Τρίτη 28 Απριλίου 2015


ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ …….

 

Το χωριό  μου είναι ένας παράδεισος.  Ο αέρας του το καλοκαίρι ποτισμένος από τη δυνατή μυρωδιά της αγριομολόχας, του βασιλικού  και της τριανταφυλλιάς που γεμίζουν την πλαγιά μας, σε θωπεύει γλυκά και ελαφρά σαν ανάσα μικρού παιδιού.  Δεν είναι πολύ μακρυσμένο από τη Θεσσαλονίκη, ήρεμο, ησυχασμένο και βουβό ολημερίς.  Μόνο στο βασίλευμα του ήλιου ακούγονται οι γλυκές φωνές των μικρών που γεμίζουν τις παιδικές χαρές.

Αυτό το πανώριο χωριό γέννησε τον Σαίτ το δυνατό και όμορφο. 

Το ίδιο  μυρωμένο χωριό γέννησε και τη Τόνα.  Ήταν κι αυτή  δυνατή κι όμορφη κοπελιά.  Πάνω στα 18 της χρόνια μ’ όλη τη χάρη της ηλικίας της, με τα μεγάλα ονειροπαρμένα μάτια της, με το μίλημά της που θύμιζε τα πουλιά της ρεματιάς μας, του Μπογδάνα μας.

Έτσι άρχισε την αφήγησή του ο μπάρμπα Άγγελος, συνταξιούχος δάσκαλος εδώ και πολλά χρόνια, ανήμπορος όμως ο χαρακτήρας του, λόγω των γηρατειών του αλλά με μεγάλο βάθος η ψυχή του. Δεν ζητούσε μόνο την καθημερινή απόλαυση.  Δεν φοβόταν να κοιτάξει την ασχήμια της ζωής κατάματα και δεν προσπαθούσε να στέκεται απόμερα με ανείπωτη απελπισία.

Αισθανόταν πάρα πολύ μόνος μεσ’ τον κόσμο και ζητούσε κάποιο αποκούμπι, σε ώρες που του έγερνε η ψυχή βαριά.  Σήμερα αποκούμπι είμαστε εμείς τα μικρά της γειτονιάς καθισμένα γύρω του να τον απολαμβάνουμε με ανοικτά τα στόματα.

Τον είχε αιχμαλωτίσει η ομορφιά της Τόνας με τα χρυσά της μαλλιά και τα μπλε της μάτια. 

Γι’ αυτόν ήταν αρκετό να τη συναντήσει πάλι.  Θα την πλησίαζε διαφορετικά και θ’ ανανέωνε τις μεθόδους με τις οποίες θα τη γοήτευε αυτή τη φορά.

Φρόντισε να βρίσκεται συχνότερα στη γειτονιά της Τόνας προβάλλοντας διάφορες ψευτοδικαιολογίες στον πατέρα του.

Δεν άργησε να έρθει η μέρα της προμελετημένης αντάμωσης. Άρχισαν να παίζουν ένα παιχνίδι με τα μάτια.  Την κοίταζε επίμονα.  Πίσω από τη σιωπή που ακολουθούσε, οι ματιές αυτές έστελναν φανερά μηνύματα.  Έπρεπε να της μεταδώσει τις σκέψεις του για να δει την  αντίδρασή της.

Ο πόθος του για την Τόνα είχε μπει στο αίμα του κι έπρεπε να ανακουφιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με το γάμο.  Και το πιο περίεργο είναι πως, ενώ γνώριζε ότι η Τόνα είναι χριστιανή, δεν κατάφερε να περιορίσει τη δίψα του γι’ αυτή.

Το φλερτ της Χριστιανής Τόνας με τον Μουσουλμάνο Σαΐτ αποτελούσε πλέον μόνιμο αντικείμενο των κουτσομπολιών του χωριού.  Ώσπου ο πατέρας της Τόνας πήρε την απόφαση να πάει στο σπίτι του Σαΐτ, προκειμένου να συζητήσει το πρόβλημα με τον πατέρα του.

«Ήρθα για ένα σοβαρό λόγο.  Αναφέρομαι στο γιο σου και στην σχέση που έχει αναπτύξει με την Τόνα, την κόρη μου ….. Θέλω να ξέρω αν είναι αλήθεια. Γι’ αυτό ήρθα σήμερα εδώ».

Ο Γιασίν χαμήλωσε τα μάτια, αφού ήξερε καλά πως είτε με την έγκρισή του είτε χωρίς αυτή δε θ’ άλλαζε τίποτε. Τη στιγμή που βρισκόταν σε μια συνεχή διαμάχη με το γιο του.  Την προηγούμενη ημέρα κι όλας  είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει.

Δεν του ήταν εύκολο να αγνοήσει τις επιθυμίες της μητέρας του.  Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως η μοίρα του επεφύλασσε τέτοια στάση απέναντι στην οικογένειά του.  Αλλά η κατάσταση ήταν ήδη πολύπλοκη και οι επιλογές ελάχιστες.

Η σημερινή δεν ήταν η τυχερή μέρα της Τόνας. Ένα σωρό γεγονότα συνέβησαν κατά τη διάρκειά της. Ήταν και το νυκτερινό ραντεβού με τον Σαΐτ στο πηγάδι του Ασάν από το οποίο θα εξαρτώνταν πολλά.

Μόλις σουρούπωσε ο Σαΐτ πήρε το δρόμο προς το πηγάδι. Άφησε πίσω του το μαχαλά, πέρασε την κατηφόρα μπροστά από το τζαμί και έφτασε στο ισιάδι μπροστά του.  Πλησίασε με αργό βήμα το πεζούλι.  Έσκυψε πάνω από το νερό και ήπιε με το χέρι.  Δροσίστηκε.  Έμεινε πολλή ώρα ακίνητος, κοιτάζοντας τα αστέρια που καθρεφτίζονταν στη σκοτεινή επιφάνεια του νερού.  Πίσω του ακούστηκαν βήματα.  Ένα ξερό κλαδί έσπασε κάτω από το πέλμα ενός ποδιού.  Άπλωσε το χέρι του και η Τόνα το έπιασε.  Προχωρήσανε βαθιά στο δασύλλιο.  Τα δέντρα τους κοίταζαν απειλητικά, σαν να τους επέκριναν. 

Εντελώς ξαφνικά η Τόνα ρώτησε τον Σαΐτ «σκέφτηκες πόσα εμπόδια πρέπει να υπερπηδήσουμε, εκτός από τα δάση και την ερημιά;»

«Πρώτον, ο πατέρας και η μητέρα μου θα πεθάνουν από θλίψη, όταν μάθουν πως θέλω να παντρευτώ μωαμεθανό.  Δεύτερον ο πατέρας σου θα σου δώσει την κατάρα του και θα απαιτήσει να γίνω μωαμεθανή.  Αν το κάνω, η θρησκεία μου θα με αφορίσει, το ίδιο κι εσένα, αφού θα θεωρηθεί ότι με ώθησες στην αλλαξοπιστία.

Ξαφνικά, την πλημμύρισε μια ασυγκράτητη ευθυμία, όλα γελούσαν πάνω της και ρώτησε τον Σαΐτ,  «γιατί δεν πάμε στο σπίτι του θείου σου στο Αϊβαλίκ Ντερέ»;  Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησαν.  Περάσανε το δάσος. Καθώς βαδίζανε της ήρθε μια σκέψη.  Στάθηκε και κοίταξε το φεγγάρι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.  «Τι θρησκεία θα έχουν τα παιδιά μας;» ρώτησε ανήσυχα.

«Σίγουρα κάποια καλή θρησκεία» απάντησε, γιατί δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση.

Ο κρύος ουρανός του Νοεμβρίου 1912 απλωνόταν απειλητικός, βαρύς σαν μολύβι.  Το μακρινό Μπέλες ατένιζε τη Λιγκοβάνη σαν αμέτοχος παρατηρητής.  Ο ήχος από τη καμπάνα προσέκρουε και διαλυόταν πάνω στις γκρίζες πλαγιές του.  Οι εναπομείναντες κάτοικοι της Λιγκοβάνης άφησαν τα σπίτια τους και βγήκαν στους δρόμους.  Πρόσωπα αναστατωμένα, γεμάτα έξαψη, στύλωναν τα μάτια τους στους τρούλους των Οίκων του Θεού.  Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη σκόνη.  Οι φωνές βραχνές.  Οι τοίχοι του Αη Γιώργη και του Τζαμιού της Λιγκοβάνης  κοίταζαν τις σκηνές που διαδραματίζονταν μπροστά τους, με το βουβό και φαγωμένο από την κακοκαιρία και τα χρόνια βλέμμα.  Οι καμπάνες έπαψαν να κτυπούν κάποια στιγμή και ένας άλλος ήχος διέτρεξε πέρα ως πέρα τη Λιγκοβάνη: «Οι Βούλγαροι σκότωσαν όλους τους Τούρκους άνδρες», ενώ ο Κρώφορντ Πράϊς ανταποκριτής των ΤΑΪΜΣ έγραφε: «Ούτω εν Λιγκοβάνη, την 29/11/1912 συμμορία βουλγάρων ατάκτων ετυφέκισεν ολόκληρον τον άρρενα Τουρκικόν πληθυσμόν…..».

Ο Σαΐτ όμως και η Τόνα βρίσκονταν στο διπλανό Αϊβαλίκ Ντερέ και δεν τους άγγιξε  το φρικτότατο εγχείρημα των Βουλγάρων. 

Το γεγονός όμως περιέτρεξε όλη την περιφέρεια.  Ο Σαΐτ ανησύχησε για τους δικούς του και πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Λιγκοβάνη.

Δανείστηκε ένα άλογο από τον θείο του και πήραν το δρόμο της επιστροφής στη Λιγκοβάνη.  Προχωρούσαν καβάλα στο άλογο με σκυμμένα κεφάλια, νιώθοντας ντροπή.  Ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη.  Ο ήλιος ανέτειλε κόκκινος σαν αίμα.

Το σπίτι του Σαΐτ ήταν έρημο.  Η Τόνα παρέμεινε εκεί, ενώ ο ίδιος βγήκε στο δρόμο και κατηφόρισε προς το τζαμί μήπως συναντήσει κάποιον από τους δικούς του και μάθει νέα τους, ώσπου βρέθηκε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα.  Γυναίκες, παιδιά, γέροι μουσουλμάνοι ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα στο τζαμί, ενώ στον αυλόγυρό του τα πτώματα των ανδρών διάσπαρτα ανέδυαν μια δυσάρεστη μυρωδιά.

Ένας γέρος, που φορούσε ένα τριμμένο παλτό από προβιά προβάτου και τα μάτια του έτρεχαν πύον, καθόταν στη πόρτα του αυλόγυρου και έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν πεπεισμένος ότι οι Βούλγαροι είχαν κάψει το σπίτι και είχαν σκοτώσει τα δύο αγόρια του.

Κοίταξε τον Σαΐτ απαρηγόρητος:

«Παιδί μου, οι Βούλγαροι κάνουν γιουρούσι, καίνε τα σπίτια μας, γιατί ζούμε στο βασίλειο των απίστων;  Θα ερημώσουν τον τόπο και οι κόρες μας θα γίνουν σκλάβες».  Συνέχισε να θρηνεί χωρίς να έχει επαφή με την πραγματικότητα.

Και κατέληξε. «Αυτός ο πόλεμος δεν μας αφορά. Δεν έχουμε τίποτε να διεκδικήσουμε, γιατί πρέπει να μένουμε εδώ, να περιμένουμε τη μέρα που ο εχθρός θα μας καταστρέψει;  Γι’ αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε το δρόμο της Ανατολής, το δρόμο που ακολούθησαν οι παππούδες μας».

Τον κατέλαβε τρόμος δυνατός· σκούπισε τα δάκρυα και έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι του για να κρυφτεί και να αποφύγει την μοίρα των ομοεθνών του.

Στα μάτια της Τόνας κυριάρχησε ένα βλέμμα πόνου και θλίψης.  Άρχισε να σφίγγει και να ξεσφίγγει συνέχεια τη γροθιά της, από αμηχανία μαζί και αγωνία.  «Θεέ μου, εσύ που είσαι τόσο συμπονετικός, συγχώρησέ μας».

Ένα δροσερό συναίσθημα κατέλαβε τον Σαϊτ, ώσπου τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης του έμοιαζαν με μουσικά σύμβολα ουράνιας μελωδίας. 

Τότε ήταν που πήρε το θάρρος και ανάγγειλε τη μεταμεσονύκτια αναχώρησή τους για τη Θεσσαλονίκη.

Η Τόνα αντιμετώπισε το νέο στην αρχή προβληματισμένη.  Αργότερα απόρησε πώς κατάφερε να συγκρατήσει και να συγχρονίσει τα συναισθήματά της ώστε να χαμογελάσει στον Σαΐτ και να τον αποσπάσει από το συναίσθημα της πανωλεθρίας.

Έκρυψαν στις θήκες της σέλας όλο το βιός τους, ένα κομμάτι ψωμί και μερικά χρυσά νομίσματα. 

Ένας ψηλός όμως, δυνατός άντρας, με γκρίζα μαλλιά περπατούσε αργά,  πίσω από τη βαριά ξύλινη αυλόπορτα στη σκιά μιας αγριοδαμασκηνιάς, παρακολουθώντας τις κινήσεις τους.  Η καρδιά του χτύπησε δυνατά από φόβο.  Διέσχισε γρήγορα την αυλή και κρύφτηκε πίσω από την πόρτα.  Από τη σχισμή της αναγνώρισε τα τεράστια, γεμάτα ψυχρό μίσος μάτια του αδελφού της Τόνας.  Το πρόσωπό του ήταν μακρουλό και τα χείλη του σφιγμένα.  Η σκιά της δαμασκηνιάς, που έπεφτε πάνω του, τον έκανε να μοιάζει με μεγάλο, άγριο, αλλά ευγενικό θηρίο.

Δεν το ανέφερε στην Τόνα.  Αλλά όταν εξαφανίστηκε η σκιά πίσω από την πόρτα, μετά τα μεσάνυχτα έτοιμοι πια, καβάλησαν το άλογο, έσπρωξαν την πόρτα και γλίστρησαν στο σοκάκι που έβγαζε στον τούρκικο μαχαλά και στη συνέχεια οδηγούσε στο δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. 

Άφησαν πίσω τους τη Λιγκοβάνη και προχωρούσαν κατά μήκος της σκοτεινής όχθης του Μπογδάνα προς τη Γέφυρα. 

Τίποτε δεν τον ευχαριστούσε περισσότερο από αυτό το νυκτερινό  περπάτημα.  Ήξερε καλά πως έπρεπε να παντρευτεί την Τόνα.  Με ποιον τρόπο όμως θα ανακοίνωνε στους γνωστούς του το «χαρμόσυνο» γεγονός;  Χτύπησε τα καπούλια του αλόγου, σαν να βιαζόταν να φτάσει στο σκοπό του, ενώ σκοπό δεν είχε.

Τα μάτια του διέκριναν σε κοντινή απόσταση μια σκιά που τους ακολουθούσε.  Διέσχισε γρήγορα το ποτάμι και κρύφτηκε πίσω από τις ιτιές.  Τα μάτια του κοίταζαν επίμονα στο σκοτάδι.  Τους ακολουθούσε από απόσταση χωρίς να ξέρει πού θα κατέληγε η νύχτα.  Συνέχισαν να προχωρούν εντείνοντας την προσοχή τους προς αυτή.  Όταν έφτασαν στην ανοιχτωσιά, μετά τη γέφυρα, δεν τους έμεινε καμιά αμφιβολία ότι ήταν ο αδελφός της Τόνας.

Στη στιγμή τους έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσουν. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και άρχισε να φωνάζει με λόγια γεμάτα μίσος και απέχθεια.  Πήρε δύναμη και οργή από τον πόνο τους.  Το πρόσωπό του χαράχτηκε από το μίσος.  Οι στιγμές που κατέγραψαν την ταπείνωσή του δεν έφευγαν από το μυαλό του.

Τα μάτια τους συνέχιζαν να τον κοιτάζουν με μια ηρεμία που τρόμαζε.  Προσπάθησαν να βρουν τον δρόμο της επιστροφής αλλά δεν τον έβλεπαν μπροστά τους.  Ο δρόμος χάθηκε από τα μάτια τους από το συνωστισμό των σκέψεών τους.

Στάθηκε καρφωμένος στη θέση του για λίγο, ανασαίνοντας βαριά και αντέδρασε αφελέστατα.   Και με ένα ύφος σχεδόν ηλίθιο απευθύνθηκε στην Τόνα; «Μην ισχυρίζεσαι  την άγνοια, μην παριστάνεις την αθώα.  Για να ικανοποιήσεις τις ορέξεις σου αγνόησες το όνομα του πατέρα σου, της μητέρας σου και του αδελφού σου και μας ντρόπιασες.  Δε νομίζω να μην τα υπολόγισες όλ’ αυτά.  Αλλά δε σ’ ενδιαφέρει τίποτα πια,  αρκεί να ικανοποιούνται τα φιλήδονα και τα χαμηλά σου ένστικτα.  Πώς δε λυπήθηκες την οικογένειά σου;  Πώς δε λυπάσαι τον εαυτό σου;» Φώναξε εξοργισμένος ο Ντίνας  από το ύφος της Τόνας.

Η Τόνα χαμήλωσε τα μάτια.  Παρέμεινε σιωπηλή, παραδεχόμενη έτσι την ενοχή της.  Και ο Ντίνας συνέχισε «Για σένα αυτό το σκάνδαλο κοστίζει  λίγο.  Όμως εγώ  δεν θα έχω την ευλογία ενός ανεψιού.  Ανατριχιάζω κάθε φορά που σκέφτομαι το μέλλον σου».

Και απευθυνόμενος στον Σαϊτ, ο οποίος ήταν βυθισμένος στη σιωπή του, του φώναξε: «χώρισέ την, χώρισέ την πριν μείνει έγκυος και μας κάνει ρεζίλι στον αιώνα τον άπαντα!»

«Είναι αμαρτία να τη χωρίσω χωρίς λόγο!» μουρμούρισε διστακτικά ο Σαΐτ.

«Θα τη χωρίσεις αργά ή γρήγορα.  Τουλάχιστον, κάνε το πριν σου γεννήσει κανένα παιδί και το πρόβλημά σου γίνει δικό μας πρόβλημα».

Τους κοίταξε με μίσος και αηδία. Η σιωπή τους τον εξόργισε και αποφάσισε να δράσει βίαια.

Ο Σαΐτ προχθές πάλεψε βίαια με τον εαυτό του, με τα πιστεύω του και το Θεό του,  ώσπου εξασθένησε η ψυχή και το σώμα του.  Σήμερα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τον αδελφό της Τόνας.  Στην πρώτη μάχη ήταν βασανισμένος, στη δεύτερη τρομαγμένος. Ίσως αναβάλει ο Θεός την τιμωρία του, όμως ο αδελφός της Τόνας βιαζόταν ν’ απονείμει δικαιοσύνη και να επιβάλει την καταδίκη του …. Και σηκώνοντας το Γκρα σημάδεψε την Τόνα στην καρδιά, ενώ η δεύτερη βολή βρήκε τον  Σαΐτ στο χέρι.

 Ήταν σαν πετρωμένος.  Το ίδιο και το άλογο.  Ούτε η ουρά του σάλευε.  Μια έρημη απλοχωριά, ήσυχη, νυσταγμένη.  Καμιά κίνηση.  Ούτε φύσημα.  Ένας μόνο πετρωμένος καβαλάρης, και κάτω από την πετρωμένη σκιά του  η Τόνα νεκρή.  Ένα σκοτάδι που δεν είχε ίχνος από φως μέσα του.  Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω στην ανοιχτωσιά. Ενώνονταν και στριφογύριζαν.  Βγήκε ένας αέρας κρύος, κατόπιν ζεστός.  Άρχισε να ψιλοβρέχει.

Η βροχή ούτε λιγόστευε ούτε περίσσευε, έπεφτε συνέχεια.  Κατέβαινε σιγά σιγά από το Καρατζάκιοϊ.  Το άλογο αφουγκράστηκε τη νύχτα και άρχισε να τρέχει προς τη Γκιουβέζνα.  Βουτούσε μέχρι τα γόνατα στις λάσπες, δεν μπορούσε να τρέξει όπως θα’ πρεπε.

Η βροχή ολοένα δυνάμωνε. Συνέχισε την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη, ώσπου βρέθηκε έξω από τη Γκιουβέζνα.

Πήγε στο Χριστιανικό νεκροταφείο της Γκιουβέζνας, έσκαψε το χώμα που ήταν πηλός.  Γύρω υπήρχαν ταφόπετρες από μικρά και μεγάλα χαλίκια.  Το νεκροταφείο βρισκόταν στη πλαγιά ενός λόφου, λίγο έξω από το χωριό.  Και μια μοναδική γέρικη μουριά, μισοξεραμένη, με φύλλα λιγοστά.   Λάσπη, ταφόπετρες, μισοξεραμένη μουριά, και ένας εκτυφλωτικός αχνός, σαν σύννεφο.

Το μοιρολόι του το άκουσαν οι χωρικοί μέσα στη νύχτα από μακριά, αντηχούσε μέχρι τη Γκιουβέζνα.  Η φωνή του Σαΐτ, δεν άφησε τους χωρικούς να κοιμηθούνε μέχρι το πρωί.

Ο Σαΐτ με το ξημέρωμα, σέρνοντας τα πόδια του, απομακρύνθηκε απ’ τον τάφο.  Μια ατέλειωτη σκέψη βάραινε τους ώμους του, τους κύρτωνε.  Ενώ από την πληγή του έτρεχε συνέχεια ζεστό αίμα.

Ο θάνατος ήταν γι’ αυτόν μια διέξοδος.  Αν για λίγο ακόμη δεν ερχόταν, ή θα αυτοκτονούσε ή θα’ χανε τα λογικά του.

Ο ήλιος που ανέτειλε κόκκινος τον βρήκε να κρύβεται στο διπλανό λάκκο, μουσκεμένος από τη βροχή και το αίμα.  Σε λίγο ένα κοπάδι κοράκων πέταξε πάνω απ’ το νεκροταφείο.  Φαντάζανε σαν κεντίδια στον ουρανό. Σπάνια βλέπεις κοπάδι κοράκων.  Μπορεί να ‘ναι σημάδι που προεξαγγέλει ξανασμίξιμο. 

Ένα θερμό, πικρό, ηδονικό τρεμούλιασμα ξεκίνησε απ’ την καρδιά του και χύθηκε σε όλο του το σώμα. Του έφερε μια τρεμούλα, μιαν ανατριχίλα.

Κατέβηκε απ’ την πλαγιά περπατώντας, κουτουλούσε.  Δύσκολα έπαιρνε ανάσα.  Με το αριστερό του χέρι έπιανε το λαιμό του.  Το πόδι του σκάλωσε σ’ ένα βράχο, κι έπεσε.  Για λίγη ώρα έμεινε εκεί ακίνητος.  Πέσε σήκω, έφτασε στην απέναντι πλαγιά.  Είχε περάσει το ποτάμι.  Από παντού έτρεχε αίμα.  Σκαρφάλωσε με δυσκολία τον ανηφορικό λόφο κι έφτασε στον τάφο της Τόνας. Ξάπλωσε δίπλα της, αφού δεν τον βαστούσαν τα πόδια του.  Τα πόδια του ήταν γεμάτα από αγκάθια.  Κατάφερε μόνο να ξεστομίσει την έκφραση «λίγο νερό».  Και μέσα στο καταμεσήμερο απλώθηκε παντού μια υγρή μυρωδιά βασιλικού.

Ο Σαΐτ, νεκρός πλέον, ήταν ξαπλωμένος στην αγκαλιά της Τόνας γεμάτος αίματα, ολομόναχος μες στη σιωπή.  Τα μάτια του λες και ήταν γυάλινα, τα χείλη του μελανιασμένα, τα μαλλιά του μουσκεμένα. 

Στο χωριό ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων.  Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν.  Σταμάτησε και το κελάρυσμα του νερού.  Κι η μυρωδιά του βασιλικού πια δεν ερχόταν.  Απ’ όλες τις μεριές του χωριού ακούγονταν ξεφωνητά.  Πέρασαν οι καβαλάρηδες και όλα βουτήχτηκαν σε μια φοβερή σιωπή.

Η βαριά σκοτεινή σκιά του Σαντάνσκυ δεν είναι τώρα πάνω στον Σαΐτ. Το μακρύ χέρι του έφτασε μέχρι τη Λιγκοβάνη.  Το μίσος που έτρεφε για τους Μουσουλμάνους  οδηγούσε τα γιουρούσια των βαρβάρων μεραρχιών του.  Το μίσος του πέρασε τα χιονισμένα βουνά του Μπέλλες για να επιτεθεί στα χωριά της περιοχής των Σερρών και του Λαγκαδά.  Οι κάτοικοι, Τούρκοι και Έλληνες, των περιοχών από τις οποίες πέρασε, μιλούσαν με τρόμο για την άγρια  ψυχή του, που έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα για τη λύσσα του διψασμένου για αίμα πολέμαρχου.
Το παραπάνω διήγημα έλαβε τιμητική διάκριση στον διεθνή διαγωνισμό διηγήματος της ιστοσελίδας eyelands το 2013.

 

Τρίτη 14 Απριλίου 2015


Ο ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ  ΤΟΥ  ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ 



Η Ξυλόπολη είναι από τα λίγα χωριά με τόσο μακραίωνη και αδιάλειπτη ιστορική διαδρομή, αφού τη διέσχιζε η οδός που ένωνε τη Θεσσαλονίκη με τις Σέρρες και την υπόλοιπη Βαλκανική.

Από την προϊστορική εποχή και πιο συγκεκριμένα από τα χρόνια της ύστερης του χαλκού εποχής (1.500 π.χ.) είχε κατοικηθεί η Ξυλόπολη, όπως μαρτυρούν τα λείψανα ενός οικισμού που βρέθηκαν στην μικρή τούμπα στην είσοδο του χωριού. 

Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι Κρηστώνες ή Κρήστωνες, αρχαίος πελασγικός λαός.  Κατ΄ αρχάς αυτοί είχαν εγκατασταθεί στη Χαλκιδική συγκεκριμένα παρά την Όλυνθο και στη χερσόνησο Ακτή (Άθως). (Ηροδ. VII 124, Θουκυδ. IV 109). Οι δε πόλεις του Άθωνα είχαν συμπεριληφθεί στην Αθηναϊκή συμμαχία και ήταν υποτελείς.  Αργότερα υπάχθηκαν στη τοπική Συμπολιτεία της Ολύνθου και τελικά στο Μακεδονικό κράτος. 

Στην οροφή της εκκλησίας του Αη Γιώργη διακρίνουμε το αστέρι της Βεργίνας, η αλλιώς «Ήλιος της Βεργίνας», σύμβολο της Μακεδονικής Βασιλικής Δυναστείας του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όχι όμως με δεκαέξι ακτίνες αλλά με δώδεκα.  Το αστέρι αυτό αποτελεί παραλλαγή του ήλιου της Βεργίνας όπως ανευρέθη στη λάρνακα της Ολυμπιάδος και πιθανόν οι πρόγονοί μας ήθελαν να δείξουν την καταγωγή τους.

Απ΄ όλη την Κρηστωνία, η οποία καταλάμβανε την έκταση από το Βερτίσκο μέχρι τα Κρούσια, ο Στράβων[1] αναφέρει την πρωτεύουσά της που ήταν η Κρηστώνα (Κρηστών), ενώ άλλες πόλεις στην περιοχή  ήταν οι: Αντιγόνεια, Ξυλόπολις, Τέρπυλος, Καραβία και Γυναικόκαστρο [2].  

Το 148 π.Χ., η Ξυλόπολη ακολουθεί την τύχη των υπόλοιπων μακεδονικών περιοχών και υποτάσσεται στους Ρωμαίους.

Οι Ρωμαίοι όμως μετέφρασαν το όνομα της Ξυλόπολης στη λατινική και στη συνέχεια τη συναντούμε σαν Λιγκοβάνη[3] μέχρι την 9/2/26 (Φ.Ε.Κ. ΤΑ 55/1926) οπότε μετονομάζεται πάλι σε Ξυλόπολη.

Οι αρχαίοι γεωγράφοι και μαθηματικοί Πλίνιος[4] και Πτολεμαίος[5] δεν την παράκαμψαν αβλεπτεί,  αλλά μεθυσμένοι από το υπερούσιο θείο όραμα της ομορφιάς της, συγκέντρωσαν τη δύναμη της ψυχής τους και μεθυσμένοι από το υπερούσιο θέαμα, μας κληροδότησαν τον περιγραφικό ύμνο της που ενίσχυσε την ιδέα του Θείου.

Όσοι από τους κατοπινούς περιπατητές κι αν τη διάβηκαν, αισθάνθηκαν εδώ την ατέλεια και τη θλίψη τους, διότι δεν μπόρεσαν να αποδώσουν πιστά τα χρώματα και τις θαυμάσιες εικόνες, οι οποίες σαν ταινία κινηματογραφική εκτυλίσσονταν διαρκώς μπροστά στα εκστατικά μάτια τους[6].

Εμείς όμως θα πάρουμε νερό, κουράγιο και βαθιές ανάσες στην αυλή του Αγίου Νικήτα, θα ανεβούμε στην πλατεία και θα συνεχίσουμε για τον Άη Γιώργη μας.  Και όταν βρεθούμε στην αγκαλιά του μεθυσμένοι από τον επίγειο αυτό παράδεισο, θα βυθιστούμε προς στιγμή στους γλυκύτατους και αθώους ρεμβασμούς αναπολώντας την έξοχη εκείνη φράση του Βίκτωρος Ουγκώ «…υπάρχουν στιγμαί, καθ’ ας οιαδήποτε και αν είναι η στάσις του σώματος, η ψυχή παραμένει γονυκλινής!...»

Όταν ο Λίγκος Ιωάννης το 1584 έκτισε στο σημείο αυτό το μικρό παρεκκλήσι στο όνομα του Αγίου Γεωργίου για να στεγάσει την εικόνα του, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα καταστεί το κέντρο της λατρείας των Ξυλοπολιτών.  Το μικρό αυτό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου έγινε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το καταφύγιο των ψυχών, το πραγματικό κέντρο συνάθροισης και ένωσης των Λιγκοβανιωτών[7].

Η θρησκευτική διάθεση και πνοή των Λιγκοβανιωτών, ευνοημένη από την οικονομική άνοδο και την πληθυσμιακή αύξηση, βρήκε την εκδήλωσή της στην κτίση εκκλησίας στο όνομα του Αγίου Γεωργίου παρά την απαγορευτική διάταξη των Τούρκων[8]. 

Δεν πτοήθηκαν από το μεγάλο χρηματικό ποσό σε χρυσές λίρες που απαιτούνταν για δωροδοκίες, ούτε από τα πολύμηνα και επικίνδυνα ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αποσπάσουν την πολυπόθητη  άδεια.  Τελικά η άδεια δόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1802.

Η άδεια δόθηκε αλλά με την προϋπόθεση σε δύο μήνες ο Ναός να έχει αποπερατωθεί.  Πράγματι οι Λιγκοβανιώτες δουλεύοντας νυχθημερόν άνδρες και γυναίκες κατόρθωσαν να είναι συνεπής στην προθεσμία του Σουλτάνου.  Κατεδάφισαν λοιπόν το σπίτι του Λίγκου και στη Θέση του έκτισαν τον Άγιο Γεώργιο. 

Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν άφησαν ο Ναός να υψωθεί πολύ, αναγκάστηκαν να σκάψουν και να τον προχωρήσουν προς το βάθος.  Αυτό εξάλλου ήταν απαγορευτικό για την είσοδο των ζώων των κατακτητών, καθότι τις σκάλες που είχαν κατασκευάσει από την εσωτερική πλευρά δεν μπορούσαν να τις διαβούν. Αλλά και έμμεσα επέβαλαν στους Τούρκους να υποκλίνονται κατά την είσοδό τους, γιατί έπρεπε να σκύψουν για να μπουν στο Ναό. 

Ως προς τη μέθοδο κατασκευής διαπιστώνουμε την εμμονή στο παλαιό, πατροπαράδοτο ισοδομικό σύστημα της απλής τοιχοποιϊας με λίθους που συνδέονται με άφθονη ασβέστη. Οι ισλαμικές επιδράσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες στον Άγιο Γεώργιο.

Το εσωτερικό του Ναού φωτίζουν παράθυρα ορθογώνια, τοποθετημένα ψηλά.  Τρία στη βορεινή πλευρά και δύο στη νότια, εκ των οποίων το ένα τα τελευταία χρόνια μετατράπηκε σε δεύτερη είσοδο.  Δύο κιονοστοιχίες ή πεσσοστοιχίες χωρίζουν το μεγάλο χώρο σε τρία άνισα κλίτη, από τα οποία το μεσαίο είναι το πλατύτερο και ψηλότερο.   Στους ξύλινους κίονες στηρίζεται η οροφή και η στέγη.  Η ξυλόστεγη οροφή του Αη Γιώργη είναι επίπεδη στα δύο πλαϊνά κλίτη, στολισμένη  με την τυπική και στα αρχοντικά σπίτια της εποχής διακόσμηση.

Εσωτερικά η τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του Αη Γιώργη έχει γυναικωνίτη, με μορφή εσωτερικού εξώστη, που είναι στηριγμένος σε προβόλους και περιτρέχει το ναό σε σχήμα  Π.

Ο ναός έχει λίγο φωτισμό και λιτή εξωτερική διακόσμηση, αφού έτσι επέβαλε ο κατακτητής στα χρόνια της δουλείας.  Αποπερατώθηκε σύμφωνα με την υπάρχουσα επιγραφή, στις 17 Νοεμβρίου 1802.   

Πάνω από τη δυτική είσοδο του Ναού και εντός τυμπάνου βρίσκεται ζωγραφισμένη σε μουσαμά η εικόνα του Αγίου Γεωργίου και φέρει χρονολογία 1884.  Στο δεξιό μέρος της εικόνας υπάρχει τετράγωνη εντοιχισμένη πλάκα και φέρει ανάγλυφα την επιγραφή και την χρονολογία αποπεράτωσης του Ναού.

Κοντά στους μεγάλους ιστορικούς βυζαντινούς ναούς, αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά μιας εποχής και παράλληλα επηρεάζει τις λατρευτικές ανάγκες των ενοριτών.

Η σπουδαιότητα όμως του Ναού δεν βρίσκεται στην ταπεινή εξωτερική του κατασκευή, η οποία σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο δεν έπρεπε να είναι σπουδαιότερη των τζαμιών, αλλά στον εσωτερικό του διάκοσμο. Ο διάκοσμος αυτός αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των μεταβυζαντινών ναών.

Στο εσωτερικό του Ναού του Αη Γιώργη κυριαρχεί ατμόσφαιρα μυσταγωγική.  Η κομψότητα δένει με την σοβαρότητα. Στο μέσον της οροφής και πλησιέστερα προς το Ιερό είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτωρ μέσα σε κύκλο με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Στο Ιερό υπήρχαν τοιχογραφίες, οι οποίες επιχρίστηκαν με ασβεστοκονίαμα. 

Ίχνη από αυτές βρίσκονται στον τοίχο της κόγχης της Προθέσεως, όπου διακρίνεται φθαρμένη η σκηνή της Άκρας Ταπείνωσης.  (το θέμα του νεκρού Χριστού που προβάλλει ημίσωμος μπροστά στο σταυρό).  Είναι εμπνευσμένη από τη λειτουργία της Προσκομιδής, που τελείται εκεί κατά την προετοιμασία των Tιμίων Δώρων και πριν από τη Mεγάλη Eίσοδο.

Ενδιαφέρον ωστόσο προκαλούν οι μεγάλου αριθμού φορητές εικόνες της εποχής σε παχύ ξύλο.  Οι εικόνες αυτές διακρίνονται για την έντονη διάπλαση των χαρακτηριστικών του προσώπου, για τον ζωηρό διάκοσμο των ενδυμάτων και των γύρω επίπλων, και για τη μαστορική ακρίβεια στα εμπίεστα και στατικά κοσμήματα των χρυσών φωτοστέφανων.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η ελληνικότατη Ξυλόπολη του Στράβωνα είχε πλημμυρίσει από συμμορίες Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι οποίοι προσπαθούσαν να  αποσπάσουν τους Ξυλοπολίτες από το Πατριαρχείο, και να τους προσηλυτίσουν στη βουλγαρική εξαρχία.  Κέντρο των επεισοδίων υπήρξε ο Άγιος Γεώργιος.

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου αποτέλεσε το μήλο της έριδος μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.  Ωστόσο, οι Ξυλοπολίτες πολλά οφείλουν στον Άγιο, γιατί χάρη σ’ αυτόν διατήρησαν την υπεροχή και συντήρησαν την πολιτισμική τους ακτινοβολία. 

Πολλές φορές επεχείρησαν να τον πάρουν αλλά δεν το επέτρεψε[9].  Ο Άγιος δεν απαρνήθηκε τους Ξυλοπολίτες.  Στο χώρο τούτο ένιωθε ευχαριστημένος, αφού ο ίδιος τον είχε διαλέξει ανάμεσα σε τόσους άλλους που περιόδευσε.

Στις 20 Ιουλίου 1943 εκδηλώθηκε η τελευταία προσπάθειά των Βουλγάρων να καταλάβουν τον Άη Γιώργη, αλλά ο Γερμανός διοικητής Μέρτεν το αρνήθηκε.

Έτσι βασιλεύει στην Ξυλόπολη, και τη μέρα της γιορτής του βγαίνει τη βόλτα του σαν άρχοντας ακριβοθώρητος, για να τον χαρούν και να τον θαυμάσουν οι υπήκοοί του.  Κι έρχονται όλοι στην Περιφορά, στη μέση Εκείνος σηκωμένος στα χέρια,  σεμνός, άφθαρτος, στητός.  Σαν ήλιο βλέπει ο Ξυλοπολίτης τον Άγιο να βγαίνει από το Ναό του και να φωτίζει την πλαγιά αυτή του Βερτίσκου.  Αυτή η πλαγιά  θα δεχθεί την ευλογία του.  Το πέρασμά του από τον Μπογδάνα, τα φυντάνια, τα σπαρτά, τα λιβάδια, τα πηγάδια είναι ευλογία, η έξοδος του Άρχοντα στα υποστατικά του.  Στην πρώτη στάση στου Βάξου τα λιβάδια θα ξαποστάσει για λίγο κάτω από τη σκιά της μεγάλης βελανιδιάς και τα βοσκοτόπια θα είναι πλουσιοπάροχα.  Θα διαβεί μέσα από τα καταπράσινα σπαρτά για να είναι πλούσια η παραγωγή και θα καθίσει στου Τζούλου το πηγάδι.  Θα ξεδιψάσει κάτω από τη γκοριτσιά  και το νερό του πηγαδιού δεν θα στερέψει το καλοκαίρι και τα φύλλα της θα θροΐσουν για να χαιρετήσουν τον Αφέντη.

Οι καμπάνες χαρμόσυνα χτυπάνε, το σήμαντρο ηχεί, ποιος ξέρει τι να σκέφτεται ο Άγιος μας.  Έχει μάτια να τα δει, αυτιά να τα ακούσει;

Οι καημένοι οι Ξυλοπλίτες πασχίζουνε να τον δοξάσουνε.  Δέξου τα Άγιε.  Οι άνθρωποι τόσο μπορούν, τόσο ξέρουν να σου προσφέρουν.  Αν θέλεις μη τα ξεσυνεριστείς.  Αν δεν σ’ αρέσουν ρίξε μια ματιά κάπου αλλού.  Δες τους λόφους, δες τα δένδρα, τα ποτάμια.

Για δες στην Περιφορά σου τί γίνεται; Καλοντυμένες υπάρξεις, άνδρες, γυναίκες, παιδιά τρέχουν με σπουδή να εξασφαλίσουν μια θέση στην όλη πομπή όπου λάχει κατά μήκος του δρόμου για να σε ακολουθούν Άγιέ μας.  Στη βιάση τους κάποιοι γλυστράνε πέφτουν μες στον Μπογδάνα, βρέχονται κρυώνουν αλλά δεν πειράζει είναι ευλογία.

Στην πρώτη στάση ο κύκλος με όλους τους Αγίους κλείνει οι εικόνες κατεβαίνουν από τους ώμους και έχουν πρόσωπο το κέντρο του, όλοι σιωπηλοί ψάχνουν για μια θέση, καλμάρουν για να ακούν τις ευχές του ιερέα.

Εδώ μπορεί να γίνει το θαύμα. Αν δε γίνει τώρα μια άλλη φορά ίσως, η πίστη δεν αποκάμνει. Η Περιφορά όμως είναι το κορύφωμα της ελπίδας. Στη λεύκα της γέφυρας κορυφώνεται, αναπέμπονται δεήσεις και ψάλλονται τα απολυτίκια.
Η τελευταία στάση θα γίνει στην πλατεία.  Στολισμένη σιωπηλή περιμένει την άφιξη της πομπής.  Στο κέντρο της ένα τραπέζι με το βασιλικό περιμένει τον ιερέα για τον Αγιασμό.   Στη συνέχεια παίρνει την κατηφόρα της επιστροφής του στην Εκκλησία.

Εδώ στην αρχή της ταφικής οδού που οδηγεί στο χώρο Του θα ακουστεί δέηση "υπέρ ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών" και  τα ωραία εξαποστειλάρια.

Ο Άγιος τοποθετείτε αριστερά της κύριας εισόδου του Ναού πλαισιωμένος από τις υπόλοιπες εικόνες σύμφωνα με την διάταξη του εικονοστασίου.    Ο κόσμος περιμένει να προσκυνήσει. Και οι επίτροποι αναλαμβάνουν το έργο να τοποθετήσουν τις εικόνες στον φυσικό τους χώρο, στο Τέμπλο.

Το σημαντικότερο κέντρο της εκκλησιαστικής λατρείας στην Ξυλόπολη αποτελούσε ο λιτός αλλά εντυπωσιακός ναός στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού και αφιερωμένος στον πολιούχο της, Άγιο Γεώργιο. 

Στις 5 Ιουλίου 1974 θεμελιώθηκε νέος και πολύ μεγαλύτερος Ναός αφιερωμένος και αυτός στον Άγιο Γεώργιο σύμβολο του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος των Ξυλοπολιτών και του κεντρικού ρόλου που έπαιξε ανά τους αιώνες.  Ο νέος Ναός είναι νεοβυζαντινής τεχνοτροπίας, κτίστηκε σε αρκετά υψηλό σημείο κοντά στην πλατεία για να σηματοδοτεί την κοινότητα.

Ο νέος Ναός εγκαινιάσθηκε στις 2/10/1993 από τον Μητροπολίτη Λαγκαδά κ. κ. Σπυρίδωνα εφημερεύοντος του Ιερέα π.  Λίμου Γεωργίου.

 

 



[1] ΣΤΡΑΒΩΝ  (64 π.Χ. - 24 μ.Χ.),  Έλληνας γεωγράφος, φιλόσοφος και ιστορικός .
[2] Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΤΡΑΒΩΝΑ – ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ – 1993 – σελ. 211
[3] Ligneus – a – um (lignum) = Ξύλινος, Lignor (ρ.) = Ξυλεύομαι, συνάγω ξύλα, Vannusi = λίκνον, λικμός, πόλη, κοιτίδα.
Κατά συνέπεια: ΛΙΓΚΟΒΑΝΗ = ΤΟ ΛΙΚΝΟ ή Η ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ή  H  ΞΥΛΟΠΟΛΗ.
[4] ΠΛΙΝΙΟΣ (23 - 79 μ.Χ.)
«….όλες οι μακεδονικές πόλεις κάποιας σπουδαιότητας οι οποίες βρίσκονταν στο δρόμο των τριανδριών, ή που αυτοανακηρύχθηκαν δικές τους, η Αμφίπολις, ….η Ξυλόπολις, η Τορώνη, η Θεσσαλονίκη, ……. ανακηρύχθηκαν ελεύθερες»  (Plin 4, 17)
«…Είναι για λόγους της ίδιας της φύσης που τοποθετούμε την Ξυλόπολη στο Λαχανά.  Αυτή η πόλη, αναφέρεται τον καιρό των αυτοκρατόρων, και απολαμβάνει αυτονομία.  Θα πρέπει να βρισκόταν στα βουνά και να παρείχε στους Ρωμαίους ξυλεία για κατασκευές». (Plin 4, 17. Desdevises p. 350)
[5]ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ (90-168 μ.Χ.)
«…Το δε όνομα έλαβεν εκ της αφθονίας του πράγματος ήτοι της ξυλικής, ήν άφθονον επορίζοντο οι Ρωμαίοι, και επειδή οι κάτοικοι αυτής «Ξυλοπολίται» μετά τον θάνατον του Καίσαρος ησπάσθησαν τα της πρώτης τριανδρίας, εκηρύχθησαν ελεύθεροι υπό των νικητών και ει μη πράγματι αυτόνομοι τουλάχιστον ονόματι». (Πτολεμ. 3,13,36, Μυγδονίς, Αντιγόνεια, …. Ξυλόπολις, Άσσορος, Απολλωνία).
«…Δείγμα της μεγάλης αφθονίας ξύλων εις την Μακεδονίαν είναι η ύπαρξις πόλεως φερούσης το όνομα ΞΥΛΟΠΟΛΙΣ» (*Πτολεμ. ΙΙΙ, 12,33).
[6] Η Μακεδονία– Μ. Δήμιτσας  σελ. 529
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ – 1912 – Σελ. 117
ΑΝΔΕΑΣ Ι. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ – «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ» - ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1909
[7] Στον κώδικα "ΠΡΟΘΕΣΗ" της μονής Αγίας Αναστασίας Χαλκιδικής, που περιλαμβάνει τα προς μνημόνευση ονόματα των αφιερωτών του μοναστηριού και ο οποίος χρονολογείται από το 1732, είναι καταγεγραμμένα 84 ονόματα κατοίκων της Λιγκοβάνης και αποτελούν ένα μικρό θησαυρό του χωριού μας. 
[8] «Προς τους σοφολογιώτατους ιεροδικαστάς, τους ορθοτομούντας ας ιεράς διατάξεις και ρήτρας του θεοπέμπτου προφήτου Μωάμεθ …………………………………………………………… ……………………………………..
Άμα φθάση το παρόν υψηλόν Μου αυτοκρατορικόν φιρμάνιον, έστω γνωστόν ότι …….. …..παρετηρήθη εις τινα μέρη της επικράτειας ότι οι άπιστοι κατ’ επανάληψη επιχείρησαν να ανεγείρουν νέας εκκλησίας και μονάς, πράγμα όπερ τελείως απαγορεύεται, ή να επισκευάσουν παλαιάς τοιαύτας άνευ αδείας. 
Όθεν διατάσσομεν και παραγγέλομεν ίνα εφεξής επ’ ουδενί λόγω επιτρέπητε εις τους απίστους να ανεγείρουν νέας εκκλησίας ή μονάς ή επισκευάζουν και επιδιορθώνουν παλαιάς άνευ ειδικής αδείας.
………………………………………………………………………
Εγράφη τη 17 του μηνός Τζεμάζη ουλ Αχήρ του έτους 1135 (1720) εν τη ευδαίμονι πόλει της Κωνσταντινουπόλεως»
[9] Εφημερίδα. ΣΚΡΙΠ 5/12/1900 - «Η ελληνική εκκλησία του χωρίου Λιγκοβάνη εκλείσθη πάλιν ανωτέρα διαταγή, διότι οι Τούρκοι υπάλληλοι της υποδιοικήσεως Λαγκαδά δωροδοκουμενοι ψευδώς πιστοποιουσιν, ότι εις το χωρίον Λιγκοβάνη κατοικούσι πλειότεροι Βούλγαροι…..»
Εφημερίδα. ΕΜΠΡΟΣ 17/7/1900 – «…..οι κατά τόπους Μητροπολίται υπέδειξαν εις το Οικκουμενικόν Πατριαρχείον τον κίνδυνον τον οποίον διατρέχουν οι ελληνικοί ναοί τους οποίους ζητούν ν’ αρπάξουν οι Βούλγαροι….»
Εφημερίδα  ΣΚΡΙΠ 18/4/1901 – «Οι Βούλγαροι κατόπιν των ενεργειών του Ρώσου Προξένου παρά τω Βαλή κατώρθωσαν το κλείσιμον των εκκλησιών των χωρίων Νεοχωρούδας, Λιγκοβάνης, αι οποίαι εσχάτως ηνεώγησαν…»
Εφημερίδα  ΣΚΡΙΠ 6/10/1904 – «…Επί πλέον εις το χωρίον Λιγκοβάνη Λαγκαδά απαιτήσει των ληστανταρτών αι απιτόπιαι αρχαί έκλεισαν την εκεί Ελληνικήν εκκλησίαν μολονότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού αποτελούνται υπό ομογενών, οίτινες ήδη αναγκάζονται να εκκλησιάζονται εις μικρόν παρεκλήσιον….»
Δ. ΚΑΚΑΒΟΣ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ-«Την παραμονή της εορτής της Παναγίας (14/8/1904) σχισματικοί της Λιγκοβάνης επιχείρησαν να καταλάβωσι την ημετέραν εκκλησίαν, ημέτεροι αντέστησαν, τη παρεμβάσει δε των στρατιωτών οι κίνδυνος απεσοβήθη…»