Η περιπλάνηση στην παλιά Ξυλόπολη δεν είναι μόνο μια παράθεση γεγονότων και καταστάσεων, αλλά και μια γνωριμία με τους ανθρώπους, τα επαγγέλματά τους, τη δουλειά, το μόχθο, τη διασκέδαση και τις άλλες ασχολίες τους. Μια παρουσίαση της συμπεριφοράς και των χαρακτήρων των ανθρώπων της εποχής, των μέσων επικοινωνίας και συγκοινωνίας, των πανηγύρεων και όλων εκείνων που συνέθεταν ένα κόσμο διαφορετικό από το σημερινό, τόσο όμως αυθεντικό και αληθινό. Χρόνια νοσταλγικά, αλλά και οικονομικά δύσκολα, και για τους αγρότες τυραννικά φορτωμένα από το μόχθο της δουλειάς, τον ιδρώτα, την αγωνία για το αύριο. Και όχι από εισηγήσεις παλαιοτέρων, αλλά σκαλίζοντας τη μνήμη μου, μεταφέρω στο χαρτί τις δικές μου προσωπικές εμπειρίες, με τη γνώση ότι κάτι δεν είπα, κάτι παρέλειψα.
Θα σας μεταφέρω νοερά σε μια άλλη εποχή, πριν από 40 - 50 περίπου χρόνια. Τότε που με τα μάτια και το μυαλό νεαρού μαθητή αποτύπωσα γεγονότα και καταστάσεις, τόσο διαφορετικές από σήμερα. Με τη νοσταλγία του χθες ας περιπλανηθούμε για λίγο μαζί στην παλιά Ξυλόπολη, μεταφέροντας εδώ όσα θυμάμαι από επαγγέλματα, ανθρώπινους χαρακτήρες και όμορφες εικόνες, σαν ανάμνηση μιας εποχής που είχε πολλά και διαφορετικά, έτσι όπως αυτή μας τα παρέδωσε.
Η Ξυλόπολη είχε το προνόμιο να έχει στους κόλπους της τεχνίτες και επαγγελματίες κάθε ειδικότητας. Είχε τέτοιο αξιόλογο και πολυποίκιλο δυναμικό, που κανένα από τα γύρω της χωριά δεν διέθετε. Θα προσπαθήσω να δώσω μια αμυδρή εικόνα των όσων πιο πάνω ισχυρίζομαι. Και τούτο για να δώσω την ευκαιρία στους νέους μας να καταλάβουν, όσο αυτό επιτρέπει η σύγχρονη τεχνολογία, τι πρόσφεραν οι παππούδες μας. Τι ήταν εκείνο που διαφοροποιούσε το χωριό μας από όλα τα γύρω χωριά.
Ο τόπος φτωχός. Όμως παρά τα δυσμενή αυτά στοιχεία η Ξυλόπολη έσφυζε από κίνηση και ζωή. Ήταν εν πάση περιπτώσει σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από όλα τα γύρω χωριά. Αυτό το χρωστούσε στα παιδιά της, στους υπέροχους τεχνίτες, στους ευσυνείδητους επαγγελματίες και εργάτες που διέθετε.
Ας σημειώσουμε τέλος ότι πολλά από τα επαγγέλματα που αναφέρονται, σήμερα δεν υπάρχουν. Τα κατάπιε η πρόοδος της τεχνολογίας.
Καιρός όμως είναι ν' αρχίσουμε την καταγραφή των τεχνιτών και των επαγγελματιών εκείνης της φτωχής μεν, αλλά ωραίας εποχής.
Θυμάμαι τους σαμαράδες (σαγματοποιούς). Μεγάλη υπηρεσία πρόσφεραν στο χωριό μας ο μπάρμπα-Νίκος αλλά και ο μπάρμπα-Κώστας (Ντίνας). Και οι δυο τους ήταν δεξιοτέχνες, καλλιτέχνες στη δουλειά τους και διακρίνονταν για την καλοσύνη και την ανθρωπιά τους.
Την τέχνη κληρονόμησαν ο μπάρμπα Νίκος από τον Νώττα Αναστάσιο (μπάρμπα Τάσο), ενώ ο μπάρμπα Κώστας μαθήτευσε δίπλα στον Ιωσήφ Τοπάλη, που είχε το σαμαράδικο στην πλατεία.
Η πελατεία τους απλωνόταν σ’ όλα τα γύρω χωριά, Βερτίσκο, Νικόπολη, Ράβνα, Θεοδόσια κ.α. Ήταν τόσο καλοί στη δουλειά τους, ώστε η πελατεία τους ημέρα με την ημέρα γινόταν μεγαλύτερη.
Ερείπια απο το σαμαράδικο του Ντίνα. |
Όταν κατέφθαναν οι πελάτες των γύρω χωριών, πάρκαραν τα γαϊδουράκια έξω από τα σαμαράδικα και περίμεναν τη σειρά τους. Τα δύο σαμαράδικα βρισκόταν, του μπάρμπα-Νίκου στην κατηφόρα του Άη Γιώργη και του μπάρμπα-Ντίνα στον δρόμο για τον Τούρκικο μαχαλά. Τα σαμαράδικα ήταν μικρά μαγαζιά που βρίσκονταν κοντά στα χάνια, για να εξυπηρετούνται οι ταξιδιώτες. Εφάπτονταν του δρόμου και ήταν υπερυψωμένα γύρω στο 1,50 μέτρο . Είχαν από την πλευρά του δρόμου μεγάλο ορθογώνιο παράθυρο και έτσι δημιουργούνταν η αίσθηση ότι οι πελάτες, ενώ κάθονται έξω, βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. Το δάπεδό τους ήταν ξύλινο, επειδή ο μάστορας δούλευε καθισμένος στο δάπεδο.
Εδώ γινόταν η κατασκευή και η επισκευή των σαμαριών. Το μέγεθος και το σχήμα τους εξαρτιόταν από το ζώο για το οποίο προοριζόταν. Ο νοικοκύρης ερχόταν την προηγούμενη με το ζώο του στο σαμαρά, ώστε ο σαμαράς να πάρει μέτρα στην πλάτη του συγκεκριμένου ζώου.
Ο σαμαράς δούλευε πάντοτε καθισμένος στο πάτωμα. Για εργαλεία χρησιμοποιούσε ξυλοφάγο, χειροκίνητο τρυπάνι, κόπανο (ξύλινο σφυρί), σκεπάρνι, τανάλια, λίμα, χοντρή βελόνα, σακοράφα και μια λεπτή βέργα (σαμαροπήχης), με την οποία έπαιρνε τα μέτρα του ζώου.
Η τοποθέτηση του σαμαριού πάνω στη ράχη του ζώου απαιτούσε προσοχή και επιδεξιότητα. Αφού το προσάρμοζαν καλά, το έδεναν στο πλάι και στην ουρά, ανάμεσα από τα σκέλια, με δερμάτινα λουριά και το έσφιγγαν μέχρι να στερεωθεί τέλεια.
Η κατασκευή του σάγματος περνούσε από έξι φάσεις και ολοκληρωνόταν σε τέσσερις μέρες περίπου.
Κατά την πρώτη φάση ο τεχνίτης έπαιρνε τα μέτρα του ζώου για το οποίο θα κατασκεύαζε το σαμάρι, το οποίο έπρεπε να είναι τέσσερα δάχτυλα μεγαλύτερο από τα πλευρά του ζώου («να έχει τέσσερα δάχτυλα αέρα») για να μην ενοχλεί το ζώο.
Στη συνέχεια έκοβε τα ξύλα στο απαραίτητο σχήμα για τη δημιουργία του σκελετού του σαμαριού (το ξύλινο μέρος). Στην τρίτη φάση γινόταν η συναρμολόγηση των ξύλων του σαμαριού: πρώτα στερεώνονταν τα κεντέκια - βάσεις που συνέδεαν το μπροστινό («νόμο») και το πίσω μέρος του σκελετού, στη συνέχεια τα «σκαρβέλια» ή «πλανέτες» που σταθεροποιούσαν και ενίσχυαν τη σύνδεση του «νόμου» με το πίσω μέρος του σκελετού. Οι πλανέτες προεξείχανε από το «νόμο» (στην πρόσθια όψη) και είχαν μια εγκοπή, όπου έδεναν τα φορτία, ενώ αντίστοιχη εγκοπή υπήρχε και στο πίσω μέρος του σαμαριού.
Τα εργαλεία του σαμαρά. |
Στην τέταρτη φάση έραβαν τον κετσέ (ύφασμα από κατσικότριχα που κάλυπτε εξωτερικά το σαμάρι) με το δέρμα, το στερέωναν στο σκελετό και το γέμιζαν με άχυρο (περισσότερο στην μπροστινή και πίσω πλευρά όπου έπεφτε το φορτίο και ελάχιστα στη μέση, για να μη βαραίνει στη ραχοκοκαλιά του ζώου). Στην πέμπτη φάση διακοσμούσαν το «νόμο» και το πίσω μέρος του σαμαριού με ξυλόγλυπτα σχέδια και τοποθετούσαν διάφορες χάντρες, καρφιά κ.α. και τέλος το έβαφαν.
Το επάγγελμα του σαμαρά, οικογενειακό κυρίως εκείνα τα χρόνια, θεωρούνταν από τα πιο προσοδοφόρα. Σήμερα, όχι μόνο δεν υπάρχουν σαμαράδες αλλά και τα μαγαζάκια γκρεμίστηκαν.
Ο τεχνίτης έφτιαχνε και επιδιόρθωνε σαμάρια, καθώς και όμορφες διακοσμητικές κατασκευές. Τόσο η κατασκευή όσο και οι επιδιορθώσεις ήταν τέχνη δύσκολη. Το σαμάρι είναι όπως ένα ρούχο και πρέπει να εφαρμόζει τέλεια πάνω στο ζώο. Ένα καλό σαμάρι μπορεί να κρατήσει και πάνω από 15 χρόνια. Τα ζώα για να σαμαρωθούν πρέπει να έχουν κλείσει τα τρία χρόνια. Έως αυτή την περίοδο και όσο είναι πουλάρια ακολουθούν τα μεγαλύτερα ζώα όπου εργάζονται, έτσι ώστε να είναι έτοιμα για δουλειά, όταν μεγαλώσουν. Για να συνηθίσουν τα ζώα το σαμάρι, τους βάζουν στην αρχή πανιά ή κουβέρτες στη πλάτη , τα οποία τα δένουν με τριχιά κάτω από την κοιλιά. Οι παραγγελίες ποικίλουν και είναι θέμα συμφωνίας. Ο σαμαράς δεχόταν την παραγγελία στο μαγαζί, έκλεινε την συμφωνία και έπαιρνε τα μέτρα. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που ψόφαγε κάποιο ζώο, ενώ είχε δοθεί η παραγγελία και ο πελάτης δεν πήγαινε να το πάρει. Στην περίπτωση αυτή ο σαμαράς δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει αλλού, μιας και τα μέτρα για το κάθε ζώο ήταν διαφορετικά.
Στην Ξυλόπολη (Λιγκοβάνη) που οι χωρικοί χάρηκαν, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, στιγμιαίες μόνο υποψίες ελευθερίας, ήταν όμως τίμιοι, ευγενικοί, φιλόπονοι, θαρραλέοι, πνευματώδεις και καλλιεργημένοι. Δεν συναντούσες σε τούτο τον τόπο μίγμα περηφάνιας και ποταπότητας
Αυτή η Ξυλόπολη, αν προσπαθήσουμε να την περιγράψουμε ακριβώς, θα μας προσφέρει ζωηρές συγκινήσεις κατά τη διάρκεια της διαδρομής μας.
Σαμάρια |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου