ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ
Η γραφική σου αρμονία δεν μου επιτρέπει να σε ξεχάσω. Κρυμμένη στην κάτασπρη πάχνη και απλωμένη στη
δασοσκεπή πλαγιά του Βερτίσκου θα σε οραματίζομαι για πάντα χαριτωμένη, φτωχή
Ξυλόπολη, σαν μια φωτεινή κουκκίδα γαλήνης.
Τόσα χρυσά δειλινά, τόσα μελιχρά
σουρουπώματα, που λαφιασμένοι κάπου περιμέναμε την επιστροφή της
γελαδαριάς, πώς να τα ξεχάσω;
Μεθυσμένος απ’ το υπερούσιο θείο όραμα της ομορφιάς να ξαπλωθώ στις
όχθες του Μπογδάνα, να συγκεντρώσω τη δύναμη της ψυχής μου και τη γλυκύτερη
προσπάθεια των καημών μου και μεθυσμένος απ’ το υπερούσιο θέαμα να ξεχειλίσω σε
ατελείωτο ύμνο, που ενισχύει κάθε στιγμή την ιδέα του Θείου.
Σε τριγυρνούν απαλοστρωμένα βουναλάκια με το τερπνό γλυκασμό που φέρνει
στην ψυχή το πράσινο της χλόης. Εδώ που
ο ανοιξιάτικος ήλιος, όταν γέρνει, αφήνει ένα σούρουπο ωχρό σαν χαριτωμένο
λιγοθύμισμα κάποιας υπερκόσμιας ηδονής.
Και όταν τ’ απαλότρεμο δείλι απλώνεται
σαν χρυσά κρόσσια από μαγικό υφάδι
ομορφιάς, λαγγεύει η ψυχή μου και ευφραίνεται.
Σαν προσευχή βαθιά και ονειρόπνευστη, που με πλημμυρίζει με το γλυκό
όνειρο θείων στιγμών, εξατμίζεται μέσα σε μια χαρμόσυνη αποθέωση χρυσαφιού ο
γαλαζωπός ατμός του δειλινού. Ανεβαίνει
απ’ το βαθυπράσινο βελούδο των λάκκων, απ’ τα ευθυτενή κορμιά των καβακιών, απ’
τα υπερήφανα κορμιά των ιτιών, απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού, απ’ το παιχνιδιάρικο
φως των ακτίνων του ήλιου.
Φως, χρώμα και σκιά ενορχηστρωμένα μέσα στη λαχτάρα των ακαθόριστων
πόθων θα μας έλκουν πάντα κοντά σου.
Τα μάτια μου μεθυσμένα από το χρώμα μιας υπερκόσμιας ώρας προστάζουν
την ψυχή μου ν’ αφιερώσει όλες τις γλυκύτερες αναπλάσεις προς το ασύλληπτο κάλλος.
Είναι Θείες πινελιές πού ’ρχονται
να ποτίσουν την ψυχή μου.
Ξυλόπολη, μ’ έχεις σκλαβώσει με τη γοητεία σου, το υπερούσιο άρωμα˙
πόσο μεθυστικά ξετυλίγεσαι γύρω μου και μέσα μου!
Νομίζω πως εξαϋλώνομαι, γίνομαι σκόνη, αέρας, καταχνιά, μουντός ατμός
που ανεβαίνει αργά, ανάλαφρα, σαν προσευχή προς το γαλάζιο ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου