Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Η ΠΕΝΤΑΚΑΛΗ ΜΠΟΓΙΑΝΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΣΩΤΟΣ ΣΤΟΓΙΟΣ



Το διήγημα αυτό βραβεύτηκε με ΕΠΑΙΝΟ από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το έτος 2014.


Απόψε η άγρια χειμωνιάτικη νύχτα του Δεκέμβρη με φέρνει άθελα σε γλυκές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.  Ο μανιασμένος βοριάς που κοντεύει να ξεριζώσει τα δέντρα, μου χαρίζει μια φωνή που χάθηκε πια στην ακοή μου αλλά μένει για πάντα στη μνήμη μου.  Θυμούμαι πως ένα τέτοιο βράδυ, εδώ και πενήντα χρόνια καθισμένος γύρω από το μαγκάλι περίμενα ν’ ακούσω τη βραδινή διήγηση του παππού μου.
Ευτυχισμένα χρόνια!  Δεν θα σας ξαναδούμε πια ποτέ.  Φύγατε μαζί με τόσα αγαπημένα πρόσωπα, σαν όνειρο. 
Στο δρόμο που οδηγούσε στο Όρλιακο κάτω απ’ τα αιωνόβια και μακρόκλαδα δένδρα, εκεί που τα πρωτοβρόχια είχαν μουσκέψει το λίγο χώμα, πότε περπατούσε και πότε έτρεχε η Μπογιάννα. 
Η μαντήλα σκέπαζε όλο σχεδόν το συμπαθητικό πρόσωπό της.  Σε λίγο κουρασμένη απ’ τη μακρινή στράτα που ερχότανε, κάθισε στην πλατιά κοτρόνα πού είχε κατρακυλήσει απ’ τα ψηλά βράχια.  Κρατούσε γυρτό το κεφάλι της βυθισμένο σε συλλογές απέραντες.
Μια μονάκριβη κόρη κι ένα μοναχογιό είχε η Γιώργαινα, η μάνα της Μπογιάννας και του Στόγιου.  Παιδί σκληρό και τεμπέλικο, μα η Γιώργαινα λάτρευε το γιό, ποτέ δεν του χαλούσε χατίρι.  Η Μπογιάννα ήταν ένα πεντάκαλο κορίτσι τρυφερό, μα η μάνα δεν την πονούσε σαν τον κακόγνωμο το Στόγιο της.
Νέος άφησε το μάταιο τούτο κόσμο ο μεγαλοτσιφλικάς της Λιγκοβάνης Βασίλης Βαγγέλης[1].  Φρόντισε όμως προτού αποδημήσει να μοιράσει τη μεγάλη του περιουσία στα δύο παιδιά του, το Στόγιο και τη Μπογιάννα χωρίς να αδικήσει κανένα από τα δύο.  Δεν πέρασε όμως χρόνος και ο Στόγιος το μερίδιό του το εξανέμισε σε διάφορες ασωτίες.
Όσο ζούσε ο πατέρας της Μπογιάννας, ο Στόγιος δεν τολμούσε να πειράξει την αδελφή του μα μετά τον θάνατό του και την κληρονομιά των πεντακοσίων εγγλέζικων λιρών και όλων των κτημάτων που κληρονόμησε η Μπογιάννα ο μαυρόψυχος Στόγιος άναψε και  γέμισε κακία.  Κάθε μέρα ξυλοκοπούσε τη Μπογιάννα, την τραβούσε από τις χρυσαφένιες πλεξούδες της και με κάθε τρόπο την τυραννούσε χωρίς η μάνα της να την προστατεύει από τα μαρτύρια που της έκανε ο γιός της.  Ο Στόγιος γύρευε μ’ αυτό τον τρόπο να ξεκάνει την αδελφή του για να κληρονομήσει το βιός της.  Κοντά στου Στόγιου τα μαρτύρια, είχε και τη μάνα της που την έβριζε, την αποκαλούσε σκληρόκαρδη, πως δεν λυπόταν τον αδελφό της να του δώσει τις λίρες της για να φτιάξει το μπακάλικο.  Η Μπογιάννα είχε καλή ψυχή, μα δεν είχε τις λίρες στο χέρι της. Τις κρατούσε ο αδελφός του πατέρα της, όπως έγραφε η διαθήκη του, για να τις δώσει στη Μπογιάννα σαν θα παντρευότανε.
Ο Στόγιος ένα βράδυ ήρθε μεθυσμένος απ’ την ταβέρνα. Η Μπογιάννα καθόταν στο τζάκι, η μάνα ετοίμαζε το φαγητό στο Στόγιο.  Ο μεθυσμένος στραβοκοίταξε τη Μπογιάννα και χωρίς αιτία άρχισε να την κλωτσά, να την τραβάει απ’ τα μαλλιά και όσο δεν εύρισκε καμιά αντίσταση τόσο εξαγριωνόταν ο κακόψυχος.  Στο τέλος άρπαξε το σίδερο το καμένο της πυροστιάς για να κάψει το όμορφο προσωπάκι της Μπογιάννας.  Έξω φυσούσε άγριος βοριάς, αστραπές και βροντές, τράνταζαν το σπίτι.  Άξαφνα, η πόρτα άνοιξε και το λυχνάρι έσβησε.  Σαν λόγχες οι αστραπές έζωσαν το κακορίζικο σπίτι.  Μια τρομερή αστραπή σαν αναμμένη ρομφαία πέρασε απ’ τα μάτια του Στόγιου και στραβός πλέον σωριάστηκε στην αγκαλιά της μάνας του που ξεφώνιζε σαν τρελή!  Σ’ εκείνη την αναμπουμπούλα η Μπογιάννα ξεπόρτισε, πήδησε το μαντρότοιχο της αυλής και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.  Έτρεχε, έτρεχε σαν τρελή, η Μπογιάννα, μέσα στην άγρια βροχή και στα βρομερά ποτάμια, που κατέβαιναν από ψηλά, ξυπόλητη, κουρελιασμένη, αναμαλλιασμένη, έτρεχε, έτρεχε άσκοπα χωρίς ν’ αποσώνει!   Τ’  αστροπελέκια την κύκλωσαν σαν κόκκινες φωτιές απ’ τον Άδη, η βροχή την χτυπούσε στο πρόσωπο και την τύφλωνε, μα η Μπογιάννα έτρεχε, έτρεχε, σαν να είχε φτερά.  Μέσα σ’ αυτή τη κοσμοχαλασιά ακούστηκε βοή από μεγάλο κοπάδι προβάτων που οδηγούνταν από τους τσομπάνηδες προς το βορρά.  Μια μεγάλη αστραπή φώτισε το μονοπάτι και οι καβαλάρηδες πρόφτασαν να δουν το φρενιασμένο κορίτσι που έτρεχε σαν ξωτικό!  Οι οδηγοί του μεγάλου κοπαδιού της φώναξαν να σταματήσει. Μα εκείνη έτρεχε πολύ και σ’ εκείνο το τρελό τρέξιμό της, σκόνταψε σ’ ένα λιθάρι και ξαπλώθηκε αναίσθητη χάμω στις λάσπες και τα νερά!   Ο γέρο Διονύσιος πονόψυχος και δυνατός άνθρωπος, με χίλια βάσανα σήκωσε την ξερή και άλαλη κοπέλα και την έφερε στην άκρη του δρόμου.  Εκεί οι βοσκοπούλες του γέρο Διονύση με τα ζεστά την επανέφεραν στις αισθήσεις της.
Η Μπογιάννα με τη βοήθεια του γερό Διονύση, που του εξομολογήθηκε όλα τα βάσανά της, ακολούθησε το κοπάδι με κατεύθυνση τα χωριά του κάμπου των Σερρών.   Όταν έφτασαν στο Όρλιακο εγκατέλειψε τους συνοδοιπόρους της και αποφάσισε να πορευθεί  προς το σπίτι της θείας της την οποία είχε πολλά χρόνια να δει.
Τα σκυλιά στην αυλή του χωριάτικου σπιτιού κυνηγιόντουσαν.  Μια κατσίκα με φουσκωμένα απ’ το γάλα τα μαστάρια, ακουμπώντας με τα δυο μπροστινά της πόδια στον τοίχο προσπαθούσε να φτάσει τα  τρυφερά βλαστάρια της περικοκλάδας πούχε απλώσει τα κλαδιά της πάνω στην άσπρη επιφάνειά του.  Δύο κατσικάκια με μαύρες πιτσιλιές στα πλευρά, χοροπηδούσαν χαρούμενα, γύρω, τριγύρω της.  Το ένα κιόλας είχε αρπάξει τη ρόγα της μάνας του.  Την πιπιλούσε και ρουφούσε άπληστα το γάλα.  Παραπέρα, σε κάτι γκρίζα βαλτόνερα κείτονταν πλαγιασμένη μια γουρούνα σύμβολο ζωικής δυναμικότητας, με μαύρες βούλες στη ράχη.  Καμιά ντουζίνα γουρουνάκια απ’ τα ισάριθμα μαστάρια της ρουφούσαν γάλα, ενώ τα ρουθούνια τους ρόδινα ακόμα, ανοιγόκλειναν γοργά προσπαθώντας να ρουφήξουν αέρα.
Στο βάθος της αυλής, κάτω από ένα σιδερόφραχτο παράθυρο, μια γυναίκα έπαιρνε απ’ την ποδιά της, φούχτες, φούχτες, σκύβαλα και διαγράφοντας κύκλους στο κενό με το χέρι της τα πετούσε στις κότες.  Η θεία της με το πολύχρωμο μαντίλι σε κίτρινο φόντο στο κεφάλι και φαρδύ σκούρο γαλάζιο φόρεμα που δεν άφηνε ούτε υπόνοια απ’ τα κάτω μέλη της να φανεί.  Ήταν δεν ήταν σαράντα χρονών.  Όμως βαθιές ρυτίδες αυλακώνανε το ηλιοκαμένο πρόσωπό της και μονάχα τα βαθυπράσινα μάτια της, παιχνίδιζαν στο φως.  Τα κλωσόπουλα, προσπαθούσαν να ραμφίσουν τους σκληρούς σπόρους που ξέφυγαν απ’ το χέρι της κι’ οι κότες που δεν απομακρύνονταν προσπαθούσαν να τα μαστορέψουν στον αγώνα της επιβίωσης.  Αφού τίναξε και τα τελευταία υπολείμματα της ποδιάς της η γυναίκα στα λαίμαργα ζώα, απομακρύνθηκε ενώ, ξέφευγε απ’ τα στήθη της ένας στεναγμός.  Η φοραδούλα με τ’ αλογάκι τράβηξαν για το στάβλο, που ήταν πρόχειρα χτισμένος με πλιθιά, στο βάθος της αυλής και σκορπούσε αναθυμιάσεις κοπριάς.
Οπλίστηκε με θάρρος η Μπογιάννα και προχώρησε προς την ανύποπτη θεία της.   Την αναγνώρισε αμέσως και την οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού.  Αφηγήθηκε την πορεία της μέχρι το Όρλιακο αλλά και τα προηγούμενα βάσανά της.  Η θεία της, της υποσχέθηκε να μην ειδοποιήσει τους δικούς της, αλλά και την ενημέρωσε ότι μπορούσε να παραμείνει μαζί τους όσο ήθελε αφού δεν είχαν δικά τους παιδιά.
Σα διαμάντι σπάνιο έλαμπε για δεκαπέντε χρόνια ανάμεσα σε όλες τις χωρικές για τις μεγάλες αρετές της.  Ήταν υπομονετική, πρόθυμη, ευσεβής, ακούραστη και γλυκομίλητη, αγαπητή σ’ όλους τους χωρικούς και προ πάντων στην θεία και τον θείο της.  Ποτέ στα δέκαπέντε αυτά χρόνια που έζησε στο Όρλιακο δε βγήκε έξω απ’ τα σύνορα του χωριού.  Όσοι γνώρισαν τη Μπογιάννα, την έλεγαν, αγία κόρη.  Η εργασία και η προσευχή ήταν η μόνη χαρά της, μα η πιο θερμή προσευχή που έβγαινε από τα φυλλοκάρδια της, ήταν για την ψυχική σωτηρία της μάνας της και του αδελφού της,  Η άκακη ψυχή της δεν θυμόταν όσα μαρτύρια τράβηξε απ’ αυτούς, μόνο ακατάπαυστα παρακαλούσε τη «Μεγάλη Κυρά μας», τη Θεοτόκο, να χαρίσει στη μάνα και τον αδελφό της μετάνοια πριν τους εύρει ο θάνατος.  Πέρασαν ακόμη κάμποσα χρόνια κι ο αδελφός της πέθανε στη φυλακή.   Όταν το έμαθε η Μπογιάννα, τον έκλαψε σαν αληθινή χριστιανή.  Ένα δειλινό, καθώς μάζευε ξερόκλαδα στα απόσκια των βαλανιδιών με τη γλυκιά της φωνή έψελνε τα μεγαλυνάρια της Θεοτόκου.  Ο παπά Φώτης περνώντας απ’ το μονοπατάκι σταμάτησε, ακούμπησε στο ραβδί του κι άκουγε με συγκίνηση το αηδόνι της «Μεγάλης Κυρίας», έτσι αποκαλούσαν τη γλυκόλαλη Μπογιάννα όλοι οι χωρικοί! Δύο δάκρυα σαν πρωινά δροσοσταλάγματα λαμπύρισαν στα μάτια του γέρου πνευματικού.  Πλησίασε αργά, αργά τη Μπογιάννα, και με πατρική στοργή της είπε:  «Παιδί μου Μπογιάννα, εισακούσθηκαν οι δεήσεις σου στην Κυρία μας Θεοτόκο.  Προχτές διανυκτέρευσα στο χάνι του χωριού σου επιστρέφοντας από τη Θεσσαλονίκη και με φώναξαν να εξομολογήσω την κατάκοιτη μητέρα σου, αφού έλειπε ο παπα Νικόλας.  Η ετοιμοθάνατη άμα τελείωσα την εξομολόγησή της με παρακάλεσε να σε βρω και να σου πω να πας να συγχωρεθείτε.   Δεν μπορώ να παρακούσω την επιθυμία μιας μελλοθάνατης».  Η όψη της Μπογιάννας έγινε σα νεκρολούλουδο, λυπήθηκε τη μάνα της, που από τη χρυσή καρδιά της ποτέ δεν έσβησε η αγάπη που της είχε από βρέφος. Πριν ξημερώσει  έφυγε για το χωριό μαζί με τον παπα Φώτη.  Το δειλινό έφτασαν στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Γιώργαινας.
Ο ήλιος γερμένος στη δύση, έπεφτε σαν βροχή χρυσαφένια στην κάμαρα της άρρωστης. Η πόρτα άνοιξε αγάλι, αγάλι και μια αγγελική μορφή στάθηκε στο κατώφλι.  Οι ακτίνες του ήλιου μαζεμένες όλες έπεσαν στο κρινένιο πρόσωπο της Μπογιάννας φαινόταν σαν αγία που κατέβηκε από κόσμους άλλους, φωτεινούς.  Η ετοιμοθάνατη όταν αντίκρισαν τα θολωμένα μάτια της την ουράνια οπτασία  της κόρης της, έπαψε το ψυχομαχητό άνοιξε την αγκαλιά της και φώναξε: «Παιδί μου Μπογιάννα, ήμαρτον, συγχώρα με». Η αγγελόμορφη κόρη με λαχτάρα έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της και της έδωσε το υστερνό φίλημα του χωρισμού!  Δεν ξαναγύρισε η Μπογιάννα στο Όρλιακο, αλλά οδηγήθηκε στο ήσυχο καταφύγιο της «Μεγάλης Κυράς» στο μοναστήρι κοντά στο Σιδηρόκαστρο.  Στάθηκε στα απόσκια να ξεκουραστεί, και με της ψυχής της τα μάτια έβλεπε εμπρός της πάλι της μητέρας της, τις υστερνές στιγμές!....  Ένα πουλάκι ψηλά απ’ τα κλαριά τραγουδούσε μελαγχολικά,  Η μοναχή Ξένη πλέον γονατίζει και συνοδεύει με τη γλυκιά φωνή της του πουλιού το πονεμένο τραγουδάκι, το τόσο αθώο και κατανυκτικό και η ψυχή της ένιωσε ένα ξεκούρασμα από το μεγάλο πόνο που ο χάρος πάντα αφήνει στις καρδιές!  Κι έψελνε: «Ανάπαυσον Κύριε την ψυχήν της δούλης σου, ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».
Από μια γωνιά του δάσους παράμερη, ο πνευματικός Φώτιος άκουγε την ψαλμωδία της μοναχής  Ξένης και με μάτια βουρκωμένα ευλογούσε τον επίγειο αυτόν άγγελο!


[1] Στο αρχείο της Ι. Μ. Θεσ/νίκης με αρ. πρωτ. 98, διεκπεραιώσεως 39 και ημερομηνία 3/2/1883 είναι καταχωρημένη η διαθήκη του Βασιλείου Βαγγέλη.  Εκεί αναφέρει ότι εκτελεστή της διαθήκης του ορίζει την Α. Π. τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Καλλίνικο.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου