Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Ο ΑΡΑΠΗΣ



 

Ο άνεμος σφύριζε δαιμονισμένα κι έκανε τα πορτοπαράθυρα του σπιτιού να βροντοκοπούνε.  Η καπνοδόχος της εστίας βογκούσε και ούρλιαζε σαν λυσσασμένος σκύλος και μας έκανε να συμμαζευόμαστε όσο μπορούσαμε πιο κοντά στη φωτιά.  Η αναλαμπή των καιόμενων ξύλων προσέλκυε  πάνω της τα βεβαρημένα από τη νύστα μάτια μας και αν το παραμύθι του παππού δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον προ πολλού ήδη θα βρισκόμασταν ξαπλωμένοι πάνω στο μαλακό κιλίμι. 

Ο παππούς άρχισε την αφήγηση και όλοι οι υπόλοιποι  κρεμαστήκαμε στα χείλι του ξεχνώντας ότι επικρατούσε έξω από την πόρτα μας.

Ο Τσαούσης κάτοικος του μαχαλά μόλις αρραβωνιασμένος επιχείρησε επίσκεψη στο σπίτι του πεθερού του στο διπλανό χωριό, τη Ράμνα, πριν πολλά χρόνια.

Το βράδυ-βράδυ μαζεμένο όλο το σόι της γυναίκας του περίμεναν να ψηθούν τα τρία κοτόπουλα στη γάστρα ενώ διέχυναν ορεκτική μυρωδιά σ’ όλη τη γειτονιά περιμένοντας να φιλέψουν το γαμπρό.

Παρατήρησε τότε ο γαμπρός κάποια ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των πεθερικών του.  Κάτι κρυφές και σιγανές ομιλίες, κάτι ανήσυχα κοιτάγματα έξω από το παράθυρο τον έπεισαν πως κάτι τρέχει.  Στην αρχή υπέθεσε ότι η παρουσία του δεν τους ήταν ευχάριστη, αλλά έχοντας υπ’ όψιν τις παλαιότερες ένθερμες υποδοχές απέκλεισε τέτοια υποψία.  Τέλος πάντων τα κοτόπουλα ψήθηκαν το τραπέζι στρώθηκε και γύρω του τοποθετήθηκαν όλοι.  Κάποια μελαγχολία και ένα αίσθημα συμφοράς χαρακτήριζε το κατά τα άλλα πλούσιο δείπνο.  Βάλανε χέρι στο τρίτο κοτόπουλο όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας μεσόκοπος και οπλισμένος άνδρας με όπλο γκρα το οποίο απόθεσε στη γωνιά του δωματίου και απρόσκλητος κάθισε στο τραπέζι. «Δραγάτης θα είναι» είπε μέσα του.   Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη έκφραση ανησυχίας και τα λόγια του σιγανά, φοβισμένα και διακεκομμένα.  Δεν πέρασε πολλή ώρα και έρχεται και δεύτερος οπλισμένος, κατόπιν τρίτος, έπειτα τέταρτος και συνολικά έξι. Όλοι ήταν ανήσυχοι, σιωπηλοί, βλέπονταν μεταξύ τους και αντάλλασαν μερικές ακαταλαβίστικες λέξεις τις οποίες αδυνατούσε να κατανοήσει.  «Θα του ρίξω» έλεγε ο ένας και η φωνή του πνίγονταν από τον τρόμο στον λάρυγγά του.

Όχι!  Δεν γίνεται! Απαντούσε ο άλλος με τον ίδιο τόνο.

Ανησύχησε και προσπάθησε να βρει τη λύση του μυστηρίου που τον περιέβαλε. Ενώ τον έζωναν ερωτηματικά.

«Μήπως ήρθαν ληστές στο χωριό;» σκεφτόταν.  Αλλά τι να πάρουν από ένα φτωχό χωριό που όλο και όλο δεν αποτελούσε παρά ένα μέτριο σπίτι της Θεσσαλονίκης;

«Μήπως ήρθαν κομιτατζήδες;»

Αλλά καθώς γνώριζε από τις κουβέντες των ειδημόνων στο καφενείο οι σχέσεις με τους γείτονες Βουλγάρους έχουν διακανονιστεί. 

«Μήπως θέλουν αυτοί οι ίδιοι να ληστέψουν τον ίδιο;»

Αλλά και αυτή η σκέψη ήταν αδύνατη αφού ήταν γνωστή η οικονομική του κατάσταση και δεύτερο δεν απαιτούνταν γι’ αυτό τόσο μεγάλη πολεμική ετοιμασία.  Εκτός αυτού ο φόβος ήταν ανεξήγητος και το μυστήριο απέμενε μυστήριο.

Ξαφνικά ακούστηκε ένας μακρινός πυροβολισμός και όλοι πάγωσαν κυριολεκτικά από τον τρόμο.  Δειλά-δειλά άνοιξαν το παράθυρο που έβλεπε προς την πλευρά του δρόμου και άδειασαν εν ομοβροντία τα όπλα τους στον αέρα και κλείνοντας τα παραθυρόφυλλα μαζεύτηκαν περίτρομοι στην αντικρινή γωνία του δωματίου. Ταυτόχρονα σχεδόν σε απάντηση ακουστήκαν από όλα τα σημεία του χωριού πυροβολισμοί.

Μα επί τέλους, τι τρέχει, πεθερέ; Ρώτησε.

Αχ! Γαμπρέ μου, οργή Θεού έπεσε στο σπίτι μου και σ’ όλο το χωριό.

Τι έπαθες; Μήπως σκότωσες κανέναν και σε φυλάνε οι συγχωριανοί σου από τους χωροφύλακες;

Μακάρι να ήταν αυτό…. Μα είναι κάτι χειρότερο….

Μήπως μαλώσατε στο χωριό και θέλετε να σκοτωθείτε μεταξύ σας;

Ακόμη χειρότερο!

Μα τι είναι λοιπόν αυτό το φοβερό πράγμα;

Τι είναι;….. Μην τα ρωτάς.  Είναι…είναι…..είναι ένα ξωτικό! Πρόφερε γρήγορα - γρήγορα ο πεθερός του, κι ένας σκασμός συγκλόνισε τα μέλη του μόλις ξεστόμισε τη λέξη.

Ξωτικό !!! μη χειρότερα!  Και πιστεύετε στα ξωτικά σαν μωρά παιδιά;  Δεν ντρέπεστε;

Πιστεύουμε λέει; Το βλέπουμε ολοφάνερα κάθε βράδυ, γαμπρέ μου!  Πρόφερε με κλαψιάρικη φωνή ο δυστυχισμένος πεθερός του έτοιμος να ξεσπάσει σε δάκρυα.

Ναι! Φώναξαν όλοι εν χορώ ολοφάνερα!  Κι αν δεν πιστεύεις θα δεις σε λίγο και του λόγου σου, αν δεν φοβάσαι.

Μα για πείτε μου, πως είναι αυτό το φοβερό ξωτικό;

Να! Σαν ένα γαϊδούρι και στο λαιμό του έχει περασμένο ένα πράγμα πώς να το πω; Ένα πράγμα σαν ένα μεγάλο καπέλο που κουνιέται πέρα-δώθε.  Κάθε βράδυ έρχεται στον κήπο μου και ροκανίζει τα λάχανα σαν γαϊδούρι και οι πατημασιές του γαϊδουρινές είναι.

Και πως δεν το σκοτώνετε λοιπόν, αφού έχετε τόσα όπλα;

Να το σκοτώσουμε; Τι λες γαμπρέ μου; Μπα! Σε καλό σου!  Σκοτώνεται ποτέ, έξω από δω;

Να το! …να το!...φώναξε ένας από τους γενναίους αυτούς παρατηρώντας από μια οπή του παραθύρου προς τον κήπο.

Στο άκουσμα αυτό όλοι έμειναν κόκαλο από την τρομάρα τους, κι ο μικρός της παρέας χώθηκε κάτω από τα πόδια του πεθερού του.

Περίεργος να δει και ο ίδιος το φοβερό αυτό τέρας, το οποίο έσπειρε την φρίκη και τον τρόμο σε όλο το χωριό πλησίασε στο παράθυρο και παρατήρησε από την οπή.

Πράγματι, ένα γαϊδουράκι, στωικότατα έβοσκε στον κήπο και ροκάνιζε τα τρυφερά λάχανα του πεθερού του.  Αλλά κάτι κρέμονταν από τον λαιμό του, αλήθεια περίεργο, το οποίο έμοιαζε με σημαία.  Περίεργος να εξακριβώσει τι ήταν εκείνο κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αλλά ο πεθερός του έτρεξε και τον εμπόδισε με το μεγαλόσωμο παράστημά του.

Για πού γαμπρέ;

Να πιάσω το ξωτικό…

Να πιάσεις το ξωτικό; Ρώτησε με φρίκη σταυροκοπούμενος.  Αυτό δεν γίνεται.  Όλα κι’ όλα, μα δεν σ’ έχω για ξεπάστρεμα.

Χριστός και Παναγία!  Φώναξε τρομαγμένη και η πεθερά του αναπηδώντας από την θέση της τρέχοντας σε βοήθεια του συζύγου της.

Ακούστε, τους λέει, εγώ είμαι σαββατογεννημένος και δεν με πιάνουν τα ξωτικά.  Έπειτα έχω κι’ ένα μέσο που τα ημερεύω.

Ποιο; Ποιο;  Τον ρώτησαν όλοι εν χορώ.

Το «Θεοτόκε Παρθένε» άμα το πεις τρεις φορές ούτε ο διάβολος δεν τολμά να σε πλησιάσει… Αλήθεια, πεθερέ, δώσε μου δύο σπυριά λιβάνι να κρατώ στο χέρι…

Μετά χαράς, γαμπρέ μου.  Έχω και κερί του Επιταφίου.

Βρε τι μου λες!  Κερί του Επιταφίου;  Φέρε το λοιπόν.  Έννοια σου, θα σας το φέρω εδώ το ξωτικό από τα’ αυτιά…

Ά, μπα! Θεός φυλάξοι!  Δεν μας χρειάζεται! Φώναξαν όλοι.  Καλύτερα ας πάει από εκεί που ήρθε.

Επειδή δεν ήθελε να γελάσει με τον τρόμο τους τους είπε:

Τώρα που θα βγω έξω, όση ώρα λείπω, εσείς να κάνετε μετάνοιες εμπρός στα εικονίσματα. Και ξεπόρτισε.

Όταν έφτασε στον κήπο ο γάιδαρος εξακολουθούσε να βόσκει με την ίδια στωικότητα, έφερε δε, χωρίς να γνωρίζει πως, και μια παλιά λινάτσα περασμένη στο λαιμό του.  Τον έπιασε τον γαϊδουράκο από τ’ αυτιά και τον οδήγησε στην αυλή.  Όταν ανέβηκε στο δωμάτιο κρατώντας το περιδέραιο του γαϊδάρου βρήκε άλλους στο σήκωμα της μετάνοιας και άλλους στο πέσιμο και εν γένει παριστάνοντας ένα αστείο σύμπλεγμα με τα μούτρα κιτρινισμένα από τον τρόμο.

Το ξωτικό είναι κάτω στην αυλή τους λέει να και η σημαία που είχε στο λαιμό του.  Κι έριξε μπροστά τους τη λινάτσα.

Μπα! Η παληολινάτσα που είχα κρεμασμένη στην πόρτα του περιβολιού! Είπε η πεθερά του σαν τη κοίταξε καλά-καλά.

Και το γαϊδούρι θα είναι το γαϊδούρι σας, τους είπε.

Και πράγματι έτσι ήταν.  Σαν κατέβηκαν στην αυλή, ο πεθερός του στο φοβερό ξωτικό ανακάλυψε τον Αράπη του, έναν γηραλέο γάιδαρο τον οποίο άσπλαχνα εγκατέλειψε στην τύχη του στο κοντινό δάσος του χωριού αφού κατέστη ανίκανος για εργασία.  Ο γάιδαρος όμως συναισθανόμενος καλύτερα από τον λογικό κύριό του τα δικαιώματα που είχε να βόσκει στον κήπο και να κοιμάται στον στάβλο ερχόταν κάθε βράδυ εξ ενστίκτου στον κήπο και ασκούσε κατά το μισό τα δικαιώματά του, αποφεύγοντας να κάνει αυτό την ημέρα από τον φόβο του ροπάλου.   Όταν μπήκε την πρώτη φορά παρέσυρε και την σκισμένη λινάτσα η οποία κρέμονταν στην πόρτα του κήπου και έκτοτε έμεινε στον λαιμό του.

Άκουσε πεθερέ του είπε δεν έκανες καθόλου καλά και γι’ αυτό τιμωρήθηκες και εσύ και μαζί σου όλο το χωριό.  Ο Αράπης σε δούλεψε τόσα χρόνια κι έτρωγε ο φουκαράς πολύ ξύλο και λίγο σανό.  Και όταν γέρασε κι έπρεπε να πάρει τη σύνταξή  του τον άφησες να ψοφήσει της πείνας στο δάσος ή να τον κατασπαράξουν τα αγρίμια, αντί να τον κρατήσεις στο σπίτι σου ως να έρθει η ώρα να τινάξει μόνος του τα πέταλα.  Λοιπόν ότι παρέλειψες τότε να το κάνεις τώρα.

Κι έτσι έγινε.  Ο Αράπης ξεσαμάρωτος, πέρασε ευχάριστα τις τελευταίες του μέρες.

 

Το παραπάνω διήγημα τιμήθηκε από το σωματείο  ΕΣΤΙΑ ΡΟΥΜΛΟΥΚΙΩΤΩΝ  και συμπεριλήφθηκε σε συλλογική έκδοση.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου