Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ

Μετά την κατάληψη του υψώματος 605 (Καρατζάκιοϊ)  η επόμενη αμυντική γραμμή των Βουλγάρων βρίσκονταν μέσα στο χωριό Λιγκοβάνη.  Στις 10 το πρωί της 20ης Ιουνίου 1913 πλησιάζουν οι εύζωνες την νότια πλευρά του χωριού μας και έρχονται σε επαφή με τον εχθρό, ο οποίος αμύνεται γενναία και προσπαθεί να συγκρατηθεί μέσα στο χωριό, ενώ δύο πυροβόλα βάλλουν πεισματωδώς κατά της δημοσίας οδού η οποία έχει επισημανθεί και οδηγεί στο χωριό.

Ο Βελισσαρίου.
        Διατάσσεται του τάγμα του Βελισσαρίου όπως επιτεθεί από αριστερά κατά του εχθρού που κατέχει το χωριό, το δε 8ο τάγμα υπό τον λοχαγό Χριστοφόρου, που αναπληρώνει τον Ιατρίδη να επιτεθεί κατά μέτωπο. 
Σαν τα λυσσασμένα σκυλιά που τρέχουν με κλειστά τα μάτια χωρίς να ακούν ούτε φωνές, ούτε φοβέρες, έτσι και το τάγμα ευζώνων, έπειτα από λίγη ώρα, λυσσασμένο και φρενιασμένο, με αφρούς στο στόμα και με φωτιές στα μάτια, όρμησε στο ανέβασμα. 
Οι Βούλγαροι  κατέστρεψαν τη γέφυρα.
Άρχισαν να σκαρφαλώνουν σαν τραγιά.  Ξεκίνησαν από τη γέφυρα και, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, αλλά πάντα κοντά το ένα με το άλλο, πηδούσαν τους βράχους σαν ζαρκάδια ελαφρά και ατίθασα.  Ο λόφος κάθετος και ολόρθος, πήγαινε να τους πλακώσει.  Οι μύτες των πετρών τους ξέσχιζαν τις αρβύλες και τα δάκτυλα.  Αλλά πίσω, ακούραστη και δυνατή ακουγόταν η ενθαρρυντική φωνή του διοικητή: «Εμπρός!...Εμπρός!»  Με τις κοντές των χακιών φεσιών φούντες σηκωμένες εναέρια, με τις πατούσες των ποδιών βγάζοντας φωτιές, με το κορμί σαν βούρλο λυγιζόμενο, με τα τουφέκια σαν ξηροκάλαμα στα χέρια, οι εύζωνες, ανθηροί και ωραίοι, πηδούσαν προφυλαγμένα και ανέβαιναν σύντονα και γρήγορα.
Οι Βούλγαροι τους υποδέχθηκαν με ζωηρότατο τουφεκιοβολισμό.  Οι κομιτατζήδες του Βουλγαρικού στρατού όρμησαν ακάθεκτοι.  Τρομακτικά τους ευνοούσε η θέση.  Θα μπορούσαν, αν είχαν άλλον αντίπαλο, να τον τρέψουν σε φυγή και να τον τσακίσουν μόνο με πέτρες.   Οι εύζωνες, απαθείς και μη πυροβολούντες, εξακολούθησαν αδιάλειπτα το έργο της ανάβασης.  Ο Βελισσαρίου με το σπαθί στο χέρι και πηδώντας από το ένα σημείο στο άλλο, κέντριζε τα παλικάρια του.  «Αϊντε, παιδιά μου!.... Εμπρός!... Προχωρείτε!... Σε λίγο θα σκάσουν οι παλιοαρκούδες!...».  Οι εύζωνες, υπερήφανοι για τον αρχηγό τους και φοβισμένοι για την τύχη του αντάλλασαν από καιρού εις καιρόν μεταξύ τους:  «Άη ουρέ … θα του σκοτώσουν του σ’ κλί.  Δεν φλάγεται ντίπ…»
Οι Βούλγαροι αμύνονταν με πείσμα.  Τους αποθράσυνε το ύψος και το απόκρημνο του λόφου.  Όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία για τους εύζωνες, οι οποίοι αφήνουν τους χτυπημένους και προχωρούν να εκδικηθούν το αίμα τους.  Όταν η απόσταση που χωρίζει τους δύο αντιπάλους παύει να είναι μεγάλη οι κομιτατζήδες χρησιμοποιούν τη βόμβα. 
Τίποτε δεν είναι δυνατό να συγκρατήσει τη λύσσα τους.  Τώρα που βλέπουν να ξαπλώνονται νεκροί και τραυματίες και την καιόμενη Λιγκοβάνη, καταλαμβάνονται από ένα είδος βαθύτατου μίσους και αισθάνονται να αναταράσσεται η ψυχή  τους από το αίσθημα της εκδίκησης.  Δεν τους χωρίζουν παρά τριακόσια μέτρα από τον εχθρό. Οι Βούλγαροι χάνουν πλέον το θάρρος τους, αφήνουν σωρούς ολόκληρους βομβών, αφήνουν και τα κανόνια και φεύγουν.  Η πλατεία του χωριού κατελήφθη.
Η ερειπωμένη Λιγκοβάνη.
Μείνανε συλλογισμένοι για λίγο αλλά τ’ αυτιά τους  άρχισαν πάλι να πληγώνουν οι κρότοι των πυροβόλων που γέμιζαν τον αέρα της πλαγιάς, ενώ, τα μάτια τους θόλωνε βαθύ σκοτάδι και όταν η ατμόσφαιρα ξεδιάλυνε αντίκρυσαν το χωριό κατάμαυρο και γκρεμισμένο.  Από πάνω τα κοράκια έκρωζαν, χαμήλωναν, και πάλι έκρωζαν.  Ο δρόμος που οδηγούσε από το Μπογδάνα στα πρώτα σπίτια από το αδιάκοπο πέρασμα στρατού, κανονιών, μεταγωγικών, είχε ζυμωθεί.  Μερικά γαϊδουράκια και ένα μοσχαράκι είχαν κολλήσει στην άκρη του σαστισμένα, νηστικά και απελπισμένα, περίμεναν το τέλος τους.
Οι στρατιώτες μετά την απελευθέρωση της Λιγκοβάνης.
Κότες και άλλα ζωντανά έτρεχαν εδώ κι’ εκεί σαν παραζαλισμένα και από μακριά ακουγόταν το πένθιμο ούρλιασμα ενός σκύλου.  Ο ανθυπασπιστής Ηλιόπουλος, ένα ψηλό μελαχρινό παλικάρι καμιά εικοσαριά χρόνων, περνούσε προσεκτικά τα δρομάκια ψάχνοντας μήπως είχαν μείνει πουθενά Βούλγαροι για να καθαρίσει το χωριό. 
Στη μικρή ρεματιά που στην κορυφή της βρίσκεται του «Πέτρου» το πηγάδι ήταν κρυμμένοι 210 Βούλγαροι  με τον Λοχαγό τους. Ο ανθυπασπιστής Ηλιόπουλος του λόχου Παλαιοδημοπούλου με τη διμοιρία του που δεν αριθμούσε ούτε καν 40 άνδρες αιχμαλώτισε ολόκληρο το Βουλγαρικό λόχο 210 ανδρών μαζί με το λοχαγό του.
Βούλγαροι που συλαμβάνονται αιχμάλωτοι μέσα στο χωριό.
Άλλες ομάδες Βουλγάρων καταδιωκόμενες πέφτουν στα χέρια των δικών μας και αιχμαλωτίζονται.  Για να συγκεντρωθούν όλοι οι αιχμάλωτοι στο ίδιο σημείο, ένας από τους αιχμαλώτους ανέρχεται σε ένα ύψωμα στην πλατεία του χωριού και καλεί τους ομοφύλους του στη γλώσσα τους: «ελάτε εδώ είμαστε και άλλοι» και έτσι συρρέουν στο σημείο οι διάσπαρτοι μέσα στο χωριό «γενναίοι» στρατιώτες του Φερδινάρδου.

Οι Βούλγαροι που συνελήφθησαν εντός του χωριού.
Οι Βούλγαροι οδηγούνται ενώπιον του Διοικητού του Συντάγματος ο οποίος τους βεβαιώνει ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε.  Αλλά ο Βελισσαρίου δεν αρκείται σ’ αυτό. Διατάσσει έναν εύζωνα που γνωρίζει τη βουλγαρική και τους λέγει: «Μη φοβάστε τίποτε, διότι εμείς είμαστε Έλληνες δεν είμαστε άγριοι και βάρβαροι, δεν είμαστε Βούλγαροι. Εφόσον έχετε τα όπλα στα χέρια είμαστε εχθροί, όταν όμως τ’ αφήνετε είμαστε φίλοι..  Οι Βούλγαροι ενθουσιάστηκαν και αποκαλύφτηκαν όλοι φωνάζοντας: «ούρρα».  Διαμαρτύρονταν δε κατά του Δάνεφ και του βασιλιά τους Φερδινάρδου, ευχόμενοι να πάνε στη Σόφια να κρεμάσουν και τους δύο».
Καταμέτρηση των Βούλγαρων αιχμαλώτων εντός του χωριού.
Χωρίς αμφιβολία από τα λαμπρότερα τρόπαια στη φάση αυτή του αγώνα ήταν η κατάληψη της Λιγκοβάνης.  Η Λιγκοβάνη που τη μέτρησαν οι στρατιώτες σπιθαμή προς σπιθαμή, που για κάθε χαράδρα της έγινε και επίθεση μέχρι να φτάσει ο στρατός μας στις παρυφές του «Πράσινου Λόφου».   Η Λιγκοβάνη της ζέστης, της δίψας και της απελπισίας.  Όλη αυτή την πλαγιά του Βερτίσκου την ερεύνησαν και τη μέτρησαν με τις πλάτες οι στρατιώτες, την έκαμαν οικεία, σημείωσαν μέρη ιερά όπου άφησαν συντρόφους που δεν θα επέστρεφαν πλέον στην Πατρίδα.
Η Λιγκοβάνη καιόμενη.
Όλη αυτή η λουλουδοσκέπαστη πλαγιά του Βερτίσκου με τα γραφικά κορφοβούνια και την πλούσια βλάστηση μεταβλήθηκε τώρα σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο όπου, χιλιάδες κουφάρια κείτονταν άταφα, θύματα της Βουλγαρικής θηριωδίας, έβαφαν κόκκινα το κρυστάλλινα νερά του Μπογδάνα και περίμεναν τις οπισθοφυλακές που  δακρυσμένες αλλά νικηφόρες έφταναν.
Μεταφορά των τραυματιών της μάχης της Λιγκόβάνης.
Στάχτη και κουρνιαχτός απομείναν από τα σπαρτά, αγριόλυκοι πέσανε στις στάνες, τα κοπάδια αφανίστηκαν, δεν ακούγονταν πια τα χαρωπά βελάσματα των αρνιών ούτε τα γλυκόηχα κουδουνίσματα των κατσικιών που ευλύγιστα πηδούσανε και ανάλαφρα σκαρφαλώνανε στους φυλλόκορφους λόγγους και τα δασιά ρουμάνια για να μασήσουν λίγα πουρναφόφυλλα.  Ούτε οι αχοί του σουραυλιού πού έπαιζε ο βοσκός κάτω από τις λεύκες που άλλοτε παθητικοί και ρεμβώδεις διαλαλούσανε τον πόνο του για την αναγκαστική δουλεία και άλλοτε γλυκόστροφοι και χαρούμενοι την ελπίδα της επερχόμενης λευτεριάς.
Ενταφιασμός των νεκρών της μάχης της Λιγκοβάνης.
Ερημώθηκε ο επίγειος παράδεισος που εκτεινόταν σ’ όλο το πλάτος  από το Βαρδάρη ίσαμε το Στρυμόνα.           Το «περιβόλι» αυτό της Μακεδονίας όπως το είχανε ονομάσει, το αποξηράνανε. Πού είναι η αγγελόμορφη Μπέροβα, πού η μυρωμένη Βισσώκα, πού η κατάφυτη Λιγκοβάνη που σαν ηδύπαθη Σουλτάνα ξαπλωνόταν πλάι στο Μπογδάνα;  Δεν αντιλαλούνε τώρα τα εύθυμα τραγούδια των Μπεροβνών, ούτε ακούγονται οι χαρούμενοι αχοί των Λιγκοβανιώτικων οργάνων που στα εορτινά πανηγύρια τους τραγουδούσαν την ομορφιά και εξυμνούσαν τον ηρωισμό.
Τα τερατουργήματα του Νέρωνα, οι κτηνωδίες του Καλλιγούλα, οι θηριωδίες και τα ανοσιουργήματα των ορδών του Αττίλα, ωχριούν προ των κατορθωμάτων των αδίστακτων αυτών τεράτων που σε στιγμή κατάρας τους εξέρασε ο Άδης.
Παρέσυρε στο διάβα της η αγριότητα τα αργυρένια γέλια των Λιγκοβανιώτικων παρθένων που έμοιαζαν σαν τα γλυκόηχα κελαρύσματα των Μπογδανικών παραποτάμων:
Παντού είναι απλωμένος ο θρήνος.
Το μοιρολόι μπήκε στον παράδεισο.
Και αυτός ο αέρας που σιγοξεγλιστρούσε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, φαινόταν σαν να σιγόψελνε τις λυπητερές επιτάφιες προσευχές.  Ούτε ο ουρανός γελούσε όπως πριν.  Στεκόταν σκυθρωπός και δάκρυα έτρεχαν από τα ολογάλανα μάτια του ενώ πυροβολούσε με το καυστικό του λιοπύρι.  Και ο παράδεισος μεταβλήθηκε σε μια κόλαση που μόνο ένας Δάντης μπορούσε να πλησιάσει.  Και το χαρούμενο περιβόλι  έγινε το πιο σκυθρωπό νεκροκοιμητήριο.

Οι άμοιροι Λιγκοβανιώτες.
Πάνω σ’ αυτό καθισμένα τα θύματα της Βουλγαρικής θηριωδίας κλαίγανε και κλαίγανε.  Και οι θρήνοι τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα, και οι οιμωγές τους έφταναν ψηλά όπου πανίσχυρος καθόταν  Εκείνος και οι ολοφυρμοί τους έφταναν ως τα πέρατα του κόσμου και τα μοιρολόγια τους συγκινούσαν τα δέντρα, τους βράχους και τα βουνά που άφωνα σιγοκλαίγανε.
Αγρίμια και καλιακούδες περάσανε. Όρνια και κοράκια διαβήκανε.  Και τις γλυκόφθογγες στροφές του αηδονιού λυπητεροί αντικαταστήσανε οι τόνοι του Γκιώνη του νεκροψάλτη της δυστυχίας, ο οποίος καθισμένος πάνω στα άμορφα ερείπια έκρωζε-έκρωζε απαίσια φρικτός της καταστροφής εξάγγελος.
Και βλέποντας το λυπητερό αυτό θέαμα, δάκρυζε ο ψυχόπονος ουρανός και τα δάκρυα του αφού πρώτα αυλακώνανε τα γαλανά του μάτια έπεφταν αργά-αργά στη γη και θυμώνανε και σκυθρωπιάζανε και απειλούσαν με τα μελανιασμένα σύννεφά του…. Και έβγαλε έπειτα τον ήλιο, το μικρό του γιό που τόσο αγαπάει ώστε ολημερίς τον έχει αγκαλιασμένο και τον φιλάει και κατακεραύνωσε με τις φωτομεστές ακτίνες του, σαν να ήθελε να σβήσει τη φωτιά που ανάψανε τα παράνομα αποξεράσματά του.
Κάποια στριγκή θεομηνία ρήμαξε τη Λιγκοβάνη που, άλλοτε ολόφωτη και γεμάτη ελληνική ανθάδα και νεότητα έσφιζε. Τώρα κείτονταν ρημαγμένη.  Η γενιά του Κρούμου, οι ορδές του Αίμου, το λυσσασμένο ξέρασμα των αγρίων τυράννων περάσανε από δω σκορπίζοντας την καταστροφή και τη μαυρίλα.  Όπου περάσανε σίφουνας και κατάρα, φωτιά και σίδερο.  Και οι γυναίκες όσες προλάβανε σέρνοντας πίσω τους  κουτσούβελα και με φούστες ξεσχισμένες με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους έβρισκαν καταφύγιο στις στρατιωτικές οπισθοφυλακές μας.
Κλαίει ο Βερτίσκος και οι λόγγοι βαριαναστενάζουν.  Μαύροι καπνοί και φλόγες ανέβηκαν ψηλά και σπίθες σκόρπισαν στο κενό σαν ταχείς αγγελιοφόροι να αναγγείλουν στα πέρατα του κόσμου τη φρικώδη ανθρωποθυσία που έγινε στη Λιγκοβάνη.  Θρήνοι, κραυγές και στεναγμοί απελπισίας αποτέλεσαν το θλιβερό σάλπισμα που θα κεντρίσει τη βάρβαρη συνείδηση των υπευθύνων της μεγάλης αυτής τραγωδίας, που θα θλίψει την ψυχή όσων πονούν, όσων δοκίμασαν της σκλαβιάς το μαρτύριο και αισθάνθηκαν της τυραννικής επιβολής τις συνέπειες.
Πολλοί, όχι ένας, μάρτυρες γονάτισαν μπροστά στον Πλάστη τους, άφησαν την τελευταία τους προσευχή και υπέκυψαν στην όρεξη των ανθρωπόμορφων τεράτων, ειδεχθών δημίων, που είναι θαύμα πώς ακόμη δε σκίστηκε η γη να τους ρουφήξει!
Η Λιγκοβάνη κάηκε!
Αθώες παρθένες, η Πασχαλίνα Αγγελιάτσου, η Μαγδαληνή Χαϊντά και η Πασχαλίνα Δανιηλίδου με ξέπλεκα μαλλιά απέλπιδες και αλαλάζουσες οδηγήθηκαν στην ατίμωση και στο θάνατο!
Και το αρχηγείο λάμβανε την αναφορά ……
«Διαταγή της Α.Μ. του Βασιλέως αναφέρω ότι οι Βούλγαροι εγκαταλείποντες το χωρίον Λιγκοβάνη έσφαξαν γυναίκας Ελληνίδας εκ των κατοίκων Λιγκοβάνης».
Αλλά και οι φιλόστοργες μητέρες με τ’ αγγελόμορφα πλάσματα στην αγκαλιά, πατέρες με άσπρη κόμη πολυβασανισμένοι, λεβέντες, καμαρωτοί, γεμάτοι ζωή και δράση, με το χαμόγελο της οδύνης στα χείλη μέσα από τους φιλόξενους λάκκους ζητούσαν βοήθεια.
Η Λιγκοβάνη κάηκε!
Τέφρα και μόνο τέφρα κάλυψε τα πάντα. Μόνο ερείπια αποτέλεσαν την απαίσια εικόνα η οποία πρέπει να συγκινήσει τους σύγχρονους Λιγκοβανιώτες να δοξάσουν την Ματωμένη ιστορία του πυρπολυθέντος χωριού τους.
Ούτε ο τύπος έμεινε ασυγκίνητος μπρος τη μεγάλη καταστροφή αλλά έγραφε:
«…..ο βουλγαρικός στρατός ελεηλάτησε και επυρπόλησε το χωριό Λυγκοβάνη βορείως του Λαγκαδά….. κατακρεούργησαν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες, εβίασαν παρθένους κ.λ.π.».

Η Λιγκοβάνη απελευθερώθηκε στις 20 Ιουνίου 1913.

Το τηλεγράφημα με το οποίο ο επιτελάρχης Δούσμανης ενημερώνει τον Βενιζέλο για την απελευθέρωση της Λιγκοβάνης και του Λαχανά.
Επιτέλους!  Η Λευτεριά έστησε το δικό της δοξαστικό χορό στο χωριό μας:  Ήταν μια γιορτή σώματος και ψυχής για τους απλούς χωρικούς, που ένιωθαν επιτέλους ελεύθεροι ύστερα από μια βαριά κι αιματηρή σκλαβιά. Οι πινακίδες των καταστημάτων ξαναγράφηκαν στα ελληνικά, ο Άγιος Γεώργιος ξανάρχισε τη θεία λειτουργία στην ελληνική γλώσσα και το σχολείο άρχισε να λειτουργεί.
Γλυκοχαράξε
Η ομορφιά βασίλεψε στη δημιουργία και η φύση όλη λές και ξύπνησε με ωραία ρούχα, πανηγύριζε, σαν να γιόρταζε την Ανάστασή της.
Ένας πυρσός πασχαλινός καταύγασε το μενεξεδένιο βουνό προς τη Λιγκοβάνη και μετά από λίγο ανέβαινε μεγαλοπρεπής και υπερήφανος ο ήλιος και σκορπούσε τώρα και αυτός τη δέσμη των ακτίνων του πάνω στο φωτοστέφανο της Ελληνικής δόξας, ενώ ταυτόχρονα σ΄ όλο το μέτωπο της παράταξής μας χαιρετούσαν τη Μεγάλη Εθνική Πανήγυρι.  

Όλα αυτά τα θύματα της Βουλγαρικής θηριωδίας περιμένουν από μας τους νεότερους Λιγκοβανιώτες δακρυσμένοι με τη συμπλήρωση των 100 χρόνων της απελευθέρωσης του χωριού μας να τους αποδώσουμε τον φόρο της τιμής που τους αξίζει.

Ο Ελληνικός στρατός προελαύνων για την κατάκτηση του "πράσινου λόφου".

Οι Βούλγαροι καταδιωκόμενοι εγκαταλείπουν τη Λιγκοβάνη.

Οι Βούλγαροι επί των υψωμάτων.






Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Εν Νικοπόλει τη ……….1965

Μαρία η Χατζάβα

Στη δυτική πλευρά του Βερτίσκου, ανάμεσα σε ρυάκια σαν φίδια, στέκει δασοσκεπής και λουλουδοσκέπαστη η μικρή Νικόπολη. Τα τελευταία χρόνια ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι, διαμορφώθηκαν οι πλατείες, κτίστηκε ο μεγαλοπρεπής ναός και εξωραΐστηκε το θέρετρο του Αη Γιώργη.  Αυτή η Νικόπολη, η γεμάτη γοητεία, αποτελεί πόλο έλξης για τον κάθε επισκέπτη.
Εκείνοι που θα καταφέρουν παρά την επιβολή νέων, πολυάσχολων και απροσανατόλιστων απαιτήσεων καλά θα κάνουν να πραγματοποιούν πού και πού ένα ταξίδι στο χωριό τους, για να μαγευτούν τα μάτια, να εξαγνιστεί η ψυχή και να σκιρτήσει η καρδιά τους απ’ τις ξαναγεννημένες θύμησες στις γαλήνιες ερημιές.
Να σταθούν στην κορφούλα του Αη Γιώργη και να αγναντεύσουν τις πυκνές φυλλωσιές των πεύκων, να ακούσουν τα αηδόνια να τραγουδούν την αναμονή και την ανεκπλήρωτη προσδοκία.  Ακόμη και τα ταφεία της είναι παραδείσιο τοπίο προικισμένο από την φύση.
Στην Νικόπολη ζούσαν η γριά Μάρω και ο μπαρμπα-Μιχάλης, χωρίς απογόνους, εγκλωβισμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας τα οποία ξεπερνούσαν τις περισσότερες φορές με τσακωμούς και σπάνια μονιασμένοι.
Από τότε που έστησαν το κατάλυμά τους στην Νικόπολη την οικονομική διαχείριση του σπιτιού την είχε η κυρά-Μάρω Χατζάβα.  Μέσα  στο σπίτι τους επικρατούσε αμήχανη σιωπή.  Ο μπαρμά-Μιχάλης το είχε πάρει απόφαση πως η κατάθλιψη και η αθλιότητα θα ήταν σύντροφοί του από δω και μπρος.  Στεκόταν ώρες πολλές στο παράθυρο και κοίταζε την ήσυχη αυλή.
Ενώ η Χατζάβα, στην παραμικρή συνομιλία που ακουγόταν από την κατεύθυνση του δρόμου, σηκωνόταν ξαφνικά και άλλαζε με πυρετώδεις κινήσεις τα ρούχα της υποσχόμενη ότι θα επέστρεφε σε μισή ώρα, τακτοποιούσε τη φούστα, διόρθωνε λίγο τα μαλλιά της, φορούσε τα στραβοπατημένα παπούτσια της από τα οποία εξείχαν οι τρύπιες κάλτσες και χωρίς να κοιτάξει στον καθρέφτη έβγαινε στο δρόμο βιαστικά, σαν να φοβόταν μήπως χάσει τίποτε.
Ο μπάρμπα-Μιχάλης στεκόταν ακίνητος με το κεφάλι του σκυμμένο και τους ώμους του πεσμένους. Καθόταν πότε στο παράθυρο πότε στους θάμνους δίπλα στον φράκτη του μπαξέ και σκεφτόταν τι εκπληκτικά πράγματα συμβαίνουν εκεί μέσα.  Η μάχη με τα χρώματα δεν είχε τελειώσει ακόμη στον ουρανό, κάποιες χρυσές ακτίνες από τον ανατολικό ορίζοντα εκτείνονταν προς τα πάνω.  Είχε παγιδευτεί αβοήθητος στη μέση της οργής του. Και ξαφνικά όταν επέστρεφε η Χατζάβα μετά από ώρες και τον φώναζε χαμηλόφωνα να του ανοίξει την αυλόπορτα, έβγαινε από την θλίψη του, σα να ανάνηπτε, σαν να ξανάπαιρνε δυνάμεις.
Πίσω από το παραπέτασμα της ηρεμίας όμως εξέπεμπε μια συγκρατημένη, μα πολύ σοβαρή προειδοποίηση.  Σκεφτόταν να σηκώσει το χέρι του σχεδόν με οργή, και πάλι σώπαινε. Το κεφάλι του ήταν γερτό. Σαν να υποχωρούσε από το τρομερό βάρος του όρου. Σε λίγο όμως η Χατζάβα ανακτούσε το πλεονέκτημα της έδρας.
Τον έλουζε με κάθε είδους χυδαία βλαστημία που μπορούσε να σκεφτεί.  Τον απειλούσε ακόμη και με το δεκανίκι. Αλλά χειρότερη και από βρισιά ήταν η επίκληση της ομορφιάς του πρώτου άντρα της.  Δεν παρέλειπε ακόμη να τον αποκαλεί βλάκα και χειρότερο μπουνταλά.  Γι’ αυτό πολλές φορές του πέρασε από το μυαλό να της ανοίξει το κεφάλι με μια μεγάλη στάμνα που βρίσκονταν στο τραπέζι της αυλής.
Τα λόγια της έβγαιναν γρήγορα κι υπήρχαν ανάμεσά τους τόσες βλαστήμιες που, αν τις άκουγε κανείς, θα νόμιζε πως ήταν εξοργισμένη και καυγάδιζε μαζί του με μανία.  Αλλά κάθε άλλο.  Καμιά βρισιά δεν έπρεπε κανείς να την πάρει στα σοβαρά, γιατί καμιά από τις λέξεις δεν χρησιμοποιούσε με την κυριολεκτική της έννοια.  Ο τρόπος έκφρασής της όμως της είχε ανάγκη, όπως το κέντημα πάνω στα ρούχα που είναι μόνο για στόλισμα. Οι διαφορές τους όλο και πλαταίνανε και φαίνονταν σαν την άβυσσο που ανοίγεται μπροστά σου σ’ ένα εφιαλτικό όνειρο και δεν μπορείς να την πηδήξεις.  Ήταν κρίμα, σκεφτόταν ο μπάρμπα-Μιχάλης, γιατί οι συνεχείς προστριβές τους είχαν μια πολύ απλή αιτία – εκείνη ήταν φιλόδοξη εκείνος καθόλου.
Ανεξάρτητα από τους σκυφτούς ώμους και τα τσιμπλιάρικα μάτια ο κυρ-Μιχάλης είχε εκείνο το εκπληκτικά υπερήφανο πνεύμα, που χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τους σοφούς    ανθρώπους.
Κι όταν βρισκόταν στο κατάμεστο καφενείο από τους μόνιμους θαμώνες εξιστορούσε εκπληκτικές ιστορίες.  Πίσω από την απαλή φωνή του κρυβόταν ένα κοφτερό μυαλό και ένας ακέραιος χαρακτήρας.
Απότομα όμως το αλαβάστρινο δέρμα του άρχισε να  παίρνει μια χλωμή απόχρωση.  Το χέρι του ζητούσε ένα στήριγμα αλλά δεν το έβρισκε πουθενά.  Έμενε ασάλευτος στο πλάι του κρεβατιού, σχεδόν τρομαγμένος. 
Πίστεψε ότι αυτή η αταίριαστη παθιασμένη σχέση δεν θα του έφερνε τίποτε καλό.  Τώρα πια ήταν πολύ αργά και όλα για όσα αγωνίστηκε μια ζωή, πάνε χαμένα.  Τότε ήταν η πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης, που άκουσε από τα χείλη της κυρά-Μάρως ένα ανώδυνο επικριτικό σχόλιο.  Έβγαλε το κεφάλι και τους ώμους από το παράθυρο και ήθελε να φωνάξει για να ακουστεί καλύτερα.  Όμως πάλι μετάνιωσε, δεν το θεώρησε ευπρεπές.  Έφτανε ένα μόνο στραβοπάτημα για να αποσπάσει το βλέμμα από τα κακόβουλα μάτια της κυρά-Μάρως και να ακούσει τα εξ’ αμάξης.
Έβλεπε ότι το πεπρωμένο είχε αποφασίσει, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου με τα χέρια πάνω στη κοιλιά του έτρεμε από έξαψη.  Ξαφνικά το μυαλό του πέταξε στη γλυκιά του μάνα.  Πέταξε τόσο γρήγορα όσο μπορεί να πετάξει ένας Νικοπολίτης αετός στην ασφάλεια της φωλιάς του.  Μόνο εκεί η καρδιά του ήταν πραγματικά ασφαλής.  Ωστόσο η τρυφερή αφοσίωσή στη Μάρω τη Χατζάβα ήταν μια πικρή αυταπάτη, μια σκληρή εξαπάτηση από μέρους της ίδιας της αγαπημένης του.
Η υγεία του μπάρμπα-Μιχάλη εξακολουθούσε να χειροτερεύει. Το περασμένο βράδυ είχε χάσει την επαφή του με το περιβάλλον.  Σήμερα το πρωί η κατήφεια ήταν ακόμα πιο έντονη, γιατί η είδηση ότι ο μπαρμπα-Μιχάλης πήγε να συναντήσει τον δημιουργό του είχε πέσει σαν κεραυνός στα κεφάλια των Νικοπολιτών.  Κείτονταν άσπρος σαν φάντασμα κι αδύναμος σαν κλαρί κάτω από τα σκεπάσματα.
Τοποθέτησαν τον άτυχο μπάρμπα-Μιχάλη σε ένα απλό φέρετρο στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού και τις επόμενες ώρες πέρασαν από εκεί όλοι οι χωριανοί για να τον αποχαιρετήσουν.  Η κυρά-Μαρία καθισμένη δίπλα στο φέρετρο έβλεπε μέσα από την αραχνοΰφαντη κουρτίνα το καμπαναριό του Αη Γιώργη και αναλογιζόταν γιατί, μ’ όλο που δεν αγάπησε ποτέ πραγματικά τον μακαρίτη, ήξερε ότι δεν ήταν πλέον η σάρκα και το αίμα του.
Μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, όπου πολλές φορές εκτός από τη γενική μπόχα προστίθετο και η χαρακτηριστική  δυσοσμία, τώρα επικρατούσαν διάφορα αρώματα που  εξέπεμπαν τα αγριολούλουδα που στόλιζαν το σκήνωμα του μπαρμπα-Μιχάλη.  Ενώ εκείνος κείτονταν ανίσχυρος, στο φέρετρο η απελπισία που καταλάμβανε την κυρά-Μάρω ώρα την ώρα μεγάλωνε.
Πάντοτε πίστευε η κυρά-Μάρω πως ήταν αρκετά γενναία.  Όχι, κανένας ήρωας, αλλά μια γυναίκα που μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής, που αρνιόταν να ζει μέσα στο φόβο για το μέλλον, για το άγνωστο, ή να τρέμει όσες ήταν διαφορετικές από εκείνη.  Αλλά από τη μέρα που ο μπάρμπα-Μιχάλης εγκατέλειψε τον άδικο τούτο κόσμο, αδύναμος κι εξαντλημένος από την αρρώστια του, έπιανε τον εαυτό της να παραλύει από φόβο.
Ερχόταν λοιπόν στον τάφο και παρέμενε μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας για να ξανασμίξει μαζί του, να τον αγκαλιάσει, να πέσει στα πόδια του και να προσπαθήσει να του εξηγήσει, αλλά εκείνος αρνούνταν να της απαντήσει.
Και τότε χωρίς να το πολυσκεφτεί αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια αποκοτιά κόντρα στα προσχήματα.  Ήθελε μετά θάνατο να υποταχθεί στο θέλημά του και να το δείξει σ’ όλο το χωριό.  Τοποθέτησε λοιπόν τον σταυρό στον τάφο του κυρ-Μιχάλη και στο κέντρο του δύο φωτογραφίες.  Τη δική της και του Μιχαλάκη.
Ήλπιζε ότι έτσι θα ήταν ευτυχισμένη.  Θα την τύλιγε ο μανδύας της αγάπης του Μιχαλάκη.  Πίστευε ότι θα χαροποιούσε τον Μιχαλάκη. 
Όταν όμως το μικρό σπιτάκι βυθιζόταν στο σκοτάδι, τριγύριζε να δει αν είναι καλά κλειστές οι πόρτες και τα παράθυρα.  Έκανε μόνη της τον γύρο του σπιτιού με το καντήλι στο χέρι για να διώχνει τους δαίμονες που τριγύριζαν στα σκοτάδια.  Το φως όμως της έδινε ελάχιστη παρηγοριά, μόνο τη σκιά της μάκραινε και την έκανε να νομίζει πως κάποιος ψιθυρίζει στις σκοτεινές γωνίες και πίσω από τις πόρτες που έτριζαν.
Απελπίσθηκε, πώς θα ζούσε;  Τόσο τρομερό ήταν το σκοτάδι και η μαυρίλα, ένιωθε αδύναμη σαν μωρό.  Κορωνίδα όλων αυτών όμως ήταν τα κουτσομπολιά, τόσο ενοχλητικά ήταν.  Δεν μπορούσε όμως να τα απαγορεύσει, ήλπιζε να πάρει τους χωριανούς με το μέρος της, αλλά δεν τα κατάφερνε.  Κι έμεινε μόνη αβοήθητη, με εξασθενημένο κορμί, πολύ κακή διάθεση και ένα παρατσούκλι.
Η καρδιά της ήταν βαριά σαν πέτρα.  Ποιος εκδικητικός ξεπληρώνει με τέτοια ανταμοιβή.  Και τότε άλλαξε η πορεία της ζωής της,  το μικρό ρυάκι έγινε χείμαρρος που χάραξε μια καινούργια, επικίνδυνη δική του πορεία.  Πήγε στον καθρέφτη και είδε πόσο οικτρή είχε καταντήσει. Ήταν παγιδευμένη και ενοχοποιούνταν μόνη της.  Καμιά παρηγοριά στον πανάθλιο εγκλεισμό στο μικρό σπιτάκι της.  Η μοίρα της αποδείχθηκε απίστευτος εφιάλτης.
 Η ηλικιωμένη κυρά-Μάρω πιασμένη από τα αρθριτικά μέλη, είχε κατορθώσει να αντλήσει από τα κατάβαθα της ρημαγμένης της ψυχής κάποια τελευταία υπολείμματα δύναμης και πήγαινε να κοιτάξει κάτω από το παράθυρο. Στάθηκε και κοίταξε με ενδιαφέρον, αλλά δεν τόλμησε να απλώσει το χέρι και να χαϊδέψει την ανθοστόλιστη ροδιά, έμεινε ακίνητη σιωπηλή.
Η κυρά-Μάρω σε λίγες μέρες πέθανε θαρραλέα για να χωθεί στην αγκαλιά του Μιχαλάκη.