ανθρωπόμορφων τεράτων, ειδεχθών δημίων.

Η Λιγκοβάνη κάηκε!

Αθώες παρθένες, η Πασχαλίνα Αγγελιάτσου, η Μαγδαληνή Χαϊντά και η Πασχαλίνα Δανιηλίδου[2] με ξέπλεκα μαλλιά απέλπιδες και αλαλάζουσες οδηγήθηκαν στην ατίμωση και στο θάνατο!

Και το αρχηγείο λάμβανε την αναφορά ……

«Διαταγή της Α.Μ. του Βασιλέως αναφέρω ότι οι Βούλγαροι εγκαταλείποντες το χωρίον Λιγκοβάνη έσφαξαν γυναίκας Ελληνίδας εκ των κατοίκων Λιγκοβάνης».

Αλλά και οι φιλόστοργες μητέρες με τ’ αγγελόμορφα πλάσματα στην αγκαλιά, πατέρες με άσπρη κόμη πολυβασανισμένοι, λεβέντες, καμαρωτοί, γεμάτοι ζωή και δράση, με το χαμόγελο της οδύνης στα χείλη μέσα από τους φιλόξενους λάκκους ζητούσαν βοήθεια.

Η Λιγκοβάνη κάηκε!

Τέφρα και μόνο τέφρα κάλυψε τα πάντα. Μόνο ερείπια αποτέλεσαν την απαίσια εικόνα η οποία πρέπει να συγκινήσει τους σύγχρονους Λιγκοβανιώτες να δοξάσουν τη Ματωμένη ιστορία του πυρπολυθέντος χωριού τους.

Το τηλεγράφημα του διοικητή της 6ης μεραρχίας Δελαγραμμάτικας προς τον πρόεδρο τη Κυβέρνησης είναι αρκετά αποκαλυπτικό:

«Βούλγαροι υποχωρούντες παρέδωκαν ανθρώπους και πράγματα εις τον θηριωδέστερον όλεθρον.  Πάντες οι εναπομείναντες κάτοικοι κατά το πλείστον γέροντες και ανάπηροι κατεσφάγησαν αγρίως καθ’ οδόν δε κατέκοπτον άνευ ελέους τους πρόσφυγας, ους συνήντων, κατά το πλείστον γυναικόπαιδα.  Πριν εγκαταλείψουν το χωρίον έθεσαν απανταχού πυρ εις τρόπον ώστε ουδεμία οικία διέφυγε την καταστροφήν της πυρπολήσεως». (Γραφείον Στρατιωτικών πληροφοριών)

 

Η Λιγκοβάνη απελευθερώθηκε στις 20 Ιουνίου 1913.

Επιτέλους!  Η Λευτεριά έστησε το δικό της δοξαστικό χορό στη Λιγκοβάνη και ήταν μια γιορτή σώματος και ψυχής για τους απλούς χωρικούς, που ένιωθαν επιτέλους ελεύθεροι ύστερα από μια βαριά κι αιματηρή σκλαβιά. Οι πινακίδες των καταστημάτων ξαναγράφηκαν στα ελληνικά, ο Άγιος Γεώργιος ξανάρχισε τη θεία λειτουργία στην ελληνική γλώσσα και το σχολείο άρχισε να λειτουργεί.



[1] ΣΚΑΝΔΑΛΑΚΗ Ι. Ν. – «ΠΟΛΕΜΟΣ – ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΟΥ ΑΠΌ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΤΟΥ 1913 – Τυπογρ. ΠΑΠΑΝΕΣΤΟΡΟΣ – ΘΕΣ/ΝΙΚΗ
[2] Γεωργίου  Μόδη – «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» ΕΜΣ Β΄έκδ.2007-Σελ.69