Μαρία η Χατζάβα
Στη δυτική πλευρά του Βερτίσκου, ανάμεσα σε ρυάκια σαν φίδια, στέκει δασοσκεπής και λουλουδοσκέπαστη η μικρή Νικόπολη. Τα τελευταία χρόνια ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι, διαμορφώθηκαν οι πλατείες, κτίστηκε ο μεγαλοπρεπής ναός και εξωραΐστηκε το θέρετρο του Αη Γιώργη. Αυτή η Νικόπολη, η γεμάτη γοητεία, αποτελεί πόλο έλξης για τον κάθε επισκέπτη.
Εκείνοι που θα καταφέρουν παρά την επιβολή νέων, πολυάσχολων και απροσανατόλιστων απαιτήσεων καλά θα κάνουν να πραγματοποιούν πού και πού ένα ταξίδι στο χωριό τους, για να μαγευτούν τα μάτια, να εξαγνιστεί η ψυχή και να σκιρτήσει η καρδιά τους απ’ τις ξαναγεννημένες θύμησες στις γαλήνιες ερημιές.
Να σταθούν στην κορφούλα του Αη Γιώργη και να αγναντεύσουν τις πυκνές φυλλωσιές των πεύκων, να ακούσουν τα αηδόνια να τραγουδούν την αναμονή και την ανεκπλήρωτη προσδοκία. Ακόμη και τα ταφεία της είναι παραδείσιο τοπίο προικισμένο από την φύση.
Στην Νικόπολη ζούσαν η γριά Μάρω και ο μπαρμπα-Μιχάλης, χωρίς απογόνους, εγκλωβισμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας τα οποία ξεπερνούσαν τις περισσότερες φορές με τσακωμούς και σπάνια μονιασμένοι.
Από τότε που έστησαν το κατάλυμά τους στην Νικόπολη την οικονομική διαχείριση του σπιτιού την είχε η κυρά-Μάρω Χατζάβα. Μέσα στο σπίτι τους επικρατούσε αμήχανη σιωπή. Ο μπαρμά-Μιχάλης το είχε πάρει απόφαση πως η κατάθλιψη και η αθλιότητα θα ήταν σύντροφοί του από δω και μπρος. Στεκόταν ώρες πολλές στο παράθυρο και κοίταζε την ήσυχη αυλή.
Ενώ η Χατζάβα, στην παραμικρή συνομιλία που ακουγόταν από την κατεύθυνση του δρόμου, σηκωνόταν ξαφνικά και άλλαζε με πυρετώδεις κινήσεις τα ρούχα της υποσχόμενη ότι θα επέστρεφε σε μισή ώρα, τακτοποιούσε τη φούστα, διόρθωνε λίγο τα μαλλιά της, φορούσε τα στραβοπατημένα παπούτσια της από τα οποία εξείχαν οι τρύπιες κάλτσες και χωρίς να κοιτάξει στον καθρέφτη έβγαινε στο δρόμο βιαστικά, σαν να φοβόταν μήπως χάσει τίποτε.
Ο μπάρμπα-Μιχάλης στεκόταν ακίνητος με το κεφάλι του σκυμμένο και τους ώμους του πεσμένους. Καθόταν πότε στο παράθυρο πότε στους θάμνους δίπλα στον φράκτη του μπαξέ και σκεφτόταν τι εκπληκτικά πράγματα συμβαίνουν εκεί μέσα. Η μάχη με τα χρώματα δεν είχε τελειώσει ακόμη στον ουρανό, κάποιες χρυσές ακτίνες από τον ανατολικό ορίζοντα εκτείνονταν προς τα πάνω. Είχε παγιδευτεί αβοήθητος στη μέση της οργής του. Και ξαφνικά όταν επέστρεφε η Χατζάβα μετά από ώρες και τον φώναζε χαμηλόφωνα να του ανοίξει την αυλόπορτα, έβγαινε από την θλίψη του, σα να ανάνηπτε, σαν να ξανάπαιρνε δυνάμεις.
Πίσω από το παραπέτασμα της ηρεμίας όμως εξέπεμπε μια συγκρατημένη, μα πολύ σοβαρή προειδοποίηση. Σκεφτόταν να σηκώσει το χέρι του σχεδόν με οργή, και πάλι σώπαινε. Το κεφάλι του ήταν γερτό. Σαν να υποχωρούσε από το τρομερό βάρος του όρου. Σε λίγο όμως η Χατζάβα ανακτούσε το πλεονέκτημα της έδρας.
Τον έλουζε με κάθε είδους χυδαία βλαστημία που μπορούσε να σκεφτεί. Τον απειλούσε ακόμη και με το δεκανίκι. Αλλά χειρότερη και από βρισιά ήταν η επίκληση της ομορφιάς του πρώτου άντρα της. Δεν παρέλειπε ακόμη να τον αποκαλεί βλάκα και χειρότερο μπουνταλά. Γι’ αυτό πολλές φορές του πέρασε από το μυαλό να της ανοίξει το κεφάλι με μια μεγάλη στάμνα που βρίσκονταν στο τραπέζι της αυλής.
Τα λόγια της έβγαιναν γρήγορα κι υπήρχαν ανάμεσά τους τόσες βλαστήμιες που, αν τις άκουγε κανείς, θα νόμιζε πως ήταν εξοργισμένη και καυγάδιζε μαζί του με μανία. Αλλά κάθε άλλο. Καμιά βρισιά δεν έπρεπε κανείς να την πάρει στα σοβαρά, γιατί καμιά από τις λέξεις δεν χρησιμοποιούσε με την κυριολεκτική της έννοια. Ο τρόπος έκφρασής της όμως της είχε ανάγκη, όπως το κέντημα πάνω στα ρούχα που είναι μόνο για στόλισμα. Οι διαφορές τους όλο και πλαταίνανε και φαίνονταν σαν την άβυσσο που ανοίγεται μπροστά σου σ’ ένα εφιαλτικό όνειρο και δεν μπορείς να την πηδήξεις. Ήταν κρίμα, σκεφτόταν ο μπάρμπα-Μιχάλης, γιατί οι συνεχείς προστριβές τους είχαν μια πολύ απλή αιτία – εκείνη ήταν φιλόδοξη εκείνος καθόλου.
Ανεξάρτητα από τους σκυφτούς ώμους και τα τσιμπλιάρικα μάτια ο κυρ-Μιχάλης είχε εκείνο το εκπληκτικά υπερήφανο πνεύμα, που χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τους σοφούς ανθρώπους.
Κι όταν βρισκόταν στο κατάμεστο καφενείο από τους μόνιμους θαμώνες εξιστορούσε εκπληκτικές ιστορίες. Πίσω από την απαλή φωνή του κρυβόταν ένα κοφτερό μυαλό και ένας ακέραιος χαρακτήρας.
Απότομα όμως το αλαβάστρινο δέρμα του άρχισε να παίρνει μια χλωμή απόχρωση. Το χέρι του ζητούσε ένα στήριγμα αλλά δεν το έβρισκε πουθενά. Έμενε ασάλευτος στο πλάι του κρεβατιού, σχεδόν τρομαγμένος.
Πίστεψε ότι αυτή η αταίριαστη παθιασμένη σχέση δεν θα του έφερνε τίποτε καλό. Τώρα πια ήταν πολύ αργά και όλα για όσα αγωνίστηκε μια ζωή, πάνε χαμένα. Τότε ήταν η πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης, που άκουσε από τα χείλη της κυρά-Μάρως ένα ανώδυνο επικριτικό σχόλιο. Έβγαλε το κεφάλι και τους ώμους από το παράθυρο και ήθελε να φωνάξει για να ακουστεί καλύτερα. Όμως πάλι μετάνιωσε, δεν το θεώρησε ευπρεπές. Έφτανε ένα μόνο στραβοπάτημα για να αποσπάσει το βλέμμα από τα κακόβουλα μάτια της κυρά-Μάρως και να ακούσει τα εξ’ αμάξης.
Έβλεπε ότι το πεπρωμένο είχε αποφασίσει, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου με τα χέρια πάνω στη κοιλιά του έτρεμε από έξαψη. Ξαφνικά το μυαλό του πέταξε στη γλυκιά του μάνα. Πέταξε τόσο γρήγορα όσο μπορεί να πετάξει ένας Νικοπολίτης αετός στην ασφάλεια της φωλιάς του. Μόνο εκεί η καρδιά του ήταν πραγματικά ασφαλής. Ωστόσο η τρυφερή αφοσίωσή στη Μάρω τη Χατζάβα ήταν μια πικρή αυταπάτη, μια σκληρή εξαπάτηση από μέρους της ίδιας της αγαπημένης του.
Η υγεία του μπάρμπα-Μιχάλη εξακολουθούσε να χειροτερεύει. Το περασμένο βράδυ είχε χάσει την επαφή του με το περιβάλλον. Σήμερα το πρωί η κατήφεια ήταν ακόμα πιο έντονη, γιατί η είδηση ότι ο μπαρμπα-Μιχάλης πήγε να συναντήσει τον δημιουργό του είχε πέσει σαν κεραυνός στα κεφάλια των Νικοπολιτών. Κείτονταν άσπρος σαν φάντασμα κι αδύναμος σαν κλαρί κάτω από τα σκεπάσματα.
Τοποθέτησαν τον άτυχο μπάρμπα-Μιχάλη σε ένα απλό φέρετρο στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού και τις επόμενες ώρες πέρασαν από εκεί όλοι οι χωριανοί για να τον αποχαιρετήσουν. Η κυρά-Μαρία καθισμένη δίπλα στο φέρετρο έβλεπε μέσα από την αραχνοΰφαντη κουρτίνα το καμπαναριό του Αη Γιώργη και αναλογιζόταν γιατί, μ’ όλο που δεν αγάπησε ποτέ πραγματικά τον μακαρίτη, ήξερε ότι δεν ήταν πλέον η σάρκα και το αίμα του.
Μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, όπου πολλές φορές εκτός από τη γενική μπόχα προστίθετο και η χαρακτηριστική δυσοσμία, τώρα επικρατούσαν διάφορα αρώματα που εξέπεμπαν τα αγριολούλουδα που στόλιζαν το σκήνωμα του μπαρμπα-Μιχάλη. Ενώ εκείνος κείτονταν ανίσχυρος, στο φέρετρο η απελπισία που καταλάμβανε την κυρά-Μάρω ώρα την ώρα μεγάλωνε.
Πάντοτε πίστευε η κυρά-Μάρω πως ήταν αρκετά γενναία. Όχι, κανένας ήρωας, αλλά μια γυναίκα που μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής, που αρνιόταν να ζει μέσα στο φόβο για το μέλλον, για το άγνωστο, ή να τρέμει όσες ήταν διαφορετικές από εκείνη. Αλλά από τη μέρα που ο μπάρμπα-Μιχάλης εγκατέλειψε τον άδικο τούτο κόσμο, αδύναμος κι εξαντλημένος από την αρρώστια του, έπιανε τον εαυτό της να παραλύει από φόβο.
Ερχόταν λοιπόν στον τάφο και παρέμενε μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας για να ξανασμίξει μαζί του, να τον αγκαλιάσει, να πέσει στα πόδια του και να προσπαθήσει να του εξηγήσει, αλλά εκείνος αρνούνταν να της απαντήσει.
Και τότε χωρίς να το πολυσκεφτεί αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια αποκοτιά κόντρα στα προσχήματα. Ήθελε μετά θάνατο να υποταχθεί στο θέλημά του και να το δείξει σ’ όλο το χωριό. Τοποθέτησε λοιπόν τον σταυρό στον τάφο του κυρ-Μιχάλη και στο κέντρο του δύο φωτογραφίες. Τη δική της και του Μιχαλάκη.
Ήλπιζε ότι έτσι θα ήταν ευτυχισμένη. Θα την τύλιγε ο μανδύας της αγάπης του Μιχαλάκη. Πίστευε ότι θα χαροποιούσε τον Μιχαλάκη.
Όταν όμως το μικρό σπιτάκι βυθιζόταν στο σκοτάδι, τριγύριζε να δει αν είναι καλά κλειστές οι πόρτες και τα παράθυρα. Έκανε μόνη της τον γύρο του σπιτιού με το καντήλι στο χέρι για να διώχνει τους δαίμονες που τριγύριζαν στα σκοτάδια. Το φως όμως της έδινε ελάχιστη παρηγοριά, μόνο τη σκιά της μάκραινε και την έκανε να νομίζει πως κάποιος ψιθυρίζει στις σκοτεινές γωνίες και πίσω από τις πόρτες που έτριζαν.
Απελπίσθηκε, πώς θα ζούσε; Τόσο τρομερό ήταν το σκοτάδι και η μαυρίλα, ένιωθε αδύναμη σαν μωρό. Κορωνίδα όλων αυτών όμως ήταν τα κουτσομπολιά, τόσο ενοχλητικά ήταν. Δεν μπορούσε όμως να τα απαγορεύσει, ήλπιζε να πάρει τους χωριανούς με το μέρος της, αλλά δεν τα κατάφερνε. Κι έμεινε μόνη αβοήθητη, με εξασθενημένο κορμί, πολύ κακή διάθεση και ένα παρατσούκλι.
Η καρδιά της ήταν βαριά σαν πέτρα. Ποιος εκδικητικός ξεπληρώνει με τέτοια ανταμοιβή. Και τότε άλλαξε η πορεία της ζωής της, το μικρό ρυάκι έγινε χείμαρρος που χάραξε μια καινούργια, επικίνδυνη δική του πορεία. Πήγε στον καθρέφτη και είδε πόσο οικτρή είχε καταντήσει. Ήταν παγιδευμένη και ενοχοποιούνταν μόνη της. Καμιά παρηγοριά στον πανάθλιο εγκλεισμό στο μικρό σπιτάκι της. Η μοίρα της αποδείχθηκε απίστευτος εφιάλτης.
Η ηλικιωμένη κυρά-Μάρω πιασμένη από τα αρθριτικά μέλη, είχε κατορθώσει να αντλήσει από τα κατάβαθα της ρημαγμένης της ψυχής κάποια τελευταία υπολείμματα δύναμης και πήγαινε να κοιτάξει κάτω από το παράθυρο. Στάθηκε και κοίταξε με ενδιαφέρον, αλλά δεν τόλμησε να απλώσει το χέρι και να χαϊδέψει την ανθοστόλιστη ροδιά, έμεινε ακίνητη σιωπηλή.
Η κυρά-Μάρω σε λίγες μέρες πέθανε θαρραλέα για να χωθεί στην αγκαλιά του Μιχαλάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου