Το συνηθισμένο κάδρο των καφενείων. |
Η παραδεισένιας ομορφιάς Ξυλόπολη, προφυλαγμένη από το μικρό λόφο, βρίσκονταν λίγα μέτρα μακρύτερα από τον κεντρικό δρόμο που συνέδεε τις Σέρρες με τη Θεσσαλονίκη. Ανηφορίζοντας το μικρό λοφάκι απολαμβάναμε το πανόραμα της πλατείας.
Δίπλα από την εθνική οδό, αριστερά στη βραχώδη πλαγιά εξελισσόταν μια όμορφη λιθόστρωτη διαδρομή. Περπατώντας μέσα σε περιβάλλον γεμάτο από γερασμένες ακακίες, που αρκούνταν στο λιγοστό χώμα του πετρώδη τόπου, φτάναμε στην πλατεία. Προσπαθούσαμε να σταθεροποιήσουμε την αναπνοή μας την ώρα που οι ηλιακτίνες ξεχύνονταν πάνω της και βλέπαμε πόσο υποδειγματικά διατηρούσε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της και έδειχνε το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδό της. Άξιζε το περπάτημα στους φιδόσυρτους δρόμους που φάρδαιναν γύρω της αλλά προτού πάρουμε οποιαδήποτε κατεύθυνση σταματούσαμε στο καφενείο του «Μαρκεζίνη» για ένα καφέ, λίγη κουβέντα και μια απολαυστική ορατότητα που προσέδιδε η αμφιθεατρική του θέση.
Τα παλιά τα χρόνια, πριν εμφανιστεί η τηλεόραση, το καφενείο ήταν ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι του χωριού. Μετά τη δουλειά τους οι εργαζόμενοι, πρωί και απόγευμα οι χασομέρηδες, έπιαναν θέση στα μικρά τραπεζάκια του για να μάθουν τα νέα της ημέρας, να συναντήσουν τους φίλους τους, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέματα με όσους βρίσκονταν εκεί.
Από εκεί περνούσε τακτικότατα ο πρόεδρος του χωριού ή ο βουλευτής της περιφέρειας για να τον δουν και να δώσουν υποσχέσεις, ο παπάς για να συναντήσει το ποίμνιο που δεν έβλεπε στην εκκλησία, ο γεωπόνος για να συμβουλέψει, ο χωροφύλακας για να είναι μέσα στα πράγματα. Κάποιος μπορούσε πολύ εύκολα επίσης να διακρίνει τους πανταχού παρόντες ξερόλες που συμμετείχαν σε κάθε συζήτηση, τους κουτσομπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναμετέδιδαν κάθε είδηση ή φήμη, τους ήσυχους που κάθονταν στις άκρες και παρακολουθούσαν, καθώς και το χαζό του χωριού ή της περιοχής που όλοι τον πείραζαν, αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τα πειράγματα και πίστευε ό,τι του έλεγαν.
Οι θαμώνες παράγγελναν τον καφέ ή το ούζο τους και ήταν συνήθως εύκαιροι για μια γερή παρτίδα τάβλι ή για λίγο χαρτάκι και ο καφετζής δεν τους χαλούσε το χατίρι για ό,τι ζητούσαν. Πολλές φορές ένας καλός καυγάς άναβε τα αίματα και μάζευε και κόσμο από τους γύρω δρόμους, που έτρεχε εκεί για να μάθει τι συνέβη, ποιοι και γιατί μαλώνουνε και για να πάρει το μέρος του ενός ή του άλλου. Κάποιες φορές μάλιστα ήταν και ο ίδιος ο καφετζής που υποκινούσε το ξεκίνημα του καυγά, σκεπτόμενος ότι έτσι ίσως αυξανόταν η πελατεία
Το καφενείο του Μαρκεζίνη ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει. Νύχτα ακόμη, μέσα στη βαρυχειμωνιά, ανηφόριζε από το σπίτι του για το καφενείο, ανοίγοντας δρόμο με τα φαρδύπατα παπούτσια του για μας τα μικρά που θα πηγαίναμε σχολείο. Το καφενείο δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο μερικά ξύλινα ράφια τον πάγκο με τη γκαζιέρα, τα μπρίκια και τα φλιτζάνια. Με ψάθινες καρέκλες και ξύλινα τετράγωνα τραπέζια κι έναν άτσαλο Μαρκεζίνη. Για θέρμανση είχε την ξυλόσομπα και ο φωτισμός του, πριν την ηλεκτροδότηση, γινόταν με λουξ.
Ο καφετζής έψηνε τους καφέδες και ετοίμαζε το μεζέ που συνόδευε το "καραφάκι" με το ούζο, στον ιδιαίτερο χώρο του, πίσω από τον ξύλινο πάγκο. Στο μικρό μπαλκονάκι του Μαρκεζίνη δέσποζε εκείνο το ιστορικό παγκάκι που σώζεται μέχρι τις μέρες μας.
Τα παλιά όμως χρόνια οι μουσικοί του τόπου πρότειναν στους καφετζήδες να παίζουν στο καφενείο τους χωρίς καμιά αποζημίωση. Ο καφετζής δεν χρειαζόταν να το πολυσκεφτεί, γιατί δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες προετοιμασίες για να οργανωθεί το γλέντι. Μια επίσκεψη στο παντοπωλείο ήταν αρκετή, για να εφοδιαστεί το καφενείο με λουκούμια, φλόκες και βανίλια που χρειαζόταν. Τραπέζια δεν υπήρχε χρεία να βρεθούν, γιατί δεν είχαν καμιά χρησιμότητα. Το κοινό ήθελε μόνο καρέκλες ή εν ανάγκη πάγκους για να καθίσει και τίποτα περισσότερο. Έπαιρνε στο χέρι καθένας τη φλόκα του ή το αναψυκτικό του και απολάμβανε τα δρώμενα.
Σχεδόν κολλητά με το καφενείο του Μαρκεζίνη ήταν το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Άγγελου. Έγινε καφετζής τα τελευταία χρόνια· υστερούσε από του Μαρκεζίνη ως προς τη θέα αλλά η καθαριότητά και οι μυρωδάτοι καφέδες του έχουν μείνει στην ιστορία.
Στην άλλη πλευρά της πλατείας απέναντι από του Μαρκεζίνη βρισκόταν χαμηλότερα το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Δαβίκου. Το καφενείο ήταν λιθόκτιστο με δύο τεράστιες ξύλινες πολύφυλλες πόρτες στην πρόσοψη. Δεν επέτρεπε όμως πανοραμική θέα προς την πλατεία. Στο εσωτερικό, δεξιά της εισόδου κυριαρχούσε ο τυπικός ξύλινος πάγκος που πλαισίωνε τον χώρο παρασκευής του καφέ, του ούζου και του μεζέ και αποτελούσε τον ιδιαίτερο χώρο του μπάρμπα-Δαβίκου. Η ιστορία του καφενείου, λόγω της θέσης του στην κεντρική πλατεία, ήταν στενά συνυφασμένη με την κοινωνική και πολιτική ζωή της Ξυλόπολης.
Θα επιστρέψουμε όμως στην αρχή της διαδρομής στον αυτοκινητόδρομο που συνέδεε την Θεσ/νίκη με τις Σέρρες και θα σταθμεύσουμε στα τρία καφενεία που πλαισίωναν τον δρόμο. Διασημότερο όλων ήταν του μπάρμπα-Κώστα. Το παραδοσιακό του στυλ ταξίδευε τους ντόπιους σε άλλες εποχές, σε άλλα ήθη. Εποχές όπου η διασκέδαση και η απόλαυση είχαν την αυθεντική τους έννοια. Και όπου ευδοκιμούν αυτές οι έννοιες, ο πολιτισμός και η κουλτούρα βρίσκονται στο απόγειό τους. Ήταν οι εποχές που ο μπάρμπα-Κώστας, πρόσφυγας από το Κρούσοβο, προσέφερε απλόχερα τα φώτα του και άλλο χρώμα στον τρόπο παρασκευής γλυκών και κρασιών από τα δικά του αμπέλια. Το μικρό αυτό καφενεδάκι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μικρό ίχνος από την τεράστια ποιότητα και την αισθητική που μας δίδαξαν οι "ξεχασμένες" πατρίδες μας.
Η μυρωδιά των μεζέδων του φορτωμένη με μνήμες και η γεύση τους πληθωρική. Αλλά και τόσο δεμένη με γνήσιες ελληνικές στιγμές απόλαυσης, όταν τα ζάρια επιτέλους έφερναν εξάρες και μία γουλιά αχνιστού καφέ ερχόταν να ολοκληρώσει την ευδαιμονία.
Στην ίδια πλευρά του αυτοκινητόδρομου και σε απόσταση περίπου πενήντα μέτρων ήταν το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Πασχάλη Μαράντου. Όσο και αν προσπαθώ δεν μπορώ να αποτυπώσω την ατμόσφαιρα πού επικρατούσε εκεί μέσα, η μνήμη μου με απατά, λες και κάποιος με είχε προειδοποιήσει, λέγοντας μου πώς αυτό το τόσο χαρακτηριστικό καφενείο θα υπέκυπτε στα κελεύσματα των καιρών και θα μετατρεπόταν σε λίγα χρόνια σε σύγχρονο καφέ μπαρ. Όποτε περνάω από κει, προσποιούμαι πώς ενδιαφέρομαι για τις κομψές τζαμαρίες και τα καθίσματα, αλλά στην πραγματικότητα προσπαθώ να κοιτάξω πίσω τους, ξαναφέρνοντας στη μνήμη μου τη μυρωδιά και τους φωτισμούς του παλιού καφενείου.
Από τα λίγα που επανέρχονται στη μνήμη μου ήταν και εκείνο το περίφημο γραμμόφωνο. Ο ίδιος ήταν πιο θερμόαιμος από τους θαμώνες, δεν καθόταν ποτέ, άλλά χόρευε ασταμάτητα. Κοντά του άραζαν πάντα οι ντελικάτοι χορευτές. Οι πιο πολλοί χόρευαν λες και πατούσαν σταφύλια. Υπήρχαν όμως και αρκετοί εξαίσιοι χορευτές που χόρευαν σεμνά και ταπεινά, έκαναν όμορφα και χαριτωμένα στριφογυρίσματα, λες και δεν πατούσαν στη γη. Πηδούσαν ζωηρά, έκαναν τσαλίμια, έτρεχαν μπρος-πίσω, σήκωναν ψαλίδια στον αέρα και γενικά ήθελαν ένα αλώνι για να εκτελέσουν τις χορογραφίες τους. Στα τελευταία καθίσματα θρονιαζόντουσαν οι ηλικιωμένοι και όσοι δεν ήξεραν να χορεύουν. Για μένα τα καφενεία του χωριού μου ήταν τα κέντρα λήψης αποφάσεων με παράθυρα που είχαν θέα προς τον καταπράσινο ορίζοντα και ωραία μαρμάρινα ή ξύλινα τραπεζάκια. Άλλα καφενεία είχαν χρώμα και γεύση τριαντάφυλλου, άλλα πράσινης μέντας, και άλλα ήταν κεχριμπαρένια και στο βάθος μοσχοβολούσαν καφέ και ούζο.
Υπήρχε ένας μόνιμος θόρυβος από ομιλίες, που έφτανε ως ένα ορισμένο ύψος και σε προστάτευε από τη σιωπή.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου βρισκόταν το άλλο καφενείο του μπάρμπα-Πασχάλη Τράκα. Οι θαμώνες του αφήνονταν απολαμβάνοντας γουλιά γουλιά τον καφέ, στο αξεδιάλυτο βουητό, αυτό το μοναδικό βουητό των αρχέγονων αυτοκινήτων και λεωφορείων που στάθμευαν μπροστά του, με τα ζάρια να κροταλίζουν στο τάβλι, νευρικά ή περιπαιχτικά, και τα πούλια να κροτούν θριαμβικά στο πλακωτό είτε να αμπαρώνουν και την τελευταία πόρτα στο εξάπορτο.
Τα καφενεία της Ξυλόπολης είναι κομμάτια από τα βιώματά μου που συνέλεξα στα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας και που τώρα έκρινα πως ήρθε η στιγμή να τα φέρω στην επιφάνεια. Διασώζονται όμως στη μνήμη μου οι αφηγήσεις των γεροντοτέρων για τα άλλα δύο ιστορικά καφενεία του Γιάννη Δούνδη και του Λάζαρου Πάτσου.
Σκέφτομαι πως σχεδόν όλοι, όσοι αναφέρθηκαν, έχουν πεθάνει κι έτσι δεν θα μάθουν ποτέ ότι έχουν εγκλωβιστεί για πάντα στις σελίδες ενός βιβλίου.
Μετά από μια στάση στα παραδοσιακά καφενεία η σύντομη περιδιάβαση στα στενά δρομάκια της Ξυλόπολης μας φέρνει σε επαφή με άλλα επαγγέλματα, που στις μέρες μας έχουν εκλείψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου