Το παρακάτω διήγημα τιμήθηκε από το δήμο Κιλκισίου και συμπεριλήφθηκε σε συλλογικό τόμο με τον τίτλο "ΚΙΛΚΙΣ-ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ"
Η συνοδεία του ήταν λιτή. Την αποτελούσαν ένας άντρας από την προσωπική φρουρά του Καδή και δύο νυσταγμένοι υπηρέτες που τους ακολουθούσαν νωχελικά. Το κεφάλι του ήταν ακάλυπτο, και τα μαύρα σγουρά μαλλιά του άγγιζαν άχαρα τους ώμους του. Την προηγούμενη μέρα του είχε επιδοθεί το διοριστήριο ως Derbend Aga από τον ιεροδικαστή (kadi) Θεσσαλονίκης.
Τις παρυφές του σημερινού
χωριού Θεοδόσια διέσχιζε ο μεγάλος εμπορικός δρόμος που ένωνε τη Θεσσαλονίκη με
τις Σέρρες και επειδή υπήρχε ο κίνδυνος ληστρικών επιδρομών είχε εγκαταστασθεί
στρατιωτικό σώμα με επικεφαλής κάποιον Τούρκο αξιωματούχο. Ο τόπος αυτός είχε
επιλεγεί ως σταθμός και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι υπήρχε μεγάλη πηγή όπου
μπορούσαν να σταθμεύουν και να ξεδιψούν οι διαβάτες και τα ζώα. Αρχηγός
αυτού του σώματος των φυλάκων διορίστηκε ο Μπαϊράμης.
Το πρόσωπό του είχε
σκοτεινιάσει, έμοιαζε ξένο μ’ εκείνο που παλιά έδινε χαρά και αισιοδοξία στους
φίλους και στους οικείους του. Παγιδεύτηκε
σε μια κατάσταση που δε μπορούσε να της επιβληθεί ή να τη δαμάσει. Έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη
Θεσσαλονίκη και να πάρει το δρόμο γι’ αυτό τον ερημότοπο.
Προτού σταθμεύσει στον πύργο
του χανιού θεώρησε σωστό να γνωρίσει τον τσαούση και το κοινοτικό συμβούλιο της
διπλανής Λιγκοβάνης που αποτελούνταν από τους: Στόγιον Τούγου Πρόεδρο, Χαριζάνη
Συμεών αντιπρόεδρο, Στοϊμάκο Αμπακόφ, σύμβουλο, Άγγελο Νότα ή Κουτσιούκη και
Βασίλειο Ευαγγέλου σύμβουλους. Τους
κάλεσε λοιπόν στο τοπικό καφενείο αλλά δεν
καλοδέχτηκε κανέναν. Από το στόμα
του δεν έβγαλε παρά μόνον άσεμνες λέξεις και βλαστήμιες. Δε χαμογέλασε ούτε τους φίλεψε με δαμάσκηνα
και ζαχαρωτά. Έδιωξε τα μικρά παιδιά που
γύρεψαν ελεημοσύνη χωρίς να τα φιλοδωρήσει.
Κάθισε σε μια γωνιά με τη
συντροφιά του και δεν δέχθηκε ερωτήσεις.
Το πρόσωπό του ήταν συνοφρυωμένο και σκοτεινό. Απέφυγε τις συνομιλίες και δε σχολίασε κανένα
χαριτολόγημα. Σημείωσε μόνο τα ονόματά
τους.
Πολύ σύντομα το πρόσωπο του
Μπαϊράμη έγινε επίκεντρο των συζητήσεων, η πρώτη είδηση στην περιοχή.
Συμμάζεψε το σκόρπιο εαυτό
του με μια υπερφυσική δύναμη. Η Σάαμ δε
μυρίστηκε τη σήψη, άργησε να αντιληφθεί την ανεπανόρθωτη διάβρωση στο χαρακτήρα
του άντρα της.
Ήταν πλέον ένας
διαφορετικός άνθρωπος. Σιγά-σιγά τον απογύμνωσε το καθεστώς από το παρελθόν και
τις φιλοδοξίες του, έπνιξε ανελέητα τις ελπίδες του και πρόσφερε τον εαυτό του
υποταχτικά στο άγνωστο. Δικαιολογήθηκε
όμως στη συνείδησή του πως αν αποποιόνταν το διορισμό του, τότε η άρνησή του
αυτή θα παρερμηνευόταν ως περιφρόνηση και απείθεια προς τον Καδή.
Πέταξε την οικογένειά του από
τη θαλπωρή της πολυτελούς βίλας, στην
παγωνιά του άγνωστου και ανελέητου δρόμου.
Από τότε η ψυχική του γαλήνη σακατεύτηκε και η καρδιά του ράγισε για
πρώτη φορά. Άλλωστε, παρ’ όλη τη
σκληρότητα και την ασπλαχνία του, ήταν κι αυτός άνθρωπος με σάρκα και οστά. Είχε κι αυτός καλά αισθήματα όπως όλοι, κι ας
μην τα αποκάλυπτε σε κανέναν.
Ύστερα από ολιγόωρη
ξεκούραση στη Λιγκοβάνη ξεκίνησε με τη συνοδεία του για τον πύργο του Δερβενιού. Ο εκνευρισμός του ήταν εμφανής και
ανεξέλεγκτος. Η Σάαμ το κατάλαβε γι’ αυτό
τον προέτρεψε να μην πάρει καμία βιαστική απόφαση ενώ είναι εκνευρισμένος. Δεν ήθελε να πέσει θύμα της οργής του.
Την άλλη μέρα μετά την
προσευχή της αυγής κατάφερε να κοιμηθεί για μια ώρα περίπου και όταν ξύπνησε
αισθανόταν αρκετά καλύτερα. Ήταν από τη
φύση του δυνατός, με ανθεκτικό οργανισμό, ικανός να ανταπεξέλθει με επιτυχία
στα δύσκολα διλήμματα και ν’ αψηφήσει τις
ηθικές αναστολές.
Τα ήρεμα ρεύματα καλοσύνης
που πρόσκαιρα τον είχαν καταλάβει βυθίστηκαν και τη θέση τους κατέλαβαν τα
μανιασμένα κύματα οργής. Έσβησε από τη
μνήμη του τα λόγια σύνεσης και σωφροσύνης που άκουγε από το στόμα του δασκάλου
του τα χρόνια της αθωότητας. Κάλεσε
κοντά του το συνεργάτη του, έριξε μια σύντομη ματιά από το παράθυρο και
κατέβηκε να επιθεωρήσει το χάνι και τους θαμώνες του. Ήρθε όμως σε μια ξέφρενη αντιπαράθεση μαζί
τους που έφτανε στα όρια του παραλογισμού, αφού δεν υπήρχε λόγος.
Και τις επόμενες μέρες
συνεχίστηκε η ίδια κατάσταση, ώσπου άγγιξε τα όρια της παραφροσύνης. Σ’ όλα τα γύρω χωριά απλώθηκε ο φόβος και ο
τρόμος.
Ένα βράδυ η εξάντληση
ξεπέρασε τις δυνάμεις του και η νύστα τον κατέβαλε μέσα στο δωμάτιό όπου
εργαζόταν. Παραδόθηκε στον ύπνο σαν
τραυματισμένο λιοντάρι. Ξαφνικά, ρίχτηκε
φως μέσα στο μυαλό του και μια βροντώδης
φωνή τον ταρακούνησε:
- Μην κρύβεσαι πίσω από
παχιά λόγια. Καταδιώκεσαι από κατάρα,
την κατάρα των αθώων, είσαι ένας από τους διεφθαρμένους εκμεταλλευτές των
φιλήσυχων και τίμιων κατοίκων της περιοχής και των διαβατών.
Ένας καγχασμός σαν
χλιμίντρισμα αλόγου αντήχησε:
- Θέλεις να
πραγματοποιήσεις την επιθυμία σου να αποκτήσεις ένα γιό; Τότε άκουσέ με: Θα επισκεφτείς τη Μέκκα……..
Ξύπνησε και επιθύμησε να
μείνει για λίγο μόνος, να στοχαστεί, αλλά η πρόσκληση ήταν ρητή και δεν έπαιρνε
αναβολή. Ήξερε τους κινδύνους που
εγκυμονούσε ένα τέτοιο ταξίδι. Αλλά ήταν η μόνη παρηγοριά που του απέμεινε.
Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες
για να προλάβει τους ταξιδευτές-εμπόρους ξυπνητούς και να πληροφορηθεί τις
λεπτομέρειες ενός τέτοιου ταξιδιού. Η
χαρά και η έπαρση έκαναν την εμφάνισή τους και πάλι. Απόρησε και ο Μπάλχι, που γέρασε στους
δρόμους, όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά του στο μικρό δωμάτιο υποδοχής του
χανιού σαν να τον περίμενε. Κάθισε δίπλα
του κατάχαμα. Ήπιε με λαχτάρα από τη
γαλήνη του ώσπου τον κατέλαβε η ντροπή και η αμηχανία. Ο Μπάλχι όμως αναρωτήθηκε, άραγε για ποιο
λόγο να μ’ επισκέπτεται τέτοια ώρα ο Μπαϊράμης;
Και μ’ έναν ασυνήθιστα
ευγενικό τρόπο του είπε:
- Πρέπει να πάρω μια
απόφαση, αλλά μου είναι δύσκολο να το κάνω μόνος μου… Χρειάζομαι καθοδήγηση. Και ζήτησε τις λεπτομέρειες ενός τέτοιου
εγχειρήματος.
Το πρωινό τους βρήκε στην
ίδια θέση. Οι κουβέντες όμως που πρόλαβε
ν’ ακούσει η Σάαμ ήταν:
Να πάρεις την απόφαση μόνο
για χάρη του Θεού ….
Είναι δική σου η ιστορία και την απόφαση θα την
πάρεις μόνος σου…. συμπλήρωσε ο γέροντας με αποφασιστικό και αδιάλλακτο τόνο.
Ο Μπαϊράμης έθαψε τον παλιό
του εαυτό για να ξαναγεννηθεί από την αρχή…
Όταν κατέληξε στην απόφασή
του, αναστέναξε με πολύ μεγάλη ανακούφιση, ξαναβρήκε τη ζωντάνια του και γύρισε
στο δωμάτιό του. Κάθισε δίπλα στη
γυναίκα του και απόλαυσε τη συντροφιά της σαν να ήταν για τελευταία φορά. Το στήθος του είχε γεμίσει από ζεστά
συναισθήματα.
Η απόφασή του ήταν τελική
και αμετάκλητη. Απάντησε στο ερώτημα με
ασυνήθιστο θάρρος και πρωτοφανή γενναιότητα….
Η γυναίκα του έμεινε άναυδη από την ανεξήγητη συμπεριφορά του.
Μέσα στη δυστυχία του, ένα
σημαντικό γεγονός του έδωσε χαρά και φώτισε έστω για λίγο το μουντό ουρανό
του. Πολύ σύντομα ρυθμίστηκε το
ζήτημα της εργασίας του, εξασφάλισε την πολυπόθητη άδεια και άρχισαν οι
προετοιμασίες για το μεγάλο ταξίδι.
Κανένας δεν έκλεισε μάτι
όλη τη νύκτα. Ξαγρύπνησαν ώσπου το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας τους βρήκε να
συζητούν. Και πριν καλά καλά χαράξει άρχισαν οι ετοιμασίες. Φόρτωναν τα άλογα με τα απαραίτητα ενώ
γελούσαν μ’ ένα γέλιο που κουβαλούσε την ευδαιμονία της λύτρωσης αλλά και την
ταραχή του φόβου.
Προσευχήθηκε και
επικαλέστηκε τη βοήθεια του Θεού και του Προφήτη Του και πήραν την κατηφόρα για
το κεφαλοχώρι Λιγκοβάνη να ενημερώσουν τον Τσαούση και να συνεχίσουν για τη
Θεσσαλονίκη.
Οι σκοτεινοί ορίζοντες θα
τον τρομάζουν ενώ οι ασφαλείς ακτές θα τον ηρεμούν. Δεν ξέρει πότε θα φτάσει
στον προορισμό του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η χαρά που τάραξε
επιτέλους την πεθαμένη του καρδιά.
Επέστρεψε
παραπαίοντας στον πύργο του Δερβενιού, μετά από το τολμηρό, επικίνδυνο και
πολύμηνο ταξίδι του στη Μέκκα. Η
ταλαιπωρία τον εξουθένωσε και όταν έφτασε στο σπίτι του ήταν σχεδόν έτοιμος να
καταρρεύσει.
Το μικρό μπαλκονάκι του
δωματίου του, απάλυνε τη μοναξιά του. Η
σκιά της ιτιάς λίγο πιο κάτω του χάριζε γενναιόδωρα την προστασία και τη
συντροφιά της, ο καθαρός αέρας την
προσηνή φιλία του, τα αγριολούλουδα του προσέφεραν ένα εξαίσιο και μοναδικό
θέαμα που άμβλυνε τη θλίψη του.
Κάθε πρωί μετά την προσευχή
κατευθυνόταν προς την πηγή. Προχωρούσε
λίγο πιο κάτω και συναντούσε την ιτιά, που το πυκνό της φύλλωμα έφτανε
ως το έδαφος, σχηματίζοντας έτσι ένα χώρο προστατευμένο από τον ήλιο και τα
αδιάκριτα μάτια. Άφηνε το σώμα του να
πέσει στη ρίζα του δέντρου, κάτω από αυτό το φυσικό κάλυμμα. Ακουμπούσε την πλάτη του στον κορμό και
προσπαθούσε να χαλαρώσει από την υπερένταση και να στοχαστεί.
Σήμερα ξαναγεννήθηκε· η ζωή
χτύπησε την πόρτα του και τούφερε χαρούμενο μαντάτο. Ο γιατρός που επισκέφτηκε
τη γυναίκα του τον πληροφόρησε, ότι μετά από είκοσι χρόνια γάμου ήταν έγκυος.
Αστραπιαία μέθυσε με το
ζεστό φορτίο της οικογενειακής ευθύνης που στάλαξε μέσα στις πληγές του μια
ουσία γλυκιά και ερεθιστική σαν το κρασί.
Τα σωθικά του φούντωσαν από αισθήματα πατρικής αγάπης και συζυγικής
τρυφερότητας.
Η ευτυχία του κορυφώθηκε,
το ταπεινό κατάλυμά του μετετράπηκε σε
πολυτελές και του επέτρεπε να παρακολουθεί την κατάσταση από κοντά και να χαίρεται την πατρότητα και
την αγάπη.
Αλλά ποιος ξέρει αυτή η
αφύπνιση σε τι αποσκοπεί, που να θέλει να τον ρίξει; Δεν τον αφορά σήμερα τι κρύβει το αύριο. Ας αστράψει ο ουρανός ή ας πέσει καταχνιά, ας
χαμογελάσει η τύχη ή ας συνοφρυωθεί, του αρκεί που η καρδιά του ξύπνησε. Είναι μέρες τώρα που τρέμει σύγκορμος από
αναστάτωση. Αναστατώνεται με τη χαρά, την αβεβαιότητα, την ελπίδα, την ικεσία,
το φόβο και το πάθος…
Παρ’ όλα αυτά έτρεφε μια
τρυφερότητα για τον παλιό του εαυτό, εκείνη την προσωπικότητα που έκρυβε μέσα
της τεράστια δύναμη ειλικρινούς μεταμέλειας
Κάθε μέρα που περνούσε, η
ηρεμία και η σιγουριά μεγάλωναν και κατεύναζαν την ταραγμένη του ψυχή.
Τα δειλινά συνέχιζαν να
διαδέχονται το ένα το άλλο, ώσπου συνήθισε την αγαπημένη εικόνα τους. Κάθε φορά που η ευτυχισμένη στιγμή
ξαναγεννιόταν από την αρχή, την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα που ξεχείλιζε
συναισθήματα σοβαρότητας και ειλικρίνειας αλλά συνάμα και έντονης αγωνίας μήπως
τραπεί σε φυγή.
Ύστερα ήρθε η νύχτα των
ευχών, του ευλογημένου μήνα, και η οικογένεια τη γιόρτασε μ’ ένα ψητό κοτόπουλο
κι ένα μεγάλο ταψί κανταΐφι πασπαλισμένο με καρύδια να στολίζουν το βραδινό
τραπέζι. Η Σάαμ ευχήθηκε στο σύζυγό της
υγεία και στο γιό της μακροζωία και ευτυχία.
Ο Μπαϊράμης - πλέον Χατζής αφού επισκέφτηκε τη Μέκκα - τη νύχτα μετά το
φαγητό πήγε στο τέμενος του Λαχανά, συνοδευόμενος από το γιό του, για να
παρακολουθήσει το λαμπρό εορτασμό του Ραμαζανιού με τους ψαλμούς και τις
απαγγελίες από το Κοράνι. Η νύχτα τους
επεφύλαξε ευφροσύνη και ιλαρότητα.
Λίγες μέρες αργότερα μέσα
στη σιγαλιά του ήρεμου πρωινού συνέλαβε τον απόηχο ενός μελωδικού σκοπού. Τον προσέλκυσε η χροιά της φωνής γιατί
ενέπνεε μια σιγουριά και ανάδινε ένα
αίσθημα γαλήνης και ηρεμίας. Προχώρησε
προς το σημείο απ’ όπου ερχόταν η φωνή και βρήκε ένα γέρο να κάθεται κάτω από
την ιτιά. Το τραγούδι του γέρου ήταν
θλιμμένο, μελαγχολικό, πρόδινε μελλοντικά θλιμμένα συναισθήματα, τα οποία δεν
μπορούσε να υποψιαστεί.
Είχε ξυπνήσει πριν
προβάλλει η αυγή. Με την πρώτη αχτίνα
που έπεσε στη γη έτρεξε στην πηγή και
κοίταξε το είδωλό του πάνω στον υγρό καθρέπτη.
Είδε ένα καινούργιο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που δεν είχε ποτέ αντικρύσει
ξανά στη ζωή του.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς
την όχθη της μικρής λιμνούλας που σχημάτιζε το αναβλύζον νερό, όπου έσκυψε και
είδε το είδωλό του να αντανακλάται στην επιφάνεια του νερού. Το φως των άστρων ξαφνικά χαμήλωσε, το νερό
ταράχτηκε ελαφρά και στη θέση του προσώπου του εμφανίστηκε ένα πλάσμα. Το κεφάλι του εξείχε από το νερό ενώ το κορμί
του ήταν βυθισμένο μέσα στο ποτάμι.
Δεν είχε βγει ακόμη ο
ήλιος. Διακρινόταν ο όγκος των
χαμόκλαδων. Διακρίνονταν ακόμα οι κορφές των δένδρων και των καλαμιών που
κουνιούνταν με το ελαφρύ αεράκι. Ο
ουρανός ήταν γεμάτος άστρα που γλιστρούσαν εδώ κι εκεί.
Σαν άρχισε να ξημερώνει
γύρισε τρέχοντας στον πύργο μήπως ξύπνησε ο μικρός να επισκεφτούν την πηγή και
τη γύρω όαση πριν ο ήλιος ανατείλει. Τον
βρήκε ακόμη στο κρεβάτι, δεν είχε ξυπνήσει.
Έμεινε εκεί να κοιτάζει το γιο του με καμάρι. Σιγά σιγά άρχισε να πλησιάζει κατά πάνω του,
κι εκείνος λες και αισθάνθηκε την παρουσία του ξύπνησε προφέροντας τ’ όνομά
του.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα
ακολούθησαν την κατηφόρα για την πηγή.
Εκείνος κάθισε στον κορμό της ιτιάς ν’ αγναντεύει τον ορίζοντα ενώ ο
μικρός καταπιάστηκε με το αγαπημένο του σπορ, να ρίχνει πετρούλες στη μικρή
λιμνούλα της πηγής και να διασκεδάζει με
τον παφλασμό τους.
Εκεί καθισμένος ο Μπαϊράμης
με μάτια μισόκλειστα δεν ήξερε αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος. Κάποτε έπεφτε
σ’ ένα ατέλειωτο φως, κάποτε γκρεμιζόταν σ’ ένα ζοφερό σκοτάδι, βαθιά,
πολύ βαθιά και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
Ανάμεσα στη λιμνούλα και στην
ιτιά, υπήρχε μια ξέθωρη γαλάζια, διάφανη άχνα.
Εδώ και λίγη ώρα δεν είχε αντηχήσει το γέλιο του μικρού στη μικρή
κοιλάδα. Έντρομος ο Μπαϊράμης σηκώθηκε από τη ρίζα της ιτιάς και έτρεξε προς τη
λιμνούλα. Ήρθε μπροστά στα μάτια του
νεκρό το σώμα του μικρού.
Σαν είδε νεκρό το μονάκριβο
γιο του, έμεινε αποσβολωμένος, άφωνος, πάγωσε το αίμα του. Τα γόνατά του δε σήκωναν πια το σώμα του,
γονάτισε. Η φωνή του αντήχησε μέσα στην πρωινή ησυχία, πήγε μέχρι τα
βραχοβούνια της Λιγκοβάνης. Κατέβασε το
κεφάλι του βουτηγμένος στην απόγνωση.
Οι ταξιδιώτες που
διανυκτέρευσαν στο χάνι έντρομοι έτρεξαν στην πηγή. Βοήθησαν όλοι στη μεταφορά του μικρού στον
πύργο, ενώ τον Μπαϊράμη σηκωτό τον
μετέφεραν με μικρή καθυστέρηση οι υπηρέτες.
Όταν κατάφερε ο Μπαϊραμλής
να σταθεί στα πόδια του μπήκε στο δωμάτιο που βρισκόταν ο μικρός και περπάτησε
με βήματα βαριά, με κομματιασμένη την καρδιά και κατατρομαγμένα μάτια για τη
θέα που επρόκειτο ν’ αντικρύσει. Τέντωσε
το βλέμμα του προς το κρεβάτι και είδε τον γιο του εκεί, σκεπασμένο με το
σεντόνι που είχε τραβήξει πάνω του η άμοιρη μάνα. Έσκυψε πάνω του, φίλησε το παγωμένο μέτωπό
του και ύστερα επανέφερε το σκέπασμα στη θέση του. Αφέθηκε σ’ ένα άηχο, σπαραχτικό και ατελείωτο
κλάμα.
Η τραγωδία συνεχίστηκε όταν
πήγε στο μπακάλικο της Λιγκοβάνης ν’ αγοράσει το σάβανο. Θυμήθηκε τα ρούχα που του είχε αγοράσει πριν
λίγες μέρες απ’ τα μεγαλύτερα καταστήματα της Θεσσαλονίκης, τα καλύτερα, τα πιο
όμορφα και με τα πιο ζωηρά χρώματα.
Η σιγουριά, η βεβαιότητα
και η ηρεμία εξατμίστηκαν από τη ζωή του.
Η φλόγα της ελπίδας έπαψε να τρεμοφέγγει, έσβησε για πάντα.
Ο θρήνος άρχισε με μιαν
απαλή φωνή σαν το μετάξι και ύστερα ξέσπασε σαν τη βροντή της αστραπής. Σε μια μέρα και μια νύχτα ο Μπαϊράμης γέρασε
και κατέρρευσε.
Ακολούθησαν επίπονες, οδυνηρές
ημέρες. Ο Μπαϊράμης υπέστη το μαρτύριο
ενός αφόρητου, ανελέητου πόνου. Η αϋπνία
τον κατατυράννησε και τον εξουσίασε ώσπου δεν έκλεινε πια ούτε βλέφαρο παρά
ελάχιστα το τελευταίο μέρος της νύχτας, λίγο πριν το ξημέρωμα. Πολλές
ήταν οι φορές που το φειδωλό φως της αυγής τον έβρισκε να κάθεται
ξάγρυπνος πάνω στο κρεβάτι του.
Η θλίψη ράμφισε το στήθος του
αμέτρητες φορές, πάνω από το μικρό λόφο της ελπίδας κατρακύλησε κι έπεσε στο
βάραθρο της απόγνωσης.
Ένα πρωινό, λίγες μέρες
μετά την κηδεία του πολυαγαπημένου γιού του, αλλόκοτες κραυγές στην αυλή
αφύπνισαν τις αισθήσεις του. Κοίταξε το
ρολόϊ του και είδε πως η ώρα ήταν
πέντε. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που τον ξύπνησε τόσο πρωί. Άφησε το κρεβάτι του και βγήκε έξω
αναστατωμένος. Πριν κάνει δύο βήματα
βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο καραβάνι φορτωμένο με βαμβάκι και χρώματα που
προορισμό του είχε τη Θεσσαλονίκη και στάθμευσε για λίγη ξεκούραση.
Έμεινε για λίγο να το
κοιτάζει κι ύστερα ακολούθησαν σκηνές ανελέητες και σκληρές. Η λαίλαπα του πόνου φούντωσε μέσα του, ύψωσε
τα χέρια και φώναξε: «Αυτή είναι καταραμένη γη!
Ήρθα εδώ χωρίς τη θέλησή μου και ποτέ δεν την αγάπησα. Εδώ γεννήθηκε και πνίγηκε το παιδί μου …. να
φύγουμε αμέσως».
Μπήκε στο σπίτι και όταν αντίκρισε
τα μάτια της Σάαν ξέσπασε σε λυγμούς. Μέσ’
από τα αναφιλητά του ξεχώριζε μια κραυγή ενοχής: «Ξέρω πως είσαι θυμωμένη μαζί
μου, αλλά είμαι αθώος».
Οι σκέψεις συνέχιζαν να
ταλανίζουν το μυαλό του ενώ βημάτιζε
στην αυλή του Πύργου δίπλα στα δέματα του βαμβακιού, ώσπου μια τρίτη σκέψη
βούιξε ηχηρά στο κεφάλι του κι έκανε το πρόσωπό του να κοκκινίσει από
οργή. Σήκωσε στην πλάτη του ένα δέμα
βαμβακιού, άρπαξε ένα κουτί κόκκινο χρώμα από τη στοίβα και κατηφόρισε προς την
πηγή που αποτέλεσε τον τάφο του γιου του.
Έριξε μέσα στην πηγή το χρώμα ενώ ταυτόχρονα πιέζοντας το βαμβάκι την
τάπωσε μέχρι που σταμάτησε να αναβλύζει το νερό.
Επέστρεψε στον Πύργο και
πρόσταξε τους υπηρέτες να ετοιμάσουν τα πράγματα για την οριστική αναχώρησή τους
για την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Επτά ολόκληρες ώρες κάνανε
με τα άλογα για να διανύσουν την απόσταση μέχρι τη Γκιουβέζνα, όπου αποφάσισαν
να διανυκτερεύσουν στο μεγάλο χάνι.
Η νύχτα ήταν ήσυχη, τίποτε
δεν τάραζε τη γαλήνη της, ούτε φωνές, ούτε κραυγές. Ακόμη και ο αέρας είχε κάνει ανακωχή.. Πού και πού μόνο το νιαούρισμα κάποιας γάτας
ή κάποιος σκύλος που αλυχτούσε κάπου μακριά, διέκοπταν τη σιωπή και την
ακινησία της νύχτας.
Με το ξημέρωμα τον
συνέφεραν οι φωνές ενός σταβλίτη που προσπαθούσε να βάλει στο στάβλο ένα μαύρο
άλογο στην άλλη πλευρά της αυλής, αλλά το ζώο ήτανε πολύ ατίθασο και το έκανε
νευρικό το πηγαινέλα.
Ύστερα ξεπρόβαλε ο ήλιος
πίσω από το λόφο. Πλησίασε προς το μικρό παράθυρο. Το θέαμα ήταν
μεγαλοπρεπές! Μπορούσε ν’ αγκαλιάσει με
το βλέμμα του, τους απέναντι λόφους και το ποτάμι.
Στην δεξιά όχθη όμως του
ποταμού, στο κέντρο της πλατείας του χωριού, ήταν το πηγάδι που τροφοδοτούνταν
με υπόγειο νερό. Γύρω του ήταν μαζεμένοι
σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού και σταυροκοπιούνταν για το θέαμα που
αντίκριζαν μέσα στο πηγάδι.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί
ντύθηκε και κατευθύνθηκε στο πηγάδι.
Παρέκαμψε τη μεγάλη ομάδα των χωρικών και πλησίασε στο στόμιο του
πηγαδιού. Το νερό που ανέβλυζε ήταν κόκκινο.
Ήταν ο μόνος που ήξερε γιατί το νερό ήταν κόκκινο.
Ο Χατζή Μπαϊράμης
εγκατέλειψε την περιοχή για πάντα, άφησε όμως το όνομά του να κοσμεί τον Πύργο, το Χάνι και τα λίγα
σπιτάκια που χτίστηκαν στην πλαγιά του λόφου.
Αυτό τον παλιό διαλυμένο
οικισμό, με τις ροδιές, τη γέρικη συκιά, τα ελάφια και τα παγώνια, τον αγάπησαν
και τον ανέστησαν οι πρόσφυγες το 1922 και τον ομόρφυναν ακόμη περισσότερο
επενδύοντάς τον με το νέο του όνομα «ΘΕΟΔΟΣΙΑ».
Μπεκιάρης Δ. Σταμάτης
Θάχε ενδιαφέρον αν ετοιμάζατε ένα άρθρο για το τραινάκι (decauville ) που διέσχιζε κάποτε την περιοχή . Κάποιος μου ανέφερε ότι η Ξυλούπολη ονομαζόταν εξ αιτιας αυτού Ντεκοβίλ
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε μου σου στέλνω απόσπασμα του βιβλίου μου "Η ΞΥΛΟΠΟΛΗ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ" για το θέμα που σε ενδιαφέρει:
ΔιαγραφήΣ' όλη την Ευρώπη στρώθηκαν σιδηροδρομικά δίκτυα γραμμών με μεγάλη ταχύτητα, γιατί οι σιδηροτροχιές με τους στρωτήρες ήταν προκατασκευασμένες, είχαν μειωμένο όγκο και υψηλή μεταφορική ικανότητα. Οι γραμμές αυτές ήταν ιδέα του Γάλλου Paul Decauville (1846-1922) που προχώρησε στη αξιοποίησή τους με τη δημιουργία εργοστασίου παραγωγής τροχαίου υλικού στο Corbeil - Essonnes της Γαλλίας. (Ateliers des Etablissement Decauville a Corbeil-Essonnes).
Τo 1916 - 1918 στρώθηκαν στη Μακεδονία από τους συμμάχους σιδηροδρομικά δίκτυα πλάτους 0,60 μ. για τις ανάγκες μετακίνησης και εφοδιασμού των στρατευμάτων τους. Οι γραμμές αυτές χρησίμευσαν για τη γρηγορότερη και ασφαλέστερη μεταφορά των τραυματιών στα διάφορα νοσοκομεία.
Στα τέσσερα κυριότερα θέατρα επιχειρήσεων επί ελληνικού εδάφους κατασκευάστηκαν τέτοιες γραμμές μια απ’ αυτές ήταν και η γραμμή από το Μιρόβι στη Λιγκοβάνη (Ξυλόπολη) .
Οι Λιγκοβανιώτες έδωσαν το όνομά του Γάλλου μηχανικού στο κομμάτι της γραμμής που περνούσε έξω από το χωριό και η ονομασία αυτή παραμένει έως σήμερα.
Επειδή η Λιγκοβάνη διέθετε λατομείο η γραμμή αυτή κυρίως έγινε για τη μεταφορά της πέτρας προς τα διάφορα έργα των συμμάχων. H σιδηροδρομική αυτή γραμμή περνούσε σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων έξω από τη Λιγκοβάνη. Με ζώα μετέφεραν τις πέτρες από το σημείο εξόρυξης μέχρι το σταθμό αυτό.
Στο 25ο χιλ. της σημερινής εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Σερρών, οι δυνάμεις της Entente διατηρούσαν φρουρά και μια μικρή αποθήκη ανεφοδιασμού. Οι Βρετανοί μίσθωσαν πολλούς χωρικούς από τη Λιγκοβάνη για να σπάζουν και να μεταφέρουν πέτρες από το λατομείο, αλλά και για τις άλλες εργασίες, της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής και της γέφυρας της Λιγκοβάνης.
Η γέφυρα που κτίστηκε από τους Άγγλους το 1918 με εργάτες Ξυλοπολίτες και χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα
«Δια την εργασίαν αυτού του είδους εχρησιμοποιούντο κατά το δυνατόν εργάται εκ των εντοπίων, υπό την διεύθυνσιν αξιωματικών οι οποίοι υπετίθετο ότι ωμίλουν την ελληνικήν».
Σκίτσο χάρτη της περιοχής.
Ακόμη και τα παιδιά της Λιγκοβάνης βρήκαν δουλειά, μεταφέροντας νερό για τους διψασμένους εργάτες. Κάθε Σάββατο ήταν ημέρα πληρωμής. Εκτός από την χρηματική αμοιβή οι σύμμαχοι δώριζαν στους χωρικούς και διάφορα τρόφιμα. Συζητώντας με γέροντες που έζησαν τα γεγονότα, ακόμη μνημονεύουν τους χουρμάδες, τα μπισκότα, τις σοκολάτες κ.λ.π. που τους δώριζαν οι Άγγλοι.
«Οι Άγγλοι ύμνησαν το δρόμο των Σερρών που τον έζησαν (και τον κατασκεύασαν) χιλιόμετρο με χιλιόμετρο. Εξ άλλου έτσι τον ήξεραν, από τον αριθμό του χιλιομέτρου του. Αρκούσε αυτός ο αριθμός και μόνον, χωρίς καμία αναφορά, για να καταλάβει ο Άγγλος στρατιώτης για ποια τοποθεσία γίνεται ο λόγος, αφού ένας ήταν ο Δρόμος ».