ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ …….
Το χωριό μου είναι ένας παράδεισος. Ο αέρας του το καλοκαίρι ποτισμένος από τη
δυνατή μυρωδιά της αγριομολόχας, του βασιλικού
και της τριανταφυλλιάς που γεμίζουν την πλαγιά μας, σε θωπεύει γλυκά και
ελαφρά σαν ανάσα μικρού παιδιού. Δεν
είναι πολύ μακρυσμένο από τη Θεσσαλονίκη, ήρεμο, ησυχασμένο και βουβό
ολημερίς. Μόνο στο βασίλευμα του ήλιου
ακούγονται οι γλυκές φωνές των μικρών που γεμίζουν τις παιδικές χαρές.
Αυτό το πανώριο χωριό
γέννησε τον Σαίτ το δυνατό και όμορφο.
Το ίδιο μυρωμένο χωριό γέννησε και τη Τόνα. Ήταν κι αυτή
δυνατή κι όμορφη κοπελιά. Πάνω
στα 18 της χρόνια μ’ όλη τη χάρη της ηλικίας της, με τα μεγάλα ονειροπαρμένα
μάτια της, με το μίλημά της που θύμιζε τα πουλιά της ρεματιάς μας, του Μπογδάνα
μας.
Έτσι άρχισε την αφήγησή του
ο μπάρμπα Άγγελος, συνταξιούχος δάσκαλος εδώ και πολλά χρόνια, ανήμπορος όμως ο
χαρακτήρας του, λόγω των γηρατειών του αλλά με μεγάλο βάθος η ψυχή του. Δεν
ζητούσε μόνο την καθημερινή απόλαυση. Δεν
φοβόταν να κοιτάξει την ασχήμια της ζωής κατάματα και δεν προσπαθούσε να
στέκεται απόμερα με ανείπωτη απελπισία.
Αισθανόταν πάρα πολύ μόνος
μεσ’ τον κόσμο και ζητούσε κάποιο αποκούμπι, σε ώρες που του έγερνε η ψυχή
βαριά. Σήμερα αποκούμπι είμαστε εμείς τα
μικρά της γειτονιάς καθισμένα γύρω του να τον απολαμβάνουμε με ανοικτά τα
στόματα.
Τον είχε αιχμαλωτίσει η
ομορφιά της Τόνας με τα χρυσά της μαλλιά και τα μπλε της μάτια.
Γι’ αυτόν ήταν αρκετό να τη
συναντήσει πάλι. Θα την πλησίαζε
διαφορετικά και θ’ ανανέωνε τις μεθόδους με τις οποίες θα τη γοήτευε αυτή τη
φορά.
Φρόντισε να βρίσκεται
συχνότερα στη γειτονιά της Τόνας προβάλλοντας διάφορες ψευτοδικαιολογίες στον
πατέρα του.
Δεν άργησε να έρθει η μέρα
της προμελετημένης αντάμωσης. Άρχισαν να παίζουν ένα παιχνίδι με τα μάτια. Την κοίταζε επίμονα. Πίσω από τη σιωπή που ακολουθούσε, οι ματιές
αυτές έστελναν φανερά μηνύματα. Έπρεπε
να της μεταδώσει τις σκέψεις του για να δει την
αντίδρασή της.
Ο πόθος του για την Τόνα
είχε μπει στο αίμα του κι έπρεπε να ανακουφιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη
και με το γάμο. Και το πιο περίεργο
είναι πως, ενώ γνώριζε ότι η Τόνα είναι χριστιανή, δεν κατάφερε να περιορίσει
τη δίψα του γι’ αυτή.
Το φλερτ της Χριστιανής
Τόνας με τον Μουσουλμάνο Σαΐτ αποτελούσε πλέον μόνιμο αντικείμενο των
κουτσομπολιών του χωριού. Ώσπου ο
πατέρας της Τόνας πήρε την απόφαση να πάει στο σπίτι του Σαΐτ, προκειμένου να
συζητήσει το πρόβλημα με τον πατέρα του.
«Ήρθα για ένα σοβαρό
λόγο. Αναφέρομαι στο γιο σου και στην
σχέση που έχει αναπτύξει με την Τόνα, την κόρη μου ….. Θέλω να ξέρω αν είναι
αλήθεια. Γι’ αυτό ήρθα σήμερα εδώ».
Ο Γιασίν χαμήλωσε τα μάτια,
αφού ήξερε καλά πως είτε με την έγκρισή του είτε χωρίς αυτή δε θ’ άλλαζε
τίποτε. Τη στιγμή που βρισκόταν σε μια συνεχή διαμάχη με το γιο του. Την προηγούμενη ημέρα κι όλας είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει.
Δεν του ήταν εύκολο να
αγνοήσει τις επιθυμίες της μητέρας του.
Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως η μοίρα του επεφύλασσε τέτοια στάση απέναντι
στην οικογένειά του. Αλλά η κατάσταση ήταν
ήδη πολύπλοκη και οι επιλογές ελάχιστες.
Η σημερινή δεν ήταν η
τυχερή μέρα της Τόνας. Ένα σωρό γεγονότα συνέβησαν κατά τη διάρκειά της. Ήταν
και το νυκτερινό ραντεβού με τον Σαΐτ στο πηγάδι του Ασάν από το οποίο θα
εξαρτώνταν πολλά.
Μόλις σουρούπωσε ο Σαΐτ
πήρε το δρόμο προς το πηγάδι. Άφησε πίσω του το μαχαλά, πέρασε την κατηφόρα
μπροστά από το τζαμί και έφτασε στο ισιάδι μπροστά του. Πλησίασε με αργό βήμα το πεζούλι. Έσκυψε πάνω από το νερό και ήπιε με το χέρι. Δροσίστηκε.
Έμεινε πολλή ώρα ακίνητος, κοιτάζοντας τα αστέρια που καθρεφτίζονταν στη
σκοτεινή επιφάνεια του νερού. Πίσω του
ακούστηκαν βήματα. Ένα ξερό κλαδί έσπασε
κάτω από το πέλμα ενός ποδιού. Άπλωσε το
χέρι του και η Τόνα το έπιασε.
Προχωρήσανε βαθιά στο δασύλλιο.
Τα δέντρα τους κοίταζαν απειλητικά, σαν να τους επέκριναν.
Εντελώς ξαφνικά η Τόνα
ρώτησε τον Σαΐτ «σκέφτηκες πόσα εμπόδια πρέπει να υπερπηδήσουμε, εκτός από τα
δάση και την ερημιά;»
«Πρώτον, ο πατέρας και η
μητέρα μου θα πεθάνουν από θλίψη, όταν μάθουν πως θέλω να παντρευτώ
μωαμεθανό. Δεύτερον ο πατέρας σου θα σου
δώσει την κατάρα του και θα απαιτήσει να γίνω μωαμεθανή. Αν το κάνω, η θρησκεία μου θα με αφορίσει, το
ίδιο κι εσένα, αφού θα θεωρηθεί ότι με ώθησες στην αλλαξοπιστία.
Ξαφνικά, την πλημμύρισε μια
ασυγκράτητη ευθυμία, όλα γελούσαν πάνω της και ρώτησε τον Σαΐτ, «γιατί δεν πάμε στο σπίτι του θείου σου στο
Αϊβαλίκ Ντερέ»; Χωρίς δεύτερη σκέψη
ξεκίνησαν. Περάσανε το δάσος. Καθώς
βαδίζανε της ήρθε μια σκέψη. Στάθηκε και
κοίταξε το φεγγάρι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.
«Τι θρησκεία θα έχουν τα παιδιά μας;» ρώτησε ανήσυχα.
«Σίγουρα κάποια καλή
θρησκεία» απάντησε, γιατί δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση.
Ο κρύος ουρανός του
Νοεμβρίου 1912 απλωνόταν απειλητικός, βαρύς σαν μολύβι. Το μακρινό Μπέλες ατένιζε τη Λιγκοβάνη σαν
αμέτοχος παρατηρητής. Ο ήχος από τη
καμπάνα προσέκρουε και διαλυόταν πάνω στις γκρίζες πλαγιές του. Οι εναπομείναντες κάτοικοι της Λιγκοβάνης
άφησαν τα σπίτια τους και βγήκαν στους δρόμους.
Πρόσωπα αναστατωμένα, γεμάτα έξαψη, στύλωναν τα μάτια τους στους
τρούλους των Οίκων του Θεού. Η ατμόσφαιρα
ήταν γεμάτη σκόνη. Οι φωνές
βραχνές. Οι τοίχοι του Αη Γιώργη και του
Τζαμιού της Λιγκοβάνης κοίταζαν τις
σκηνές που διαδραματίζονταν μπροστά τους, με το βουβό και φαγωμένο από την
κακοκαιρία και τα χρόνια βλέμμα. Οι
καμπάνες έπαψαν να κτυπούν κάποια στιγμή και ένας άλλος ήχος διέτρεξε πέρα ως
πέρα τη Λιγκοβάνη: «Οι Βούλγαροι σκότωσαν όλους τους Τούρκους άνδρες», ενώ ο
Κρώφορντ Πράϊς ανταποκριτής των ΤΑΪΜΣ έγραφε: «Ούτω εν Λιγκοβάνη, την 29/11/1912 συμμορία βουλγάρων
ατάκτων ετυφέκισεν ολόκληρον τον άρρενα Τουρκικόν πληθυσμόν…..».
Ο Σαΐτ όμως και η Τόνα
βρίσκονταν στο διπλανό Αϊβαλίκ Ντερέ και δεν τους άγγιξε το φρικτότατο εγχείρημα των Βουλγάρων.
Το γεγονός όμως περιέτρεξε
όλη την περιφέρεια. Ο Σαΐτ ανησύχησε για
τους δικούς του και πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Λιγκοβάνη.
Δανείστηκε ένα άλογο από
τον θείο του και πήραν το δρόμο της επιστροφής στη Λιγκοβάνη. Προχωρούσαν καβάλα στο άλογο με σκυμμένα
κεφάλια, νιώθοντας ντροπή. Ο δρόμος ήταν
γεμάτος σκόνη. Ο ήλιος ανέτειλε κόκκινος
σαν αίμα.
Το σπίτι του Σαΐτ ήταν
έρημο. Η Τόνα παρέμεινε εκεί, ενώ ο
ίδιος βγήκε στο δρόμο και κατηφόρισε προς το τζαμί μήπως συναντήσει κάποιον από
τους δικούς του και μάθει νέα τους, ώσπου βρέθηκε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Γυναίκες, παιδιά, γέροι μουσουλμάνοι ήταν
στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα στο τζαμί, ενώ στον αυλόγυρό του τα
πτώματα των ανδρών διάσπαρτα ανέδυαν μια δυσάρεστη μυρωδιά.
Ένας γέρος, που φορούσε ένα
τριμμένο παλτό από προβιά προβάτου και τα μάτια του έτρεχαν πύον, καθόταν στη
πόρτα του αυλόγυρου και έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν πεπεισμένος ότι οι Βούλγαροι
είχαν κάψει το σπίτι και είχαν σκοτώσει τα δύο αγόρια του.
Κοίταξε τον Σαΐτ
απαρηγόρητος:
«Παιδί μου, οι Βούλγαροι
κάνουν γιουρούσι, καίνε τα σπίτια μας, γιατί ζούμε στο βασίλειο των
απίστων; Θα ερημώσουν τον τόπο και οι
κόρες μας θα γίνουν σκλάβες». Συνέχισε
να θρηνεί χωρίς να έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Και κατέληξε. «Αυτός ο
πόλεμος δεν μας αφορά. Δεν έχουμε τίποτε να διεκδικήσουμε, γιατί πρέπει να
μένουμε εδώ, να περιμένουμε τη μέρα που ο εχθρός θα μας καταστρέψει; Γι’ αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε το δρόμο της
Ανατολής, το δρόμο που ακολούθησαν οι παππούδες μας».
Τον κατέλαβε τρόμος
δυνατός· σκούπισε τα δάκρυα και έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι του για να
κρυφτεί και να αποφύγει την μοίρα των ομοεθνών του.
Στα μάτια της Τόνας
κυριάρχησε ένα βλέμμα πόνου και θλίψης.
Άρχισε να σφίγγει και να ξεσφίγγει συνέχεια τη γροθιά της, από αμηχανία
μαζί και αγωνία. «Θεέ μου, εσύ που είσαι
τόσο συμπονετικός, συγχώρησέ μας».
Ένα δροσερό συναίσθημα
κατέλαβε τον Σαϊτ, ώσπου τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης του έμοιαζαν με
μουσικά σύμβολα ουράνιας μελωδίας.
Τότε ήταν που πήρε το
θάρρος και ανάγγειλε τη μεταμεσονύκτια αναχώρησή τους για τη Θεσσαλονίκη.
Η Τόνα αντιμετώπισε το νέο
στην αρχή προβληματισμένη. Αργότερα
απόρησε πώς κατάφερε να συγκρατήσει και να συγχρονίσει τα συναισθήματά της ώστε
να χαμογελάσει στον Σαΐτ και να τον αποσπάσει από το συναίσθημα της πανωλεθρίας.
Έκρυψαν στις θήκες της
σέλας όλο το βιός τους, ένα κομμάτι ψωμί και μερικά χρυσά νομίσματα.
Ένας ψηλός όμως, δυνατός
άντρας, με γκρίζα μαλλιά περπατούσε αργά,
πίσω από τη βαριά ξύλινη αυλόπορτα στη σκιά μιας αγριοδαμασκηνιάς,
παρακολουθώντας τις κινήσεις τους. Η
καρδιά του χτύπησε δυνατά από φόβο.
Διέσχισε γρήγορα την αυλή και κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Από τη σχισμή της αναγνώρισε τα τεράστια,
γεμάτα ψυχρό μίσος μάτια του αδελφού της Τόνας.
Το πρόσωπό του ήταν μακρουλό και τα χείλη του σφιγμένα. Η σκιά της δαμασκηνιάς, που έπεφτε πάνω του,
τον έκανε να μοιάζει με μεγάλο, άγριο, αλλά ευγενικό θηρίο.
Δεν το ανέφερε στην
Τόνα. Αλλά όταν εξαφανίστηκε η σκιά πίσω
από την πόρτα, μετά τα μεσάνυχτα έτοιμοι πια, καβάλησαν το άλογο, έσπρωξαν την
πόρτα και γλίστρησαν στο σοκάκι που έβγαζε στον τούρκικο μαχαλά και στη
συνέχεια οδηγούσε στο δρόμο για τη Θεσσαλονίκη.
Άφησαν πίσω τους τη
Λιγκοβάνη και προχωρούσαν κατά μήκος της σκοτεινής όχθης του Μπογδάνα προς τη
Γέφυρα.
Τίποτε δεν τον ευχαριστούσε
περισσότερο από αυτό το νυκτερινό περπάτημα. Ήξερε καλά πως έπρεπε να παντρευτεί την
Τόνα. Με ποιον τρόπο όμως θα ανακοίνωνε
στους γνωστούς του το «χαρμόσυνο» γεγονός;
Χτύπησε τα καπούλια του αλόγου, σαν να βιαζόταν να φτάσει στο σκοπό του,
ενώ σκοπό δεν είχε.
Τα μάτια του διέκριναν σε
κοντινή απόσταση μια σκιά που τους ακολουθούσε.
Διέσχισε γρήγορα το ποτάμι και κρύφτηκε πίσω από τις ιτιές. Τα μάτια του κοίταζαν επίμονα στο σκοτάδι. Τους ακολουθούσε από απόσταση χωρίς να ξέρει
πού θα κατέληγε η νύχτα. Συνέχισαν να
προχωρούν εντείνοντας την προσοχή τους προς αυτή. Όταν έφτασαν στην ανοιχτωσιά, μετά τη γέφυρα,
δεν τους έμεινε καμιά αμφιβολία ότι ήταν ο αδελφός της Τόνας.
Στη στιγμή τους έκανε νόημα
με το χέρι να σταματήσουν. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και άρχισε να φωνάζει με
λόγια γεμάτα μίσος και απέχθεια. Πήρε
δύναμη και οργή από τον πόνο τους. Το
πρόσωπό του χαράχτηκε από το μίσος. Οι
στιγμές που κατέγραψαν την ταπείνωσή του δεν έφευγαν από το μυαλό του.
Τα μάτια τους συνέχιζαν να
τον κοιτάζουν με μια ηρεμία που τρόμαζε.
Προσπάθησαν να βρουν τον δρόμο της επιστροφής αλλά δεν τον έβλεπαν
μπροστά τους. Ο δρόμος χάθηκε από τα
μάτια τους από το συνωστισμό των σκέψεών τους.
Στάθηκε καρφωμένος στη θέση
του για λίγο, ανασαίνοντας βαριά και αντέδρασε αφελέστατα. Και με ένα ύφος σχεδόν ηλίθιο απευθύνθηκε
στην Τόνα; «Μην ισχυρίζεσαι την άγνοια,
μην παριστάνεις την αθώα. Για να
ικανοποιήσεις τις ορέξεις σου αγνόησες το όνομα του πατέρα σου, της μητέρας σου
και του αδελφού σου και μας ντρόπιασες.
Δε νομίζω να μην τα υπολόγισες όλ’ αυτά.
Αλλά δε σ’ ενδιαφέρει τίποτα πια,
αρκεί να ικανοποιούνται τα φιλήδονα και τα χαμηλά σου ένστικτα. Πώς δε λυπήθηκες την οικογένειά σου; Πώς δε λυπάσαι τον εαυτό σου;» Φώναξε
εξοργισμένος ο Ντίνας από το ύφος της
Τόνας.
Η Τόνα χαμήλωσε τα
μάτια. Παρέμεινε σιωπηλή, παραδεχόμενη
έτσι την ενοχή της. Και ο Ντίνας
συνέχισε «Για σένα αυτό το σκάνδαλο κοστίζει
λίγο. Όμως εγώ δεν θα έχω την ευλογία ενός ανεψιού. Ανατριχιάζω κάθε φορά που σκέφτομαι το μέλλον
σου».
Και απευθυνόμενος στον
Σαϊτ, ο οποίος ήταν βυθισμένος στη σιωπή του, του φώναξε: «χώρισέ την, χώρισέ
την πριν μείνει έγκυος και μας κάνει ρεζίλι στον αιώνα τον άπαντα!»
«Είναι αμαρτία να τη χωρίσω
χωρίς λόγο!» μουρμούρισε διστακτικά ο Σαΐτ.
«Θα τη χωρίσεις αργά ή
γρήγορα. Τουλάχιστον, κάνε το πριν σου
γεννήσει κανένα παιδί και το πρόβλημά σου γίνει δικό μας πρόβλημα».
Τους κοίταξε με μίσος και
αηδία. Η σιωπή τους τον εξόργισε και αποφάσισε να δράσει βίαια.
Ο Σαΐτ προχθές πάλεψε βίαια
με τον εαυτό του, με τα πιστεύω του και το Θεό του, ώσπου εξασθένησε η ψυχή και το σώμα του. Σήμερα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τον αδελφό της
Τόνας. Στην πρώτη μάχη ήταν
βασανισμένος, στη δεύτερη τρομαγμένος. Ίσως αναβάλει ο Θεός την τιμωρία του,
όμως ο αδελφός της Τόνας βιαζόταν ν’ απονείμει δικαιοσύνη και να επιβάλει την
καταδίκη του …. Και σηκώνοντας το Γκρα σημάδεψε την Τόνα στην καρδιά, ενώ η
δεύτερη βολή βρήκε τον Σαΐτ στο χέρι.
Ήταν σαν πετρωμένος. Το ίδιο και το άλογο. Ούτε η ουρά του σάλευε. Μια έρημη απλοχωριά, ήσυχη, νυσταγμένη. Καμιά κίνηση.
Ούτε φύσημα. Ένας μόνο πετρωμένος
καβαλάρης, και κάτω από την πετρωμένη σκιά του
η Τόνα νεκρή. Ένα σκοτάδι που δεν
είχε ίχνος από φως μέσα του. Μαύρα
σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω στην ανοιχτωσιά. Ενώνονταν και στριφογύριζαν. Βγήκε ένας αέρας κρύος, κατόπιν ζεστός. Άρχισε να ψιλοβρέχει.
Η βροχή ούτε λιγόστευε ούτε
περίσσευε, έπεφτε συνέχεια. Κατέβαινε
σιγά σιγά από το Καρατζάκιοϊ. Το άλογο
αφουγκράστηκε τη νύχτα και άρχισε να τρέχει προς τη Γκιουβέζνα. Βουτούσε μέχρι τα γόνατα στις λάσπες, δεν
μπορούσε να τρέξει όπως θα’ πρεπε.
Η βροχή ολοένα δυνάμωνε.
Συνέχισε την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη, ώσπου βρέθηκε έξω από τη
Γκιουβέζνα.
Πήγε στο Χριστιανικό
νεκροταφείο της Γκιουβέζνας, έσκαψε το χώμα που ήταν πηλός. Γύρω υπήρχαν ταφόπετρες από μικρά και μεγάλα
χαλίκια. Το νεκροταφείο βρισκόταν στη
πλαγιά ενός λόφου, λίγο έξω από το χωριό.
Και μια μοναδική γέρικη μουριά, μισοξεραμένη, με φύλλα λιγοστά. Λάσπη, ταφόπετρες, μισοξεραμένη μουριά, και
ένας εκτυφλωτικός αχνός, σαν σύννεφο.
Το μοιρολόι του το άκουσαν
οι χωρικοί μέσα στη νύχτα από μακριά, αντηχούσε μέχρι τη Γκιουβέζνα. Η φωνή του Σαΐτ, δεν άφησε τους χωρικούς να
κοιμηθούνε μέχρι το πρωί.
Ο Σαΐτ με το ξημέρωμα,
σέρνοντας τα πόδια του, απομακρύνθηκε απ’ τον τάφο. Μια ατέλειωτη σκέψη βάραινε τους ώμους του,
τους κύρτωνε. Ενώ από την πληγή του
έτρεχε συνέχεια ζεστό αίμα.
Ο θάνατος ήταν γι’ αυτόν
μια διέξοδος. Αν για λίγο ακόμη δεν
ερχόταν, ή θα αυτοκτονούσε ή θα’ χανε τα λογικά του.
Ο ήλιος που ανέτειλε
κόκκινος τον βρήκε να κρύβεται στο διπλανό λάκκο, μουσκεμένος από τη βροχή και
το αίμα. Σε λίγο ένα κοπάδι κοράκων
πέταξε πάνω απ’ το νεκροταφείο.
Φαντάζανε σαν κεντίδια στον ουρανό. Σπάνια βλέπεις κοπάδι κοράκων. Μπορεί να ‘ναι σημάδι που προεξαγγέλει
ξανασμίξιμο.
Ένα θερμό, πικρό, ηδονικό
τρεμούλιασμα ξεκίνησε απ’ την καρδιά του και χύθηκε σε όλο του το σώμα. Του
έφερε μια τρεμούλα, μιαν ανατριχίλα.
Κατέβηκε απ’ την πλαγιά
περπατώντας, κουτουλούσε. Δύσκολα
έπαιρνε ανάσα. Με το αριστερό του χέρι
έπιανε το λαιμό του. Το πόδι του σκάλωσε
σ’ ένα βράχο, κι έπεσε. Για λίγη ώρα
έμεινε εκεί ακίνητος. Πέσε σήκω, έφτασε
στην απέναντι πλαγιά. Είχε περάσει το
ποτάμι. Από παντού έτρεχε αίμα. Σκαρφάλωσε με δυσκολία τον ανηφορικό λόφο κι
έφτασε στον τάφο της Τόνας. Ξάπλωσε δίπλα της, αφού δεν τον βαστούσαν τα πόδια
του. Τα πόδια του ήταν γεμάτα από
αγκάθια. Κατάφερε μόνο να ξεστομίσει την
έκφραση «λίγο νερό». Και μέσα στο
καταμεσήμερο απλώθηκε παντού μια υγρή μυρωδιά βασιλικού.
Ο Σαΐτ, νεκρός πλέον, ήταν
ξαπλωμένος στην αγκαλιά της Τόνας γεμάτος αίματα, ολομόναχος μες στη
σιωπή. Τα μάτια του λες και ήταν
γυάλινα, τα χείλη του μελανιασμένα, τα μαλλιά του μουσκεμένα.
Στο χωριό ακούστηκαν
ποδοβολητά αλόγων. Οι πυροβολισμοί
σταμάτησαν. Σταμάτησε και το κελάρυσμα
του νερού. Κι η μυρωδιά του βασιλικού
πια δεν ερχόταν. Απ’ όλες τις μεριές του
χωριού ακούγονταν ξεφωνητά. Πέρασαν οι
καβαλάρηδες και όλα βουτήχτηκαν σε μια φοβερή σιωπή.
Η βαριά σκοτεινή σκιά του
Σαντάνσκυ δεν είναι τώρα πάνω στον Σαΐτ. Το μακρύ χέρι του έφτασε μέχρι τη
Λιγκοβάνη. Το μίσος που έτρεφε για τους
Μουσουλμάνους οδηγούσε τα γιουρούσια των
βαρβάρων μεραρχιών του. Το μίσος του
πέρασε τα χιονισμένα βουνά του Μπέλλες για να επιτεθεί στα χωριά της περιοχής
των Σερρών και του Λαγκαδά. Οι κάτοικοι,
Τούρκοι και Έλληνες, των περιοχών από τις οποίες πέρασε, μιλούσαν με τρόμο για
την άγρια ψυχή του, που έμοιαζε με
φουρτουνιασμένη θάλασσα για τη λύσσα του διψασμένου για αίμα πολέμαρχου.
Το παραπάνω διήγημα έλαβε τιμητική διάκριση στον διεθνή διαγωνισμό διηγήματος της ιστοσελίδας eyelands το 2013.