Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015


«Ο ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ»

(Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στις 2-11-2015 στην Ξυλόπολη) 

Η Ξυλόπολη είναι από τα λίγα χωριά με τόσο μακραίωνη και αδιάλειπτη ιστορική διαδρομή, έχει δε τη δική της διαχρονική συμμετοχή στο ιστορικό γίγνεσθαι της ευρύτερης περιοχής.

Από την προϊστορική εποχή και πιο συγκεκριμένα από τα χρόνια της ύστερης του χαλκού εποχής (δηλ. το 1.500 π.χ.)  είχε κατοικηθεί η Ξυλόπολη, όπως μαρτυρούν τα λείψανα ενός οικισμού που βρέθηκαν στη μικρή τούμπα στην είσοδο του χωριού.  

Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι Κρηστώνες ή Κρήστωνες, οι οποίοι ήταν αρχαίος πελασγικός λαός.  Κατ΄ αρχήν αυτοί είχαν εγκατασταθεί στη Χαλκιδική, συγκεκριμένα παρά την Όλυνθο και στη χερσόνησο Ακτή (Άθως). (Ηροδ. VII 124, Θουκυδ. IV 109).  Στη συνέχεια μετοίκησαν στην σημερινή περιοχή την οποία ονόμασαν «ΞΥΛΟΠΟΛΗ», «…...εκ της αφθονίας του πράγματος, ήτοι της ξυλικής…» όπως μαρτυρεί ο αρχαίος γεωγράφος Πτολεμαίος. Η περιοχή υπαγόταν στην επαρχία της Κρηστωνίας ώσπου ο Αλέξανδρος Α΄ την ενέταξε στο Μακεδονικό Βασίλειο.

Απ΄ όλη την Κρηστωνία, η οποία καταλάμβανε την έκταση από το Βερτίσκο μέχρι τα Κρούσια, ο Στράβων αναφέρει τη πρωτεύουσά της που ήταν η Κρηστώνα (Κρηστών), ενώ άλλες πόλεις στην περιοχή  ήταν οι: Αντιγόνεια, Ξυλόπολις, Τέρπυλος, Καραβία και Γυναικόκαστρο.

Ο Μ. Δήμιτσας προσδιορίζει τη θέση της Κρηστώνας: «νότια της Ξυλοπόλεως επί του Σαρί-ντερε παραπόταμου του Λαχανά όπου σώζονται ερείπια αρχαίας πόλης».

Το 148 π.Χ., η Ξυλόπολη ακολουθεί την τύχη των υπόλοιπων μακεδονικών περιοχών και υποτάσσεται στους Ρωμαίους.

Εκτενείς περιγραφές της Ξυλόπολης της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας μας παρέχουν οι αρχαίοι γεωγράφοι, αστρονόμοι και μαθηματικοί  Πλίνιος και Πτολεμαίος. 

Συγκεκριμένα ο Πτολεμαίος γράφει για το χωριό μας:

«Το δε όνομα έλαβεν εκ της αφθονίας του πράγματος ήτοι της ξυλικής, ήν άφθονον επορίζοντο οι Ρωμαίοι»

Ενώ σε άλλο σημείο ο ίδιος αναφέρει:

«Δείγμα της μεγάλης αφθονίας ξύλων εις την Μακεδονίαν είναι η ύπαρξις πόλεως φερούσης το όνομα ΞΥΛΟΠΟΛΙΣ»

Αλλά και ο Πλίνιος μας παρέχει την παρακάτω περιγραφή:

… «όλες οι μακεδονικές πόλεις κάποιας σπουδαιότητας….που αυτοανακηρύχθηκαν δικές τους, η Αμφίπολις, ….η Ξυλόπολις, η Τορώνη, η Θεσσαλονίκη, ……. ανακηρύχθηκαν ελεύθερες» 

Οι Ρωμαίοι όμως μετέφρασαν το όνομα της Ξυλόπολης στη λατινική και στη συνέχεια τη συναντούμε σαν Λιγκοβάνη μέχρι την 9/2/29 (Φ.Ε.Κ. ΤΑ 55/1926) οπότε μετονομάζεται πάλι σε Ξυλόπολη.

Αλλάζοντας πολλές φορές κύριο η Λιγκοβάνη, φτάνει στα χρόνια του Βυζαντίου οπότε και γνωρίζει ημέρες ακμής.  Παρά τις διαρκείς εμφύλιες διαμάχες, αναπτύσσεται αλλά η ανάπτυξη αυτή διακόπτεται οριστικά το 1430, όταν η Θεσσαλονίκη και μαζί της, όλη η περιοχή της Μακεδονίας, περνά σε τουρκική κατοχή.

Στην απογραφή του 1530, η Λιγκοβάνη φαίνεται απαρτιζόμενοι από 42 χριστιανικά και 5 μουσουλμανικά νοικοκυριά.  Ενώ στο φορολογικό τεφτέρι του 1568 εμφανίζεται κατοικούμενη από 126 χριστιανικά και 5 μουσουλμανικά νοικοκυριά.

Το 1584 έφτασε στην περιοχή ο Λίγκος Ιωάννης ο οποίος καταγόταν από το Μελένικο.  Εγκαταστάθηκε στην περιοχή, ενώ μαζί του έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου.  Έκτισε το κατάλυμά του και δίπλα ένα παρεκκλήσι στο όνομα του Αγίου, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου βρίσκεται ο Άγιος Γεώργιος στο Ιερό του οποίου βρίσκεται ο τάφος του Λίγκου. Η επιτάφιος πλάκα σώζεται δεξιά της κεντρικής εισόδου του ναού.  Είναι οκτάγωνη  και πάνω της είναι χαραγμένος ο δικέφαλος αετός.

Το μικρό παρεκκλήσι του Αη Γιώργη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας γίνεται το καταφύγιο των ψυχών, το κέντρο συνάθροισης και ένωσης των Λιγκοβανιωτών. Έτσι διαχέεται μια έντονη θρησκευτική πνοή στους σκλάβους Λιγκοβανιώτες.

Στον κώδικα "ΠΡΟΘΕΣΗ" της μονής της Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική που περιλαμβάνει τα προς μνημόνευση ονόματα των αφιερωτών του μοναστηριού και ο οποίος χρονολογείται από το 1732, είναι καταγεγραμμένα 94 ονόματα κατοίκων της Λιγκοβάνης και αποτελούν ένα μικρό θησαυρό του χωριού μας.  

Η θρησκευτική διάθεση και πνοή των Λιγκοβανιωτών, ευνοημένη από την οικονομική άνοδο και πληθυσμιακή αύξηση είχε αποτέλεσμα την κτίση νέας εκκλησίας στο όνομα του Αγίου Γεωργίου παρά την απαγορευτική διάταξη των Τούρκων. 

Ο μόνος τρόπος για την κτίση νέας εκκλησίας ήταν η έκδοση ειδικού βασιλικού διατάγματος (φιρμανιού) από την Κωνσταντινούπολη, την έδρα του Σουλτάνου.  Για να εκδοθεί όμως αυτό από την «Υψηλή Πύλη» χρειαζόταν μεγάλο χρηματικό ποσό σε χρυσές λίρες για δωροδοκίες, καθώς και πολύμηνα και επικίνδυνα ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να είναι σίγουρο το αποτέλεσμα.

Την άδεια απέσπασε τελικά αντιπροσωπεία Λιγκοβανιωτών στις 14 Σεπτεμβρίου 1802 με την προϋπόθεση σε δύο μήνες ο ναός να έχει αποπερατωθεί.  Πράγματι οι Λιγκοβανιώτες δουλεύοντας νυχθημερόν άνδρες και γυναίκες κατόρθωσαν να είναι συνεπείς στην προθεσμία του Σουλτάνου. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν άφηναν να υψωθεί πολύ, αναγκάστηκαν να σκάψουν και να τον προχωρήσουν προς το βάθος.  Αυτό εξάλλου ήταν απαγορευτικό για την είσοδο των ζώων των κατακτητών καθότι τις σκάλες που είχαν κατασκευάσει από την εσωτερική πλευρά δεν μπορούσαν να τις διαβούν.  Αλλά και έμμεσα επέβαλαν στους Τούρκους να υποκλίνονται κατά την είσοδό τους γιατί έπρεπε να σκύψουν για να μπουν στο Ναό. 

Πάνω από την δυτική είσοδο του Ναού και εντός τυμπάνου βρίσκεται ζωγραφισμένη σε μουσαμά η εικόνα του Αγίου Γεωργίου και φέρει χρονολογία 1884.  Στο δεξιό μέρος της εικόνας υπάρχει τετράγωνη εντοιχισμένη πλάκα και φέρει ανάγλυφα την επιγραφή και την χρονολογία αποπεράτωσης του Ναού:

«Ναός του Αγίου Γεωργίου, σταυρός με συμπιλήματα ΙΣ ΧΣ, ΝΚΑ ΠΙΤΗSΦΑ 1802: Νεβ. 17.  Η λέξη «ΠΙΤΗSΦΑ», σύμφωνα με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής σήμαινε «ΤΕΛΕΙΩΣΕ».  Ο Ναός λοιπόν τελείωσε στις 17 Νοεμβρίου 1802».

Η εκκλησία του Αη Γιώργη αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά μιας εποχής και παράλληλα επηρεάζει τις λατρευτικές ανάγκες των ενοριτών.

Η σπουδαιότητα όμως του ναού δεν βρίσκεται στην ταπεινή εξωτερική του κατασκευή, η οποία σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο δεν έπρεπε να είναι σπουδαιότερη των τζαμιών, αλλά στον εσωτερικό του διάκοσμο ο οποίος έδωσε μια ξεχωριστή υποβλητική και κατανυκτική ατμόσφαιρα στο Ναό.

Ενδιαφέρον ωστόσο προκαλούν οι μεγάλου αριθμού φορητές εικόνες της εποχής σε παχύ ξύλο. 

Αν και δεν έχουν ακόμα μελετηθεί πλήρως, ωστόσο συμπεραίνεται ότι μια κατηγορία των φορητών αυτών εικόνων του Αη Γιώργη ανήκει, μαζί με εκείνες του Αγίου Όρους, στα καλύτερα δείγματα φορητών εικόνων της εποχής.

Εσωτερικά η τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του Αη Γιώργη έχει γυναικωνίτη με μορφή εσωτερικού εξώστη που είναι στηριγμένος σε προβόλους και περιτρέχει το ναό σε σχήμα  Π.

H διάταξη των εικόνων στο εικονοστάσιο καθόριζε και την τάξη μέσα στην εκκλησία.  Για το λόγο αυτό οι γυναίκες εκκλησιάζονταν ξεχωριστά από τους άνδρες, αριστερά ή στον νάρθηκα ή επάνω από την είσοδο στο γυναικωνίτη.  Το λέει εξ άλλου και το τραγούδι:

Ζερβά να είν’ η  Παναγιά με όλα τα κορίτσια

Δεξιά να είναι ο Χριστός μ’ όλα τα παλικάρια

Στη μέση να’ ναι ο Σταυρός να στέκουν οι γερόντοι.

Ο ναός έχει λίγο φωτισμό και λιτή εξωτερική διακόσμηση, αφού έτσι επέβαλε ο κατακτητής στα χρόνια της δουλείας.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η ελληνικότατη Ξυλόπολη του Στράβωνα είχε πλημμυρίσει από συμμορίες Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι οποίοι προσπαθούσαν να  αποσπάσουν τους Ξυλοπολίτες από το Πατριαρχείο, και να τους προσηλυτίσουν στη βουλγαρική εξαρχία.  Κέντρο των επεισοδίων υπήρξε ο Άγιος Γεώργιος.

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου αποτέλεσε το μήλο της έριδος μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.  Ωστόσο, οι Ξυλοπολίτες πολλά οφείλουν στον Άγιο, γιατί χάρη σ’ αυτόν διατήρησαν την υπεροχή και συντήρησαν την πολιτισμική τους ακτινοβολία

Η αίσθηση της γαλήνης που νιώθει κανείς φτάνοντας στον Αη Γιώργη είναι απόλυτη και καθηλωτική.

Ως προς την μέθοδο κατασκευής διαπιστώνουμε την εμμονή στο παλαιό πατροπαράδοτο ισοδομικό σύστημα της απλής τοιχοποιϊας με λίθους που συνδέονται με άφθονη ασβέστη. Τα παράθυρα είναι λίγα ενώ οι είσοδοι είναι δύο μικρές και χαμηλές.  Οι ισλαμικές επιδράσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες στον Άγιο Γεώργιο.

Στο εσωτερικό του Ναού κυριαρχεί ατμόσφαιρα μυσταγωγική.  Η κομψότητα δένει με την σοβαρότητα. Στο μέσον της οροφής και πλησιέστερα προς το Ιερό είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτωρ μέσα σε κύκλο με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.  Στο Ιερό υπήρχαν τοιχογραφίες οι οποίες επιχρίστηκαν με ασβεστοκονίαμα. 

Ίχνη από αυτές βρίσκονται στον τοίχο της κόγχης της Προθέσεως, όπου διακρίνεται φθαρμένη η σκηνή της Άκρας Ταπείνωσης.

Εξέχουσα θέση  στην λαϊκή λατρεία των Ξυλοπολιτών, κατέχει, ως γνωστό ο Άγιος Γεώργιος του οποίου ο ναός  αποτελεί σύμβολο του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος  του χωριού μας. 

H γιορτή του, την 23η Απριλίου, αποτελούσε για τον αγροτικό και κυρίως τον ποιμενικό πληθυσμό της κοινότητας  την ημέρα της αρχής του θερινού εξαμήνου καθώς και την έναρξη την περίοδο αυτή νέων  ποιμενικών συμβάσεων.

Με την γιορτή  του Αγίου Γεωργίου έχουν συνδεθεί πολλά λατρευτικά έθιμα με τα οποία επιζητείται η εξασφάλιση της υγείας των μελών της οικογένειας και της παραγωγής, έτσι  ο εορτασμός του Αγίου παρουσιάζεται με ιδιαίτερα γνωρίσματα στην Ξυλόπολη.   

Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στην  εκκλησία του Αγίου, ο ιερέας και το εκκλησίασμα σχηματίζουν εκκλησιαστική πομπή, υπό μορφή λιτανείας.  Προηγείται αυτής το σήμαντρο.

Η λιτανεία γίνεται με πάνδημη συμμετοχή των ενοριτών και πλήθους πιστών, με επικεφαλής τον κλήρο. Μπροστά απ΄ αυτούς σε μακρά σειρά παιδιά και πολλοί ενορίτες φέρουν εικόνες, τις οποίες παρέλαβαν από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ή από τα εικονοστάσια των σπιτιών τους.

Η πομπή όλη προχωρεί υπό τους ήχους του σήμαντρου, στα όρια της αγροτικής περιοχής του χωριού.  Σταθμεύει το λιγότερο τέσσερις φορές, ήτοι  στο ανατολικό, στο βόρειο, στο δυτικό και στο νότιο μέρος, στα τέσσερα δηλ. σημεία του ορίζοντα, και σε κάθε στάση ο ιερέας, αναπέμπει δέηση. Στη συνέχεια ο ιερέας ψάλλει τα ειρηνικά και το τροπάριο ενός εκ των εικονιζόμενων αγίων την εικόνα του οποίου φέρει κάποιος από τους ενορίτες, ενώ υψώνει την εικόνα του τρεις αναφωνών,  «Μέγα το όνομα».

Χαρακτηριστικό στοιχείο της όλης πομπής αποτελούσε πάντα και η εμμονή των κατοίκων για τη μεταφορά της κατά πολύ βαρύτερης, σε σχέση με τις υπόλοιπες εικόνες, αυτή του Προφήτου Ηλίου, αφού είναι γνωστό ότι ο Προφήτης αυτός, θεωρείται «έφορος επί της βροχής».

Είναι αλήθεια ότι το χωριό μας οφείλει πολλά στην παρουσία του Αη Γιώργη.  Τη μέρα της γιορτής του όλη η περιοχή έχει πανηγύρι και χαίρεται όταν ο Άγιος βγαίνει για την προγραμματισμένη Περιφορά μέχρι την Κιάντα ή τα Αμπέλια.  Σαν ήλιο βλέπει ο Λιγκοβανιώτης τον Άγιο να βγαίνει από το Ναό του και να φωτίζει την πλαγιά αυτή του Βερτίσκου.  Αυτή η πλαγιά  θα δεχθεί την ευλογία του.

Πολλές φορές επεχείρησαν να τον πάρουν αλλά δεν το επέτρεψε.  Εκεί λίγο πιο έξω μέχρι την εκκλησία του Ραϊ και τη σκάλα του Γιάντσου.  Δεν πήγαινε πιο πέρα.  Έγινε ασήκωτος.  Στο χώρο τούτο νοιώθει ευχαριστημένος αφού ο ίδιος τον διάλεξε ανάμεσα σε τόσους άλλους που περιόδευσε.

Έτσι βασιλεύει στην Ξυλόπολη και κάποιες φορές το χρόνο βγαίνει τη βόλτα του σαν άρχοντας ακριβοθώτητος για να τον χαρούν και να τον θαυμάσουν οι υπήκοοί του.  Κι έρχονται όλοι στην Περιφορά, στη μέση Εκείνος σηκωμένος στα χέρια,  σεμνός, άφθαρτος, στητός.

Μπροστά τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα, ψαλτάδες, παππάδες, προύχοντες και ακολουθεί ο πιστός λαός.  Το πέρασμά του από τον Μπογδάνα, τα φυντάνια, τα σπαρτά, τα λιβάδια, τα πηγάδια είναι ευλογία, η έξοδος του Άρχοντα στα υποστατικά του.  Στην πρώτη στάση στου Βάξου τα λιβάδια Θα ξαποστάσει για λίγο κάτω από τη σκιά της μεγάλης βελανιδιάς και τα βοσκοτόπια θα είναι πλουσιοπάροχα.  Θα διαβεί μέσα από τα καταπράσινα σπαρτά για να είναι πλούσια η παραγωγή και θα καθίσει στου Τζούλιου το πηγάδι, θα ξεδιψάσει κάτω από τη γκορνιτσιά  και το νερό του πηγαδιού δεν θα στερέψει το καλοκαίρι και τα φύλλα της θα θροΐσουν για να χαιρετήσουν τον Αφέντη.

Οι καμπάνες χαρμόσυνα χτυπάνε, ποιος ξέρει τι να σκέφτεται ο Άγιος.  Έχει μάτια να τα δει, αυτιά να τ’ ακούσει;

Οι καημένοι οι Ξυλοπολίτες πασχίζουνε να τον δοξάσουνε.  Δέξου τα Άγιε.  Οι άνθρωποι τόσο μπορούν, τόσο ξέρουν να σου προσφέρουν.  Αν θέλεις μη τα ξεσυνεριστείς.  Αν δεν σ’ αρέσουν ρίξε μια ματιά κάπου αλλού.  Δες τους λόφους, δες τα δένδρα, τα ποτάμια.

Για δες στην Περιφορά τί γίνεται; Καλοντυμένες υπάρξεις, άνδρες, γυναίκες, παιδιά τρέχουν με σπουδή να εξασφαλίσουν μια θέση στην όλη πομπή όπου λάχει κατά μήκος του δρόμου για να ακολουθούν τον Άγιο.  Στη βιάση τους κάποιοι γλιστράνε πέφτουν μέσα στον Μπογδάνα, βρέχονται κρυώνουν αλλά δεν πειράζει είναι ευλογία.

Στην πρώτη στάση ο κύκλος με όλους τους Αγίους κλείνει οι εικόνες κατεβαίνουν από τους ώμους και έχουν πρόσωπο το κέντρο του, όλοι σιωπηλοί ψάχνουν για μια θέση, καλμάρουν για να ακούν τις ευχές του ιερέα.

Εδώ μπορεί να γίνει το θαύμα. Αν δε γίνει τώρα μια άλλη φορά ίσως, η πίστη δεν αποκάμνει. Η Περιφορά όμως είναι το κορύφωμα της ελπίδας. Στη λεύκα της γέφυρας κορυφώνεται, αναπέμπονται δεήσεις και ψάλλονται τα απολυτίκια.

Η τελευταία στάση θα γίνει στην πλατεία.  Στολισμένη σιωπηλή περιμένει την άφιξη της πομπής.  Στο κέντρο της ένα τραπέζι με το βασιλικό περιμένει τον ιερέα για τον Αγιασμό.   Στη συνέχεια παίρνει την κατηφόρα της επιστροφής του στην Εκκλησία.

Εδώ στην αρχή της ταφικής οδού που οδηγεί στο χώρο Του θα ακουστεί δέηση "υπέρ ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών" και  τα ωραία εξαποστειλάρια.

Ο Άγιος τοποθετείτε αριστερά της κύριας εισόδου του ναού πλαισιωμένος από τις υπόλοιπες εικόνες σύμφωνα με την διάταξη του εικονοστασίου.    Ο κόσμος περιμένει να προσκυνήσει. Και οι επίτροποι αναλαμβάνουν το έργο να τοποθετήσουν τις εικόνες στον φυσικό τους χώρο, στο Τέμπλο.

Με βαθειά συγκίνηση και δικαιολογημένη ευγνωμοσύνη τιμούμε σήμερα τα 213 χρόνια του Αη Γιώργη μας.

Αν εμείς σήμερα απεμπολήσουμε αυτή την κληρονομιά που μας άφησαν οι παππούδες μας, τότε οι «αιώνιοι σιωπηλοί» θα μιλήσουν και η φωνή τους θα είναι σάλπιγγα της Αποκαλύψεως, που θα ηχήσει και θα μιλήσει με τον παλαμικό στίχο.

Ούτε πιστεύω πως οι νεώτεροι βλαστοί των Ξυλοπολιτών θα φανούν κατώτεροι του προγονικού τους ονόματος.

Ο Θεός να ευλογεί τους κεκοιμημένους μας και να οδηγεί τους περιλειπομένους.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015


Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ (ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ) ΣΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ 

Από τα μέσα του 19ου αιώνα συμπαγείς βουλγαρικές μάζες, συνέρρεαν στη Μακεδονία και Θράκη, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά και εβραϊκά τσιφλίκια. Ήταν επόμενο λοιπόν οι αλλεπάλληλες και μακροχρόνιες ελληνοσλαβικές επιμιξίες να συντελέσουν στη γλωσσική και πληθυσμιακή αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας.

Έτσι η σύνθεση του πληθυσμού της Λιγκοβάνης μετά την εγκατάσταση και των σλάβων σ’ αυτή, αποτελούνταν από Έλληνες, Βούλγαρους και Τούρκους

Όλοι αυτοί, συμβίωναν μάλλον ειρηνικά ως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οπότε προβλήθηκαν δυναμικά οι εθνικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων.  Ως αντίδραση στη βουλγαρική διείσδυση οργανώθηκε η ελληνική αντίσταση, αρχικά γύρω από την κοινότητα, στη συνέχεια γύρω από την εκκλησία και το σχολείο και αργότερα με τον σχηματισμό αντάρτικων ομάδων.

Οι διαμάχες είχαν στην αρχή θρησκευτικό, χαρακτήρα στη συνέχεια όμως έλαβαν και εθνικό χαρακτήρα, με την προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να καλλιεργήσει μαζί με την θρησκευτική και εθνική συνείδηση στο σλαβικό στοιχείο που κατοικούσε στην Λιγκοβάνη.

Ως κύριο όπλο διέθετε η Βουλγαρική προπαγάνδα την ομοιότητα του σλαβοφανούς μακεδονικού ιδιώματος με την Βουλγαρική γλώσσα[1]. 

Από το 1870, όταν δημιουργήθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, όλη η δραστηριότητα της Βουλγαρικής προπαγάνδας στην Μακεδονία διενεργούνταν κυρίως στα ομιλούντα το σλαβόφωνο ιδίωμα διαμερίσματα.  Είχε σκοπό την απόσχιση των διαμερισμάτων αυτών από το Πατριαρχείο και την ενίσχυση της Εξαρχίας με τη δημιουργία νέων σχισματικών εξαρχικών μητροπόλεων.

Ο Γ. Μόδης αφηγείται διάφορα απίστευτα περιστατικά, τα οποία μεταφέρω, όπως συνέβησαν στη  Λιγκοβάνη αυτή την περίοδο και αποτελούν ζωντανό δείγμα του λυσσαλέου αλληλοσπαραγμού  που είχε ξεσπάσει σ’ όλα τα σλαβόφωνα χωριά όπου ο βουλγαρισμός είχε παρασύρει ένα μέρος των κατοίκων.

Η Λιγκοβάνη είχε αποκτήσει βουλγαρική κοινότητα και είχε χωριστεί σε δύο εχθρικά στρατόπεδα απ’ το 1872.  Ιδρυτής της Βουλγαρικής κοινότητας Λιγκοβάνης σύμφωνα με την κατάθεση του Ηλία  Γεωργιάδη στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του 1910 ήταν ο Παπαπέτρος.[2]

«…..Αυτός ο Παππαπέτρος είνε ο ιδρύσας και εν Λυγκοβάνι την σχισματικήν κοινότητα.  …….»

Από τότε, 40 χρόνια συνέχεια δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς καυγάδες, συμπλοκές, φόνους, εξαφανίσεις, συκοφαντίες, ραδιουργίες !!!  Παλιοί συγγενικοί δεσμοί και φιλίες πήγαν περίπατο.  Μάλωναν, αλληλοβρίζονταν, αλληλοκατηγορούνταν για λογαριασμό δύο διαφορετικών εθνών στην ίδια διάλεκτο….

Ο εφημέριος του χωριού Παπαγεώργης, αγράμματος και ανεμάνθρωπος, λιποτάκτησε ξαφνικά και πήγε με τους Βουλγάρους για 10 μετζήτια (λιγότερα από 2 λίρες), που του έδωσαν οι Βούλγαροι.  Τον έστειλαν και σε κάποιο φροντιστήριο να μάθει και τα βουλγαρικά γράμματα.  Φωτίστηκε όμως εκεί τόσο δυνατά, που έχασε το δικό του φως!  Γύρισε στο χωριό θεότυφλος και περιφρονημένος, αφού ήταν άχρηστος πια και στους Βουλγάρους….  Οι χωριανοί που  είδαν στο φοβερό πάθημά του τη θεία δίκη, τον υποδέχτηκαν με γιουχαϊσμούς.  Σε λίγες μέρες πέθανε.  Ο μουχτάρης, (πρόεδρος) του χωριού Συμεών Χαριζάνης έγραψε στον τάφο του:  «Εδώ σαπίζει ο Ιούδας Παπαγεώρης που πρόδωσε για δέκα μετζήτια».

Ο Συμεών Χαριζάνης, δεν κράτησε πολύ καιρό τη μουχτάρικη σφραγίδα και την εξουσία.  Μια μέρα που καθόταν έξω από ένα καφενεδάκι, πέρασε ο αστυνομικός σταθμάρχης μαζί με τον Βούλγαρο μουχτάρη.   Οι Τούρκοι είχαν γενικά μη στάξει και μη βρέξει τους Βουλγάρους.  Ο Τούρκος αστυνόμος κάθισε κοντά του παρασέρνοντας και τον προστατευόμενό του Βούλγαρο.  Ο Χαριζάνης αναγκάστηκε να τους κεράσει.  Φιλοτιμήθηκε και ο Βούλγαρος συνάδελφος του και κέρασε και αυτός.  Για να τον περιποιηθεί μάλιστα καλύτερα πήγε στον πάγκο να ετοιμάσει καλό μεζέ και ούζο.  Γύρισε με ένα πιάτο μεζέδες και μεγάλα ποτήρια ούζο και έβαλε το ένα μπροστά στον Χαριζάνη, που πέθανε σε λίγες ώρες με φρικτούς πόνους στην κοιλιά!... Στους συγγενείς του φαρμακωμένου που έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν, ο λαμπρός αστυν. Σταθμάρχης είπε σταυρώνοντας τα χέρια:  «Είναι δουλειά του Αλλάχ.  Τι μπορώ να κάνω εγώ; …!»

Με την αποσκίρτηση και το θάνατο του Παπαγεώργη οι Λιγκοβανιώτες έμειναν χωρίς εφημέριο, ενώ οι Βούλγαροι είχαν φέρει το μορφωμένο Παπαγιοβάν που ήξερε και καλά Ελληνικά και Γαλλικά.  Αναγκάζονταν να κάνουν τις κηδείες χωρίς ιερωμένο!  Δεν  μπορούσαν να φέρουν ξένο παπά, γιατί οι Βούλγαροι οργανωμένοι τον ξυλοφόρτωναν…  Τους καταπατούσε τα οικόπεδα… Ο Νικόλαος Δημητρίου και Δαυίδ Άγγελος που έφεραν παπά απ’ άλλο χωριό για να βαφτίσει τα μωρά τους, είδαν να κόβεται στη μέση το «μυστήριο».   Οι Βούλγαροι κακοποίησαν και έδιωξαν τον παπά.  Η αστυνομία έμεινε ουδέτερη, έτοιμη να βοηθήσει τους ταραχοποιούς.

Ωστόσο ο αρχιτσέλιγκας και προύχοντας Βασίλης Βαγγέλης ενθουσιασμένος, γιατί ο Θεός τούδωσε δύο δίδυμα αγοράκια, κάλεσε τον Παπαβαγγέλη από την Μπέροβα να τα βαφτίσει.  Ήταν πλούσιος «τσιορμπατζής» είχε βοηθήσει και ευεργετήσει πολλούς.  Ποιος θα τολμούσε να χαλάσει τα βαφτίσια του!  Έβαλε και τέσσερα σφαχτά στη σούβλα.  Πραγματικά κανένας δεν ενόχλησε τον Παπαβαγγέλη.  Άρχισε η ιεροτελεστία με απόλυτη τάξη.  Πήραν θάρρος και ήρθαν στην εκκλησία και οι φοβισμένοι και διστακτικοί.  Μα ξάφνου εισόρμησε στην εκκλησία μια μεγάλη παρέα ρεμπεσκέδες οπλισμένοι με χοντρά ξύλα και μεθυσμένοι από κρασί και φανατισμό και άρχισαν τις κραυγές.  Βρε τραγόπαπα, βρε τραγογένη, βρε μασκαρά τι γυρεύεις στο χωριό μας και το μαγαρίζεις;!

Ο Βασίλης τους είπε: «βρε παιδιά.  Σας παρακαλώ.  Εγώ τον έφερα.  Να βαφτίσει τα παιδιά μου, ελάτε κάτσετε, έχω και σφαχτά στη σούβλα και μπόλικα πιοτά.»  Εκείνοι εξακολουθούσαν το υβρεολόγιο του παπά.  Ο τσέλιγκας ξαναφώναξε ονομαστικά «Κώστα, Στογιάννη, Στέφο, Πάνο, που είχε ευεργετήσει, Ντροπή! 

Σας παρακαλώ αφήστε μας ήσυχους.» Τον άφησαν αληθινά αυτόν ήσυχο, μα πλήρωσαν τα γένια του παπά !…

Αναγκάστηκε τότε να σηκώσει κι αυτός την γκλίτσα του.  Και μαλλιά κουβάρια έγιναν στην εκκλησία.  Άντρες, γυναίκες ρίχτηκαν στους ιεροσύλους με μπαστούνια, γροθιές και νύχια.   Ο Παπαβαγγέλης ξέφυγε χωρίς παπούτσια με τ’ άμφια ξεσχισμένα και τα γένια αραιωμένα… Σαν τους πέταξαν έξω από την εκκλησία κακήν κακώς με τα ξεροκέφαλά τους σπασμένα και γύρισαν να ιδούν τα δύο μωρά, τα βρήκαν νεκρά.  Είχαν πνιγεί στην κολυμπήθρα….[3]

Η τουρκική αστυνομία έμεινε πάλι θεατής.

Ο Δήμος Μπάλιος ύστερα από το πάθημα του αρχιτσέλιγγα πήγε να βαφτίσει το μωρό του στη Μπέροβα.  Ήταν η συνήθεια του χωριού να βαφτίζουν το νεογέννητα την πρώτη κιόλας εβδομάδα.  Καβαλίκεψε το άλογο, πήρε το μωρό στην αγκαλιά και ξεκίνησε.  Στο δρόμο μερικοί χωριανοί του, Βούλγαροι, που είχαν βγεί τάχα για κυνήγι, θέλησαν να τον σταματήσουν.

- Για πού, ώρα καλή, Δήμο:

- Στη Μπέροβα, στους συμπεθέρους. 

- Δε μας δίνεις τη ταμπακέρα σου να στρίψουμε κανένα τσιγάρο:  Ξεχάσαμε να πάρουμε καπνό μαζί μας.

- Δεν πήρα κι εγώ μαζί μου.

- Μα στάσου.  Τι κάνεις έτσι;

- Βιάζομαι.

- Κάτι θα σου πούμε για τη Μπέροβα.

Και χίμηξαν ν’ αρπάξουν το άλογο από τα χαλινάρια.  Ο Δήμος το σπιρούνιασε και ξέφυγε.  Άρχισαν τότε τις τουφεκιές.  Το ξανασπιρούνιασε και τόβαλε στα τέσσαρα σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά.  Ήταν γερό το άλογο και αυτός περίφημος καβαλάρης.  Μα όταν έφτασε στην Μπέροβα το μωρό απ΄ το σφίξιμο και το τράνταγμα είχε ξεψυχήσει!..

Έστειλαν μια επιτροπή απ’ τον Αναστάσιο Βαμπερτζή και Λάζαρο Λίμο στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και έπειτα Πατριάρχη Ιωακείμ.  Του διεκτραγώδησαν τούρκικα, γιατί δεν ήξεραν αρκετά ελληνικά, τη φοβερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο χωριό.  Ο Ιωακείμ ήρθε αμέσως στη Λιγκοβάνη.  Ιερούργησε και χειροτόνησε εφημέριο τον καλό και φτωχό Χριστόφορο.  Στην έξοδο όμως απ’ την εκκλησία το κακό ξέσπασε πάλι.  Πολλά κεφάλια γέμισαν αίματα και ο ίδιος ο Μητροπολίτης δεν καλοπέρασε.

Γύρισε αμέσως αγανακτισμένος στη Θεσσαλονίκη κι έστειλε τηλεγράφημα στο Πατριαρχείο και εντονότατο «τσακίρι» στον Βαλή για την ανήκουστη ασυδοσία των κακοποιών της Λιγκοβάνης.

Το αποτέλεσμα ήταν να διατάξουν οι Τούρκοι να λειτουργούν στην εκκλησία τη μια εβδομάδα οι «ρούμ» (Έλληνες) και την άλλη οι «Μπουλγκάρ»…

Οι Βούλγαροι όμως με την πλάτη πάντοτε των Τούρκων δεν πολυσεβάστηκαν την Τουρκική διαταγή.  Πήγαιναν και έπιαναν νύχτα την εκκλησία και όταν δεν ήταν η δική τους σειρά.

Την 25η Μαρτίου 1883 είχαν καταλάβει την εκκλησία απ’ τα μεσάνυκτα από χριστιανική υπερευλάβεια.  Όταν ξημέρωσε ο καλός Θεός και πήγαν οι δικοί μας να εκκλησιαστούν, βρήκαν βουλγαρική λειτουργία!  Πλησιάζει ο Χρήστος Μόσχος τον Βούλγαρο ψάλτη και του λέει να σταματήσουν, γιατί ήταν Ελληνική η σειρά και η γιορτή του Ευαγγελισμού «ανήκε θεόθεν στους Γραικούς».  Οι Βούλγαροι όμως εξηκολούθησαν τον χαβά τους …. Βρέθηκαν στο τέλος έξω απ’ την εκκλησία με πολλά αδιόρθωτα κεφάλια σπασμένα.  Έμεινε όμως μέσα νεκρός ο Χρήστος Μόσχος!  Τον έβαλαν σε μια άκρη και άρχισαν εξαρχής την Ελληνική λειτουργία…

Την «Ανάσταση» (Μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου) της ίδιας χρονιάς, ήταν πάλι η σειρά των δικών μας.  Ιερουργούσε ο παπά Χριστόφορος.  Τη στιγμή του έβγαινε στην Ωραία Πύλη με τα τρίκερα και το Άγιο Φως του ζήτησαν οι Βούλγαροι να τραβηχτεί και να φέρει το Άγιο Φως ο δικός τους παπάς, που ήξερε πολλά γράμματα και ήταν περισσότερο φωτισμένος και, επειδή αρνήθηκε, του ξερίζωσαν πολλά μαλλιά μαζί με το δέρμα!... Μαγκούρες, μανουάλια, γροθιές μπήκαν πάλι σε ενέργεια και η εκκλησία του Θεού της αγάπης γέμισε αίματα.

Ασχολήθηκαν τότε οι Βούλγαροι με τον Παπαχριστόφορο.  Τούκλεψαν όλα τα ιερά άμφια.  Επειδή ήταν πολύ φτωχός για να ξαναφτιάξει καινούργια και ήξερε ότι και εάν έφτιαχνε θα του τα ξανάκλεβαν, έκανε το ζωνάρι του «πετραχήλι» και το ράσο «φελόνι», αφού του έραψε από μέσα ένα σταυρό… Έτσι δεν είχε κανένα κίνδυνο να του τα κλέψουν[4]».

Τέτοιες τραγωδίες η Λιγκοβάνη πολλές έχει να επιδείξει.

Ενώ η αρχική εμφάνιση της Βουλγαρικής προπαγάνδας μόνο κωμική μπορεί να χαρακτηριστεί, σε λίγο άρχισε να διαδίδεται και να αποκτά έδαφος, κυρίως στη Ζάροβα (Νικόπολη), η οποία είχε εκβουλγαριστεί εξ ολοκλήρου.

Οι Λιγκοβανιώτες μετά τα πιο πάνω τραγικά γεγονότα προέβηκαν σε αντίποινα. Ο Μήτρος Τάντσουφ πήγε να δουλέψει στο Όρλιακο και εξαφανίστηκε.  Ο Λάζαρος Μπίκουφ πήγε στο παζάρι της Νιγρίτας και δεν γύρισε.

Οι τούρκικες αρχές πάντα μεροληπτούσαν υπέρ των Βουλγάρων.  Η μεροληπτική υπέρ των Βουλγάρων στάση των τουρκικών αρχών επέδρασε καταλυτικά στον ελληνικό πληθυσμό της Λιγκοβάνης και άρχισαν να φαίνονται σημάδια εκβουλγαρισμού.  Μάταια οι αδελφοί Κων/νος και Σωτήριος Χαριζάνης, Κιουτσούκ Άγγελος και Αμπάκος προσπάθησαν να ενθαρρύνουν το ελληνικό στοιχείο.  Οι Βούλγαροι τοποθέτησαν απέναντί τους τον Παπαηλία, ιερέα, γνώστη της ελληνικής, τουρκικής και γαλλικής γλώσσας με τα πρωτοπαλήκαρά του, Κόλε, Ζάχωφ, Μπίκωφ, Καραδαλίφ κ.α..

Το ελληνικό στοιχείο για  να προλάβει τα χειρότερα κάλεσε τον (Ιωάννη Στόγιου) Κινέ από τις Σέρρες, για να ανοίξει ως δάσκαλος το δημοτικό σχολείο που και αυτό ήταν κλειστό για τους ίδιους λόγους με την εκκλησία.  Το ηθικό αναπτερώθηκε και πάλι, το σχολείο ξανάνοιξε και η δράση του Σ. Κινέ ήταν πολύ μεγάλη. Οι Βούλγαροι άρχισαν να τον καταδιώκουν και με δόλο τον κατηγόρησαν στην Τουρκική εξουσία η οποία τον παρέπεμψε σε δίκη παρωδία στην οποία όμως αθωώθηκε, αλλά μετά από λίγο καιρό οι Βούλγαροι τον σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο.

Ο Κινές ήταν ένα ορφανό παιδί της Λιγκοβάνης.  Σε κάποιον διερχόμενο έμπορο από τις Σέρρες έκανε εντύπωση η εξυπνάδα του και τον πήρε στις Σέρρες.  Εκεί ο Κινές εργαζόταν και φοιτούσε στο σχολείο. Όταν αποφοίτησε, διορίστηκε δάσκαλος μέσα στις Σέρρες. Δεν ξέχασε όμως το χωριό του, που στο μεταξύ το βουλγαρικό κομιτάτο προσπαθούσε να το εκβουλγαρίσει.

Έρχεται πίσω στο χωριό.  Με τη χρήση του όπλου πήρε πίσω την εκκλησία, άνοιξε το σχολείο, ανήγειρε νέο διδακτήριο και ενθάρρυνε τους συγχωριανούς του.  Κήρυξε τον πόλεμο κατά κάθε βουλγαρικού και κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό τους.  Οι Βούλγαροι αναταράχθηκαν και  οι φοβισμένοι Έλληνες αναθάρρησαν.  Τα όσα είχαν κατορθώσει οι Βούλγαροι σε μια εικοσαετία με τις αλογάριαστες λίρες τους, με τη χατζάρα, τα περίστροφα, τους δυναμίτες, ο Κινές τα  διασκόρπισε! 

Άρχισαν λοιπόν να τον διαβάλλουν στον Τούρκο αστυνόμο, ότι κηρύττει την επανάσταση και δεν υπακούει στους τούρκικους νόμους.    Οι Βούλγαροι Μήτρος Ίντζουφ, Νικόλα Καμπάκουφ και Μήτρη Τουσίνουφ καταγγέλουν στον Τούρκο αστυνόμο ότι ο Κινές καταφέρεται υβριστικά για το πρόσωπο του σουλτάνου.  Ο αστυνόμος τον συλλαμβάνει και τον στέλνει σιδηροδέσμιο στις Σέρρες προκειμένου να δικαστεί.  Με την επέμβαση όμως των  ομογενών και του μητροπολίτη Σερρών απαλλάσσεται των κατηγοριών.  Ξαναδιορίζεται με την επέμβαση του μητροπολίτη στο χωριό Σεκάφτσα του Στρυμώνα.

Το 1897 οι Βούλγαροι αποφασίζουν την με κάθε μέσο εξόντωση του νεαρού δασκάλου.  Επειδή όμως δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν παλικαρίσια, κατέφυγαν στο δόλο. Έτσι παρουσιάστηκε στο σπίτι του κάποιος Θόδωρος, παλιός φίλος του από τις Σέρρες. Χωρίς να ξέρει ο Κινές ότι είχε εξαγοραστεί στο μεταξύ από τους Βουλγάρους, με το πρόσχημα ότι τον έστειλε ο μητροπολίτης Σερρών να τον πάρει στις Σέρρες για κάποια σπουδαία υπόθεση.  Πείστηκε  ο Κινές και ξεκίνησαν μαζί για τις Σέρρες.

Στο δρόμο ο Θόδωρος τον παρέδωσε στο δήμιο βοεβόδα Πέσωφ, που περίμενε.  Άναψαν ένα φούρνο και ανάγκασαν, τον ίδιο τον Κινέ να τον τροφοδοτεί με ξύλα.  Τον έριξαν ζωντανό μέσα στον φούρνο και τον έκαψαν!

Τα απανθρακωμένα κομμάτια του τα έβαλαν σ’ ένα τσουβάλι που το πέταξαν σ’ ένα σταυροδρόμι κοντά στον Στρυμόνα.  Σ’ ένα καρφιτσωμένο χαρτί έγραψαν: Έτσι θα τιμωρούνται όλοι οι Γραικομάνοι, όσοι σηκώσουν κεφάλι στους Βούλγαρους[5].

Άλλο αξιοσημείωτο γεγονός αυτής της περιόδου είναι η εμφάνιση βουλγαρικών ληστρικών συμμοριών.  Στην περιοχή γύρω από τη Λιγκοβάνη δρούσε η ομάδα με αρχηγό τον κομιτατζή Βελίκ Λίτσουφ.  Η ομάδα αυτή άρχισε να πιέζει αφάνταστα το ελληνικό στοιχείο όχι μόνο να ενταχθούν στην εξαρχία, αλλά και να απαρνηθούν την ελληνική συνείδηση.  Η ομάδα των προκρίτων ανέλαβε να στηρίξει τον ντόπιο πληθυσμό οικονομικά και ηθικά και δημιούργησε δίκτυο με τη μητρόπολη και το ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης. 

Σημαντικό ρόλο στο ηθικό των κατοίκων έπαιζε η κατοχή του Αγίου Γεωργίου, γι΄αυτό οι προσπάθειες όλων περιεστρέφοντο σ’ αυτήν την κατεύθυνση.  Επειδή οι τοπικοί παράγοντες της Θεσσαλονίκης δεν μπόρεσαν να λύσουν το πρόβλημα, κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, στον Πατριάρχη Ιωακείμ, παλιό γνώριμο της Λιγκοβάνης.  Παρά τις υποσχέσεις του όμως δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα, οπότε οι πρόκριτοι επανέρχονται στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο και τον παρακαλούν να έρθει να λειτουργήσει στον Άη Γιώργη.  Παρά την απαγόρευση ο Αθανάσιος ήρθε και λειτούργησε.  Οι Βούλγαροι κινητοποιήθηκαν και τηλεγράφησαν στο Λαγκαδά και από εκεί στην Θεσσαλονίκη, ώσπου όμως να έρθει η απάντηση, η λειτουργία τελείωσε.

Ο έπαρχος Λαγκαδά Χουσνή υπέβαλε δυσμενή έκθεση στο βαλή Θεσσαλονίκης για τα διαδραματισθέντα στη Λιγκοβάνη με αποτέλεσμα να συλληφθούν οι Α. Σέμκας και Ι. Αλάγιος.  Για αντίποινα όμως ο καπετάν-Κόρακας συνέλαβε τους Βούλγαρους Τουσίνωφ, Πρόδλιοφ και Καραδάλιοφ.  Μετά από διαπραγματεύσεις έγινε αμοιβαία ανταλλαγή των κρατουμένων[6].

Οι ληστρικές συμμορίες του Λίτσουφ προσπαθούσαν να κάμψουν το ηθικό των κατοίκων με πυρπολήσεις κυρίως περιουσιακών στοιχείων των προκρίτων.

Στη συνέχεια προχώρησαν στους φόνους των Δαυίδ Αγγέλου, και Χρ. Τράκα. 

Οι πρόκριτοι πήγαν στο Λαγκαδά και έπεισαν τον έπαρχο Αρούφ Μπέη να στείλει απόσπασμα στη Λιγκοβάνη  να ερευνήσει για  επαναστατικές κινήσεις από μέρους των Βουλγάρων.  Το απόσπασμα πραγματοποίησε συλλήψεις και το φόνο των Χατζηγιουβάνουφ και Μήτρη-Γιώργιουφ, ενώ άφησε παραγγελία στον τοπικό αστυνόμο να συλληφθούν οι Μπίκουφ και Ρούσκουφ.  Το γεγονός αυτό αποθάρρυνε τους Βουλγάρους με αποτέλεσμα οι κομιτατζήδες του Λίτσουφ να εγκαταλείψουν τον αρχηγό τους.  Ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει, αλλά οι Λιγκοβανιώτες τον κυνήγησαν ώσπου τον συνέλαβαν στα χωράφια και τον σκότωσε  ο γιος του Άγγελου Δαυίδ για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του.

Το κενό που παρουσιάστηκε στη Λιγκοβάνη οι Βούλγαροι προσπάθησαν να το καλύψουν ορίζοντας αρχηγό τους τον Χατζημάρκουφ.   Νέος, πλούσιος και μορφωμένος ανέλαβε δράση. 

Οι Λιγκοβανιώτες όμως τον παρέσυραν στη Μπέροβα και κατά την επιστροφή του το απόσπασμα του καπετάν-Γιάννη Ράμναλη τον εκτέλεσε. 

Αντικαταστάτης του Χατζημάρκουφ ορίστηκε ο Ιωακείμ Βοϊβόδας με καλά οργανωμένο σώμα κομιτατζήδων. 

Απίστευτα περιστατικά, συνέβαιναν αυτή την εποχή σε κάθε ιεροτελεστία στη Λιγκοβάνη.  Γι’ αυτό η Τούρκικη αρχή διέταξε το σφράγισμα της εκκλησίας όχι για τίποτε άλλο, αλλά για δικό της όφελος.  Σίγουρα την ευνοούσαν οι διενέξεις των δύο πλευρών, την εξυπηρετούσε ο αλληλοσπαραγμός Ελλήνων και Βουλγάρων, αφού ήταν σύμφωνος με το δόγμα της «kara da domuz, beyaz da domuz», (τα γουρούνια είτε μαύρα είτε άσπρα, γουρούνια είναι).

Στο διάστημα των 7 χρόνων που η εκκλησία παρέμεινε κλειστή οι δύο κοινότητες, Ελληνική και Βουλγαρική, έκαναν τις δικές τους ξεχωριστές εκκλησίες.  Η Ελληνική κοινότητα, δέχτηκε την προσφορά των αδελφών Αποστόλου ή Αποστολίδη που μετέτρεψαν το πανδοχείο τους σε εκκλησία και την ονόμασαν Άγιο Γεώργιο, οι δε Βούλγαροι έπραξαν το ίδιο και διαμόρφωσαν ένα χάνι σε εκκλησία προς τιμήν των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Τα αποτελέσματα όμως αυτής της τακτικής στάθηκαν πενιχρά για τους Βούλγαρους.

Αυτά τα 7 χρόνια ήταν μαρτυρικά για τον Παπαχριστόφορο, αλλά αποδείχθηκε ατρόμητος, άκαμπτος και μεγάλη ελληνική ψυχή.  Ο αγράμματος αυτός ιερέας ήταν ο ενδεδειγμένος και ο καταλληλότερος άνθρωπος για την περίσταση.

Παρά την επιβολή διαρκών εμποδίων από τις τοπικές τουρκικές αρχές στον διορισμό δασκάλων από τις σχολικές εφορίες και την παραχώρηση προνομίων στον βουλγαρικό παράγοντα, στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Λαγκαδά το ελληνικό στοιχείο διατήρησε την απόλυτη υπεροχή και ολόκληρος ο γεωγραφικός χώρος θεωρούνταν καθαρά ελληνικός [7].

Στα χωριά Λαγκαδάς, Σοχός, Γκιουβέζνα, Βυσόκα, Λιγκοβάνη  Κλήσαλι, Μπέροβα, Δρυμίγλαβα, λειτουργούσαν εύρυθμα τα ελληνικά σχολεία. Ας σημειωθεί ότι στην περιοχή μας είχε αναπτύξει σπουδαία δραστηριότητα η ρουμανική προπαγάνδα του Αποστόλου Μαργαρίτη [8].

Σε έκθεση του Άγγλου πρόξενου στη Θεσσαλονίκη Ch. Blunt το 1888 διαβάζουμε:

«ο ελληνισμός επικρατεί αναμφισβήτητα στην περιοχή Λαγκαδά».

Ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών πρακτόρων της εξαρχίας, που ήταν καλυμμένοι κάτω από την ιδιότητα των επιθεωρητών των βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας, δρούσαν την εποχή εκείνη στην περιοχή μας και εμψύχωναν τους εξαρχικούς.

Έτσι η εξαρχία στέλνει το 1874  στη Λιγκοβάνη και στην ευρύτερη περιοχή αυτής ένα Βούλγαρο πράκτορα τον Γιάννη Ματζίρη, που αυτοαποκαλούνταν Μακεδόνας για να ξεσηκώσει τους ντόπιους εναντίον των Τούρκων, αλλά συγχρόνως και για να τους  εκβουλγαρίσει εκμεταλλευόμενος το σλαβικό τοπικό ιδίωμα που μιλιόταν  συγχρόνως με την ελληνική γλώσσα στη περιοχή.

Ήταν ένας εκβουλγαρισμένος παπάς που παρουσιάστηκε στην ελληνική κοινότητα Λιγκοβάνης, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Στόγιος Τούγου για να τον εκβουλγαρίσει προσφέροντάς του πολλές λίρες.  Αυτός δε δέχθηκε και αποτάθηκε στο δάσκαλο Η. Τοσίνωφ τον οποίο εκβουλγάρισε και ο οποίος έγινε γενικός πράκτορας, Βούλγαρος δάσκαλος και παπάς στην ευρύτερη περιοχή όπου επέδειξε μεγάλη δραστηριότητα.

Το βουλγαρικό κίνημα ηχούσε σαν κήρυγμα κοινωνικής δικαιοσύνης και συναδέλφωσης, και με το πρόσχημα της εξουδετέρωσης των οργάνων της οθωμανικής εξουσίας ενεργούσε σαν φορέας εξόντωσης των αντίπαλων εθνοτήτων.  Προσπάθησαν και με διανομή φυλλαδίων να διεγείρουν το μίσος τους κατά των Ελλήνων. ΣΚΡΙΠ 15/4/1900

Οι βουλγάρικες συμμορίες, έχοντας ως κέντρο την εκβουλγαρισθείσα Ζάροβα, δρούσαν αυτή την εποχή στην περιοχή της Λιγκοβάνης.  Άγριοι ξεχύθηκαν οι κομιτατζήδες.  Φόβος και τρόμος απλώθηκε στην περιοχή μας.

Σε συμπλοκή μεταξύ Βουλγάρων προπαγανδιστών και Πατριαρχικών της Λιγκοβάνης, «… απέβη υπέρ των Ελλήνων οι οποίοι κατώρθωσαν να εκδιώξουν τους Βουλγάρους, φονεύσαντες και πληγώσαντες εξ αυτών επτά.  Εκ των ημετέρων δύο ετραυματίσθησαν ελαφρώς». ΕΜΠΡΟΣ 6/6/1900

Οι αγώνες  για την κατοχή του Αη Γιώργη Λιγκοβάνης ήταν συνεχείς, αφού η κατοχή του δήλωνε και την εθνικότητα των κατοίκων.  Οι Βούλγαροι πέτυχαν ξανά το κλείσιμο της εκκλησίας στις 3 Δεκεμβρίου 1900 δωροδοκώντας τους Τούρκους υπαλλήλους της υποδιοικήσεως Λαγκαδά, αφού κατάφεραν να αποσπάσουν πλαστή πιστοποίηση ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Λιγκοβάνης είναι Βούλγαροι.  Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ομάδα προκρίτων να υποβάλει στον νομάρχη αναφορά:

«….αιτούσα το άνοιγμα της εκκλησίας». ΣΚΡΙΠ  5/12/1900

Παρόμοια περιστατικά συνέβησαν και σε εκκλησίες άλλων χωριών. Γι’ αυτό ο πρέσβης της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη προέβη σε κατάλληλα διαβήματα στην Τουρκική κυβέρνηση,  η οποία:

«….. απέστειλε αυστηράς διαταγάς εις τας εν Μακεδονία Τουρκικάς Αρχάς». ΕΜΠΡΟΣ 17/7/1900

Η εκκλησία άνοιξε αλλά όχι για πολύ. Στις 17 Απριλίου 1901 με τη μεσολάβηση του Ρώσου προξένου κατάφεραν πάλι οι Βούλγαροι να κλείσουν τον Άη Γιώργη. ΣΚΡΙΠ 18/4/1901 

Τελικώς με αυτοκρατορική διαταγή στις 8 Οκτωβρίου 1902 η εκκλησία αποδόθηκε στους Πατριαρχικούς της Λιγκοβάνης:

 «…. αι εκκλησίαι των χωρίων Τραντόμπορ, Ντουντουλάρ, Ντατμπλή και Λιγκοβάνης θα παραδοθώσιν εις τους ημετέρους.

Η κυβέρνησις εδήλωσεν εις τους σχισματικούς ότι δύνανται να κτίσωσιν ιδίους ναούς». ΣΚΡΙΠ  9/10/1902     

 Οι Βούλγαροι συνέχισαν λυμαίνοντας την περιοχή αποβλέποντας στην ερήμωσή της και την εγκατάσταση σ’ αυτήν «νομαδικών ορδών», ώστε να φανεί ότι κατοικείται από Βούλγαρους. 

Αυτή την εποχή συζητείτο μεταξύ των πατριαρχείων και της κυβέρνησης το θέμα των εκκλησιών.  Επειδή διαφαινόμενη λύση ήταν η προτεινόμενη από την πλευρά της Βουλγαρικής εξαρχίας, απόδοση των εκκλησιών «εις την πλειοψηφούσαν φυλετικώς ενορίαν»,  οι Βούλγαροι επιδόθηκαν σ’ έναν αγώνα προσηλυτισμού των κατοίκων.

Έτσι στα χωριά το κομιτάτο προσπάθησε με τις συμμορίες του να εξαναγκάσει τις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες να ενωθούν με τους σχισματικούς. Τα αποτελέσματα όμως της τακτικής αυτής ήταν αντίθετα της προσμονής των Βουλγάρων, με συνέπεια πολλοί κάτοικοι να επιστρέψουν στην ορθοδοξία και έτσι να πλειοψηφήσουν οι Πατριαρχικοί. 

Στην Λιγκοβάνη 80 σχισματικές οικογένειες επέστρεψαν στην ορθοδοξία και άνοιξε ο κλειστός Άγιος Γεώργιος.   ΕΜΠΡΟΣ 1/6/1903

Το κομιτάτο αποφάσισε να ανακόψει αυτή την επαναφορά των σχισματικών στην ορθοδοξία γι’ αυτό προέβη στον καταρτισμό συμμοριών. Ο τουρκικός στρατός όμως στις 30 Μαΐου 1903 εξόντωσε ομάδα κομιτατζήδων που δρούσε στην περιοχή μας και εκβίαζε τους κατοίκους.  Έτσι οι κάτοικοι ασχολήθηκαν  αμέριμνοι με την συγκομιδή των δημητριακών καρπών.

Στις αρχές του 1904 συμμορία αποτελούμενη από Οθωμανούς και Βουλγάρους, «… κλέπτας ενέσπειρε τον πανικόν εις τους κατοίκους του βιλαετίου Θεσσαλονίκης.  Η συμμορία αύτη προέβη εις την λεηλασίαν χριστιανικών χωρίων, πυρπολούσα οικίας και καταστήματα χριστιανών εις τους οποίους επιβάλλει φορολογίαν κεφαλικήν, απειλούσα αυτούς με θάνατον». ΕΜΠΡΟΣ 10/1/1904

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1904 η συμμορία αυτή επανέλαβε τον ατιμωτικό πόλεμο εναντίον των ομογενών με βιαιότητες, προσηλυτισμούς και εκβιασμούς προς όλους τους ανθισταμένους.  Επί πλέον στη Λιγκοβάνη έκλεισαν πάλι την Ελληνική εκκλησία, μολονότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού ήταν ομογενείς. ΣΚΡΙΠ 6/2/1904

Ενώ σε αναφορά των προξενικών αρχών Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης αναφέρεται ότι: «…αι Βουλγαρικαί συμμορίαι διέπραξαν περί τας 20 δολοφονικάς πράξεις κατ’ ορθοδόξων Ελλήνων, ιερέων και προκρίτων κατώρθωσαν δε όπως χωρία τινά υπήκοντα εις την βίαν υπογράψωσι δηλώσεις, δι’ ών αποδέχονται το σχίσμα». ΣΚΡΙΠ 12/5/1904

Οι Έλληνες αντέστησαν στα φαινόμενα βίας από την πλευρά των Βουλγάρων με τον σχηματισμό: «… μυστικών κομιτάτων προς καταπολέμησιν των ξένων προπαγανδών». ΣΚΡΙΠ 23/3/1904

Ο τύπος των Αθηνών καυτηρίαζε τη δράση των συμμοριών και με αρθρογραφία του προσπαθούσε να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των Ελλήνων πολιτικών. ΣΚΡΙΠ 22/5/1904

Ο Δ. Κακαβός στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» μεταξύ άλλων αναφέρει και το παρακάτω περιστατικό που αφορά τη Λιγκοβάνη.

Την παραμονή της εορτής της Παναγίας (14-8-1904) σχισματικοί της Λιγκοβάνης επιχείρησαν να καταλάβωσι την ημετέραν εκκλησίαν, ημέτεροι  αντέστησαν, τη παρεμβάσει δε των στρατιωτών ο κίνδυνος απεσοβήθη.  Η αυθαίρετος αύτη κατάληψις εκκλησιών εμφανίζεται και εν Τοψίν…[9].

Τα παραπάνω επεισόδια ήταν η αιτία να εκδώσει ο ο Χιλμή πασάς διαταγή για την οριστική απόδοση της εκκλησίας της Λιγκοβάνης στους Πατριαρχικούς, είναι καταχωρημένη στους επίσημους  κώδικες και την επικαλείται ο μητροπολίτης Νευροκοπίου Θεοδώρητος κατά την αλληλογραφία του με τον Πατριάρχη  απόσπασμα της οποίας μεταφέρω[10]:

«…πάσαι αι εκκλησίαι, πάντα τα σχολεία των μικτών κοινοτήτων, όσα ευρέθησαν κεκλεισμένα μέχρι των προπερσυνών ταραχών, θ’ ανοίγωνται και θα παραδίδωνται τοις Ορθοδόξοις, όσος δήποτε και αν η ο αριθμός αυτών, ως συνέβη εις Λιγκοβάν της επαρχίας Θεσσαλονίκης…»

Η όλη κατάσταση στα τέλη του 1904 είχε καταστεί αφόρητος. Γι’ αυτό οι Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Αδριανουπόλεως υπέβαλαν νέο υπόμνημα στον Χιλμή Πασά[11], επισυνάπτοντας ακριβή και λεπτομερή κατάλογο των κακουργημάτων του Βουλγαρικού κομιτάτου.

Στον κατάλογο των δολοφονηθέντων που υπέβαλε ο Πατριάρχης στον Σουλτάνο αναγράφεται το όνομα του εκ Λιγκοβάνης  προκρίτου, Βοζίκη Τράκα[12]  ο οποίος δολοφονήθηκε στο δρόμο Σερρών-Θεσσαλονίκης στις 14/2/1904.

Στον Έλληνα πρόξενο της Θεσσαλονίκης Λάμπρο Κορομηλά μπορεί να καταλογίσει κανείς την αποκλειστική οργάνωση του ένοπλου αγώνα στο ομώνυμο βιλαέτι.

Διαβάζουμε σε έγγραφο του γενικού προξένου Κορομηλά:

«….Εν Λαγκαδά αντί του νυν ενός σώματος θα γίνωσι δύο ίνα κατά το δυνατόν κτυπηθώσιν οι της Λιγκοβάνης και του Ζαρόβου σχισματικοί» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 66, Σάββατο 15 Ιανουαρίου 1905].

Στον καζά του Λαγκαδά η βουλγαρική διείσδυση είχε εισχωρήσει μόνο στη Λιγκοβάνη , στο Γιαννίκιοϊ και στο Ζάροβο[13].

Οι Βούλγαροι του κομιτάτου επανέλαβαν τον ατιμωτικό πόλεμο ενάντια στους πατριαρχικούς της Λιγκοβάνης με βίαιους προσηλυτισμούς. Οι Βούλγαροι επεδίωκαν το κλείσιμο της εκκλησίας και στη συνέχεια την κατάληψη και το άνοιγμα της από τους ίδιους για να φανεί ότι ανήκει στην εξαρχία. ΣΚΡΙΠ  6/2/1904

Αυτή την εποχή οι αγώνες για την κατοχή σχολείων και εκκλησιών στην περιοχή μας έχουν ενταθεί. Σ’ αυτό βοήθησε και ο βουλγάρικος τύπος, ο οποίος βλέποντας τους μακεδονικούς πληθυσμούς αποφασισμένους να υπερασπιστούν την ζωή και την εθνική τους υπόσταση στρέφεται μανιωδώς κατά των Ελλήνων και με την αρθρογραφία του προτρέπει τον βουλγαρικό λαό να εκδικηθεί για:

«…τα εις την Μακεδονία ατυχήματά του».

Η εφημερίδα «Βετσέρνα Πόστα» της Σόφιας διακηρύττει ότι μία μόνο φυλή πρέπει να επικρατήσει στα Βαλκάνια, η Βουλγαρική:

«….Δια να γίνει δε αυτό πρέπει να κατασυντριβή ο Ελληνισμός τόσον εν Μακεδονία όσον και εν Ανατολική Ρωμυλία….»  ΣΚΡΙΠ 8/12/1904

Ενώ ο Σαράφωφ δήλωνε:

«….Η Μακεδονία δεν έχει πλέον ανάγκη ιερέων και διδασκάλων Σέρβων και Βουλγάρων.  Έχει ανάγκη όπλων και ανδρών». ΣΚΡΙΠ 17/12/1904

Οι Έλληνες αντέστησαν στην όλη προσπάθεια εκβουλγαρισμού καταστρώνοντας σχέδιο του οποίου εμπνευστής ήταν ο Μαζαράκης.

Στο σχέδιο επιχειρήσεων που κατάρτισε ο Μαζαράκης στις αρχές του 1905 πρυτάνευσε η άποψη ότι ένα σώμα με βάση τα ελληνικά χωριά κοντά στη λίμνη του Λαγκαδά, θα έχει ως αποστολή να εκδιώξει τους κομιτατζήδες από τα κέντρα τους στο Κιλκίς, τη Λιγκοβάνη  και το Ζάροβο[14]. 

Σημαντική προσφορά στη Λιγκοβάνη και τη γύρω περιοχή είχε ο Γιάννης Φίλογλου ή Βίλογλου (καπετάν-Ράμναλης).

Φρόντισε για τη δημιουργία στη Λιγκοβάνη και στα γύρω χωριά Επιτροπών που  απέβλεπαν στον οικονομικό πόλεμο των σχισματικών αλλά και στον σχηματισμό επικουρικών δυνάμεων από ντόπιους χωρικούς.  Η επικουρική δύναμη από ενόπλους χωρικούς, «πολιτοφυλακή», συγκέντρωνε νύκτα σε ορισμένο σημείο τις δυνάμεις της και προκαλούσε αιφνιδιαστικά κτυπήματα στους κομιτατζήδες, ενώ την άλλη μέρα βρίσκονταν στα χωράφια τους φιλήσυχοι ραγιάδες και φιλόπονοι γεωργοί.

Στη Λιγκοβάνη τον Ιανουάριο του 1904 συγκάλεσε σύσκεψη στο σπίτι του Κωνσταντίνου Σέμκα και όρισε την Επιτροπή αγώνα. Σ’ αυτήν συμμετείχαν εκτός του καπετάν Γιάννη οι: 1) Ηλίας Πάσχος, 2) Χάϊδας Δημήτριος, 3) Μόσχος Γεώργιος, 4) Πάτλης Στυλιανός, 5) Μπαμπανάς Ιωάννης, 6) Αλαγιόζης Δημήτριος, 7) Σέμκας Γεώργιος, 8) Ο Παπανικόλας, 9) Ο Παπαχριστόφορος και ο Δάσκαλος Σαραντόπουλος.[15]

Παρόμοια σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στο χωριό του, τη Ράμνα, αλλά και σ’ όλα τα τρομοκρατημένα χωριά της επαρχίας Λαγκαδά.  Με την ομάδα του έδωσε προστασία στους κατοίκους και εκείνοι γνωρίζοντας πλέον ότι δεν έχουν εγκαταλειφθεί στο έλεος των κομιτατζήδων αρνήθηκαν να υπακούσουν στη φωνή των Βουλγάρων. 

Για να σταθούν και να δράσουν τα επικουρικά σώματα χρειαζόταν την ολόψυχη συνδρομή του πληθυσμού.  Και την είχαν.  Βοηθούσαν όλοι, μεγάλοι και μικροί, άνδρες και γυναίκες, με όλα τα μέσα και όλη την καρδιά.  Ένα πνεύμα πάλης και αυτοθυσίας επικρατούσε παντού, που φανέρωνε ότι ο Μακεδονικός Ελληνισμός ήταν τώρα έτοιμος και ώριμος να αγωνιστεί για τη ύπαρξη και την ελευθερία του.  Αγώνας άλλωστε όπως αυτός, πολύμορφος, πολυμέτωπος και ολοκληρωτικός, δεν μπορούσε ούτε καν να νοηθεί χωρίς την ομόθυμη υποστήριξη όλων των Ελλήνων, χωρικών και πολιτών, πλουσίων και πτωχών.  Σε πολλές περιπτώσεις ο ενθουσιασμός ήταν αληθινά συγκινητικός.[16]

Τον Νοέμβριο του 1905 οι κομιτζήδες διέσπειραν χιλιάδες προκηρύξεων «… εις την Μακεδονίαν και δια των οποίων καλούνται οι Μακεδόνες να εγερθούν κατά του Τουρκικού ζυγού και των Ελλήνων ….» ΣΚΡΙΠ 9/11/1905

Ο αγώνας για την κατοχή των εκκλησιών συνεχίζονταν αμείλικτος. Γι’ αυτό έχουμε έντονα διαβήματα του Πατριάρχου προς την Βουλγαρική κυβέρνηση, η οποία υπεσχέθη να αποδώσει τις εκκλησίες.

Ωστόσο το 1906 παρατηρείται «πληθώρα  βουλγαρικών συμμοριών» σ’ όλη τη Μακεδονία. Γι’ αυτό καταρτίστηκαν ειδικά αποσπάσματα για την καταδίωξή τους. ΣΚΡΙΠ 24/11/1906

Επιτροπή Ευρωπαίων αξιωματικών επισκέφτηκε τον Νοέμβριο του 1906 την περιοχή μας και στην ερώτηση, «τι ζητείτε;» που υπέβαλαν στους χωρικούς, δέχθηκαν την απάντηση:

«…αποδώσατέ μας τους ναούς και τα σχολεία άτινα μας ηρπάγησαν υπό των ενόπλων βουλγαρικών στιφών, αποκαταστήσατε εις τας κοινότητάς μας τους ιερείς μας, τους διδασκάλους μας και τους προκρίτους, εξασφαλίσατε την ζωήν και την περιουσίαν μας και ημείς ευθύς καταθέτομεν τα όπλα». ΕΜΠΡΟΣ 7/11/1906

Ο Γάλλος δημοσιογράφος Παγιαρές σε ανταπόκρισή του από τη Θεσσαλονίκη γράφει: 

«.. Είναι φοβερά η καταφορά των Τούρκων εναντίον σας και απηνέστατος ο διωγμός όν διεξάγουσι κατά των Ελλήνων.  Εν Θεσσαλονίκη ουδείς Έλλην τολμά να μεταβή εις το Προξενείον και τους μεταβαίνοντας συλλαμβάνει η αστυνομία και φυλακίζει». ΕΜΠΡΟΣ 11/8/1907

Η επικράτηση του Νεοτουρκικού Κινήματος ανέτρεψε εντελώς την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία.  Η αμνήστευση των ανταρτών είχε ως αποτέλεσμα την αθρόα κάθοδό τους στις πόλεις και την τυπική διάλυση των βουλγαρικών και ελληνικών σωμάτων. Την ώρα που τα ελληνικά σώματα εμφανίζονταν και αποχωρούσαν εν μέσω δοξολογιών και πολυάνθρωπων εκδηλώσεων ήδη εδρομολογείτο ο επόμενος γύρος. 

Επρόκειτο για έναν αγώνα δρόμου, όπου πολιτικές οργανώσεις έπρεπε να οργανωθούν σ’ εθνική βάση για να μεταφέρουν, μέσω νικηφόρων εκλογών τον Αγώνα από τα βουνά στα κοινοβουλευτικά έδρανα.  Αλλά για να εξασφαλιστεί η εκλογική επιτυχία έπρεπε να τονωθούν τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ερείσματα κατά τόπους.

Ουσιαστικά ήταν ένας φαύλος κύκλος ο οποίος, πριν τελειώσει ακόμη το έτος 1908, είχε αρχίσει να βάφεται κόκκινος.

Τρομοκρατία, ο όρος που αποδίδει το κλίμα που επικράτησε.  Ο όρος του  «κομιτατζή», ο οποίος ετυμολογικά υποδήλωνε το μέλος ενός κομιτάτου, κατέληγε να ταυτιστεί με το έγκλημα και τη βία.  Μυριόστομη κραυγή αγωνίας αναδυόταν από τους αλύτρωτους Έλληνες. λεκτικά την επένδυσε ο Μητροπολίτης Δράμας – μετέπειτα Χρυσόστομος Σμύρνης: 

«Μέχρι τίνος εσμέν υπόχρεοι υβριζόμενοι να ανεχώμεθα, βλασφημούμενοι να υπομένωμεν, σφαζόμενοι, καιόμενοι, δηούμενοι, απαγόμενοι εις τα όρη και τα σπήλαια και μυρίους καθ’ εκάστην υπομένοντες θανάτους, να ευλογώμεν τους δημίους και τους φονευτάς ημών». 

Για να συμπληρωθεί η συνταγματική εμφάνιση του καθεστώτος των Νεότουρκων έπρεπε απαραίτητα να διεξαχθούν εκλογές για την ανάδειξη βουλευτών. 

Η εκλογή δεν ήταν άμεση αλλά έμμεση, δηλαδή εκλέγονταν πρώτα οι εκλέκτορες και αυτοί μετά εξέλεγαν τους βουλευτές. 

Διεξήχθηκαν επομένως εκλογές των εκλεκτόρων και αυτές ήταν οι κυρίως εκλογές, αφού από αυτές εξαρτώνταν και το αποτέλεσμα της ανάδειξης των βουλευτών.

Στις εκλογές για την εκλογή πληρεξουσίων εκλεκτόρων, οι οποίοι θα εξέλεγαν στις εκλογές δευτέρου βαθμού τους βουλευτές του Τουρκικού Κοινοβουλίου παρατηρήθηκαν πολλές αυθαιρεσίες των Τούρκων σ΄ όλο τον καζά Λαγκαδά.

Ύστερα από διαμαρτυρία των Ελλήνων για ακύρωση των εκλογών στον Καζά Λαγκαδά, ο Βαλής Θεσσαλονίκης εξέδωσε αυστηρή ανακοίνωση με την οποία δήλωνε ότι: «…..ουδεμία ακύρωσις θα γίνει…..». ΣΚΡΙΠ 16  Σεπτεμβρίου 1908

Δύο μόλις χρόνια από το νεοτουρκικό κίνημα, στις 10 Ιουλίου 1910, η ελληνική εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» της οθωμανικής, ακόμα, Θεσσαλονίκης έγραφε:

«Αλλά για μας τους Έλληνες τι να πούμε; Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους απ’ τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε καθημερινά μια τόσο ζωντανή εικόνα διωγμών. Μας αφανίζετε. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε τη δυστυχία που μας βρήκε τα δύο τελευταία χρόνια …για πιο λόγο υφιστάμεθα όλους αυτούς τους διωγμούς; Μας είχε δοθεί η υπόσχεση ότι κανείς δεν επρόκειτο να καταπατήσει τα δικαιώματά μας. Εν τούτοις, ψηφίστηκαν νόμοι που διατάσσουν το κλείσιμο των εκκλησιών μας, των σχολείων και των νεκροταφείων μας. Μας παίρνετε όσα μας ανήκουν και τα δίνετε σε άλλους. Φυλακίζετε τους ιερείς και τους δασκάλους μας. Ξυλοκοπείτε τους πολίτες και από παντού ακούγονται θρήνοι και οδυρμοί».

Οι Έλληνες της Μακεδονίας είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στο συνταγματικό πολίτευμα που επικαλούνταν οι Νεότουρκοι για την απόδοση δικαιοσύνης. Αλλά διαψεύστηκαν, αφού όλος ο Μακεδονικός πληθυσμός και μάλιστα ο αγροτικός γινόταν μάρτυρας καθημερινής βίας. 

Σήμερα οι ψευδοϊστορικοί των Σκοπίων και κάποιοι δικοί μας, δήθεν αντικειμενικοί ιστορικοί, ισοσταθμίζουν τις αγριότητες των Βουλγάρων με τις δήθεν αγριότητες των Ελλήνων Μακεδονομάχων. Αλλά οι Έλληνες, όπως κι αν έδρασαν, επί ελληνικού εδάφους έδρασαν. Σε ποια ιστορική φάση, με εξαίρεση κάποιες σύντομες επιδρομικές περιόδους, η Μακεδονία υπήρξε βουλγαρική; Έπαυσε ποτέ η Μακεδονία να ονομάζεται Μακεδονία, λέξη ελληνικότατη και μάλιστα δωρικότατη;

Δεν είναι το δωρικό «μάκος» (= μήκος) η ετυμολογική βάση του ονόματος Μακεδονία;

Ονομάζουν το χωριό μου Λιγκοβάνη, ισχυριζόμενοι ότι είναι σλαβική επωνυμία,  ενώ γνωρίζουν ότι είναι η  μετάφραση της επωνυμίας  «Ξυλόπολη»  στη Λατινική.

Θυμάμαι στα περισσότερα λιγκοβανόσπιτα και στα καταστήματα της πλατείας τις πολλές φωτογραφίες, ανωνύμων τώρα πια, Λιγκοβανιωτών Μακεδονομάχων που υπήρχαν. Σε πολλά σπίτια έβλεπε κανείς φωτογραφίες Λιγκοβανιωτών με στολή Μακεδονομάχου. Αδυνατώ να θυμηθώ τα ονόματά τους, όμως τα ονόματα αυτά δεν υπάρχουν στον επίσημο κατάλογο. Η ευθύνη πέφτει αποκλειστικά σε μας τους νεότερους Λιγκοβανιώτες, που δεν φροντίσαμε να συλλέξουμε και να φυλάξουμε τις δάφνες των προγόνων μας.

Διερωτώμαι: Γιατί δεν γιορτάζουμε τη μνήμη, του Παπαχριστόφορου, του Κινέ, του Καπετάν Γιάννη, του Βοζίκη, του Σίμου, του Χρήστου και των υπολοίπων αγωνιστών; Επειδή δεν υπήρχε κάποια πένα να τους καταγράψει;  Και τώρα μας μένει μόνο το μοιρολόι να μας θυμίζει τη συμμετοχή κάποιων Λιγκοβανιωτών στην ένδοξη εκείνη φάση της ελληνικής ιστορίας.

Σήμερα μου δίνεται η ευκαιρία να εκφράσω την αγανάκτησή μου για την ιστορική αδικία που γίνεται μεθοδευμένα και εσκεμμένα εναντίον του χωριού μου.

Όλοι αυτοί, οι δήθεν ρεαλιστές, οι δήθεν ειρηνιστές, όλοι αυτοί οι ανιστόρητοι που δεν έχουν καμιά επαφή με το λαό της Λιγκοβάνης, μου θυμίζουν εκείνους τους παλαιούς που οικτίρει ο Καβάφης στο ποίημά του «Μάχη της Μαγνησίας»:

«Θυμάται πόσο στη Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη
είχαν σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία»

Εμείς οι Ξυλοπολίτες, πιστοί στο χρέος που μας άφησαν οι πρόγονοί μας, δεν πρέπει να επιτρέψουμε τη σκουπιδοποίηση της ιστορίας μας, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να γίνει καμιά νέα ασχήμια.

Δεν ζητάμε τίποτα κι από κανέναν.

Ένα ζητάμε: να μη μας αγνοούν. Να μνημονεύεται και να μη μειώνεται η προσφορά του χωριού μας. Αυτό δεν είναι μόνο χρέος προς τους νεκρούς μας. Είναι και χρέος προς τους ζώντας, χρέος προς τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Οι καιροί που έρχονται θα είναι σκληροί. Μπορεί η Ενωμένη Ευρώπη ως θεσμικό πλαίσιο να λειτουργεί άψογα, αλλά την πολιτική βάθους δεν χαράσσουν τα εμφανή κέντρα εξουσίας. Υπάρχουν και παράκεντρα, που έχουν σκοπό την απο-εθνικοποίηση των εθνών και τη διάσπαση των εθνών σε λαότητες.

Θα επιτρέψουμε οι Ξυλοπολίτες έναν τέτοιο αυτοχειριασμό; Δεν έχουμε το δικαίωμα.

Ούτε πιστεύω πως οι νεώτεροι βλαστοί των Λιγκοβανιωτών θα φανούν κατώτεροι του προγονικού τους ονόματος.




[1] Το μακεδονικόν τούτο ιδίωμα, όπερ υπό διαφόρους παραλλαγάς λαλείται εις τα διάφορα της Μακεδονίας μέρη, φιλολογικώς εξεταζόμενον αποτελεί διάλεκτον της Ελληνικής γλώσσης απόγονον της των αρχαίων Μακεδόνων διαλέκτου, ήτις εν τη φορά των αιώνων κατά την εξέλιξιν αυτής ένεκα διαφόρων καιρικών περιστάσεων προσέλαβε και στοιχεία οθνεία. Αι ρίζαι αυτής και το πλείστον του λεξικού ανήκουσι το μεν εν τω της αρχαίας το δε εν τω της καθομιλουμένης, ολίγιστον δε εν τω της Τουρκικής και Σλαυικής, ενώ αι καταλήξεις κατά το μέγα μέρος είναι Σλαυικαί, δι’ όπερ και η μορφή του ιδιώματος σλαυική. (ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΖΩΗΡΟΥ – ΑΙΜΟΣΤΑΓΕΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ) – Τομ.Α΄-Απριλιος 1906
[2] ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1910 - ΑΝΘΕΜΟΥΣ  (Λαγκαδάς)  ΗΛΙΑΣ Δ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, δ.φ.
[3] Λίγο αργότερα ο Βασίλειος Βαγγέλης απέκτησε μία κόρη.  Στο αρχείο της Ι. Μ. Θεσ/νίκης με αρ. πρωτ. 98, διεκπεραιώσεως 39 και ημερομηνία 3/2/1883 είναι καταχωρημένη η διαθήκη του.  Εκεί αναφέρει ότι εκτελεστή της διαθήκης του ορίζει την Α. Π. τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Καλλίνικο.  Η περιουσία του που αποτελείται από μία κατοικία που έχει δύο δωμάτια στο πάνω πάτωμα και δύο στο κάτω, από πέντε χωράφια στις θέσεις, ένα στο Δούσοβιτζ, δύο στο Μος Καρακάς, ένα στο Τέστε-δρένε και ένα στο Τζέρο-κασλά, τριάντα πρόβατα, δύο βόδια, μια αχυρώνα και ένα αλώνι τα κληροδοτεί στην γυναίκα του Ελένη ενώ την υπόλοιπη περιουσία  στην μονάκριβη κόρη του Μπογιάννα.
[4] Γ. ΜΟΔΗ – «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»-Τα δύο στρατόπεδα-Αθήνα 1958
[5] «Ιστορικό Ανθολόγιο του Μακεδονικού Αγώνα» –  Α. Κωστόπουλου
[6] Γεωργίου Μόδη – «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»-ΕΜΣ –ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 2007-Σελ. 138
[7] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος – Ιστορία της μείζονος Μακεδονίας (1350 – 1950)
[8] Αθανάσιος Καραθανάσης – Θεσσαλονίκεια και Μακεδονικά – εκδ. 2000
[9] Δημήτριος Κακαβός – «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» - Μακεδονικός Αγών –ΕΜΣ 2007-Β΄Έκδοση-Σελ.69
[10] Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΝΕΥΡΟΚΟΠΙΟΥ 1900-1907-ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΑΟΥΡΔΑΣ-ΕΜΣ-ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1961-ΣΕΛ. 242
[11] Χουσεïν Χιλμή Πασάς (1855 – 1921) γεννήθηκε στη Μυτιλήνη.  Την περίοδο 1902 – 1908 διετέλεσε γενικός επιθεωρητής των τριών Βιλαετίων της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσόβου).  Αμέσως μετά ανέλαβε τα αξιώματα του Υπουργού Εσωτερικών (1908 – 1912) και Δικαιοσύνης (1912).
[12] Ελένη Μούλη – Σταμάτη «Το λαμωμένο ταξίδι» - Χρήστος Νεράντζης –«Το έπος του Μακεδονικού Αγώνα» τ.β’
[13] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος – Ιστορία της μείζονος Μακεδονίας (1350 – 1950)
[14] DOUGLAS DAKIN – Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1897-1913 - ΙΜΧΑ 1996-Σελ.289
[15] Θ. Χαριζάνης – «Αφήγηση»
[16] ΜΟΔΗ Χ. Γ. – ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007