Τοις
κεκοιμημένοις
Για πολλούς σήμερα μια όμορφη ανάμνηση αποτελεί αφορμή για αναπόληση στον κόσμο, που η ανάπτυξη και η πρόοδος τον διέγραψαν μονοκοντυλιά. Είναι μάταιο να επιχειρεί κάποιος σήμερα συγκρίσεις και παραβολές με το παρελθόν, λες και ένας άλλος κόσμος ζούσε τότε. Η ζωή κυλούσε ήρεμα, αργά, χωρίς άγχη και προβληματισμούς. Όλα ήταν απλά και απλοποιημένα.
Η ηρεμία βασίλευε σε όλες τις γειτονιές του χωριού και μόνο οι φωνές των παιδιών ή κάποιου μικροπωλητή τάραζε την ατμόσφαιρα. Η βουή κάποιου αυτοκινήτου, που σπανίως ξεπρόβαλε, ήταν η αιτία να προκληθεί μικρή αναταραχή. Οι βουές είχαν ονοματεπώνυμο. Τώρα περνά ο Τσικρίκης, ενώ αυτός που πέρασε προηγουμένως ήταν ο Συμπέθερος κ.λ.π.
Η οικογένεια είχε πατριαρχική δομή και εντυπωσιακό «δέσιμο». Οι γονείς είχαν καταλυτική επίδραση και επιρροή στα παιδιά. Ο σεβασμός και η υπακοή ήταν δεδομένα. Το ξύλο αποτελούσε ένα από τα σωφρονιστικά μέσα.
Κατηφορίζοντας το κεντρικό καλντερίμι από την πλατεία για την γειτονιά μου (τον κάτω μαχαλά), τις περισσότερες φορές ξυπόλητοι, τα κόκαλά μας κόντευαν να ξεχαρβαλωθούν. Οι πέτρες του καλντεριμιού ήταν άτσαλες και μυτερές και, όταν πατούσες επάνω τους, παρίστανες τον αναστενάρη.
Σήμερα ευχάριστα προχωρώ κατηφορίζοντας τον κεντρικό δρόμο, που οδηγεί από την πλατεία στον παλιό Αη Γιώργη και ίχνη μιας άλλης εποχής, ενθυμήσεις ευχάριστες γυροφέρνουν στο νου μου. Το κάθε βήμα, η κάθε στροφή σου θυμίζει μια ξεχωριστή γραφικότητα και ένα ξεχωριστό θέλγητρο. Μερικές σκηνές και τα πρόσωπα που τις κοσμούν παραμένουν ακόμη ανεξίτηλες. Υπάρχουν όμως σχέσεις αγάπης που λειτουργούν έτσι, καθορισμένες από την έλλειψη και τον χρόνο. Όσο είμαστε αλλού ζούμε με την ιδέα πως θ’ αρκούσε να συναντηθούμε για λίγο. Από τη στιγμή που βρισκόμαστε εκεί, τα μάτια μας ανοίγουν και διαφυλάττουμε την αγάπη. Γι’ αυτό το λόγο εδώ και πολλά χρόνια καλλιεργώ το χρόνο, όπως ποτίζουμε στα παράθυρα και στα μπαλκόνια μαραμένα λουλούδια.
Περνώ πολλές μέρες κατακρίνοντας τον εαυτό μου που άφησα να πεθάνουν όλοι αυτοί οι καλοί γέροντες, ο ένας μετά τον άλλον, χωρίς ποτέ να μπω στον κόπο να συλλέξω τις μαρτυρίες τους. Αφού εξάντλησα το χρόνο των τύψεων, ο μόνος δρόμος που μου απόμεινε να ακολουθήσω, αφού οι ερωτήσεις μου στους ζωντανούς δεν βοηθούν σε τίποτε, είναι να απευθυνθώ στους νεκρούς. Τουλάχιστον σε όσους είχαν αφήσει μαρτυρίες.
Σχεδόν εφάπτονταν της πλατείας το πηγάδι και δίπλα του η καρυδιά, όπου έστηνε το εργαστήριό του ο γανωματής περιμένοντας την πελατεία του με απλωμένα τα εργαλεία, αφού είχε κάνει το γύρω του χωριού για να κάνει γνωστή την παρουσία του,.
Η κατηφόρα απότομη, αλλά στο μέσον της σταματούσες για λίγο, έστριβες το κεφάλι δεξιά να καλημερίσεις τον μπαρμπα-Βίλκα, ο οποίος ακόμη μονολογούσε για το χθεσινοβραδινό διάλογο που είχε με τον μπαρμπα-Αλέκο …….. «άκου να δεις δεν πίνει ούζο»; ακόμη δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ο διάλογος διημείφθη στο μπακάλικο του Θανάση.
Ο μπαρμπα-Βίλκας, όπως κάθε βράδυ, έπρεπε να πιει τα ούζα του. Καθισμένος λοιπόν στο τσουβάλι με τα φασόλια χαιρετούσε τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο μπακάλικο.
Ήρθε και ο μπαρμπα-Αλέκος για τα καθιερωμένα ψώνια.
- Γεια σου Βίλκα
- Γεια σου Αλέκο
Αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες για τις δουλειές της μέρας, λέει ο Αλέκος:
-Τραβάς όμως τα ουζάκια σου.
-Τι να κάνω μωρέ Αλέκο, αυτό με ξεκουράζει. Εσύ πίνεις κανένα ούζο;
-Ούζο εγώ, γιατί τελείωσε το νερό;
-Καλά κάνεις Αλέκο, νερό πίνουν και οι αγελάδες.
Στο τελείωμα της πρώτης απότομης κατηφόρας, στο μικρό πλάτωμα, ο μπαρμπα-Νικόλας ξημεροβραδιάζονταν για να προλάβει να επισκευάσει τα σαμάρια. Η κληματαριά περίτεχνα στόλιζε την όψη του εργαστηρίου του κρύβοντας μάλιστα τη μισή επιγραφή. Από το αφύσικα μεγάλο παράθυρο κάτι είχε να πει στους διαβάτες ανασηκώνοντας το βλέμμα του για λίγο.
Επόμενη στάση ήταν στο σπίτι του μπαρμπα-Χρήστου με τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα, που από μέσα την ασφάλιζε ο σιδερένιος μάνταλος. Ο γιος του έφυγε μετανάστης στη Γερμανία και του άφησε τα δύο εγγόνια να τα φροντίζει. Κούτσαινε στο ένα πόδι και πάντα κυκλοφορούσε με μπαστούνι, φτιαγμένο από ξύλο κρανιάς. Όταν τα εγγόνια δεν υπάκουαν στις προσταγές του, φώναζε με την στεντόρεια φωνή του «Τάκο βρε», ενώ ταυτόχρονα πετούσε το μπαστούνι κι όποιον πάρει ο χάρος.
Προτού φτάσεις στου μπαρμπα-Χρήστου όμως, έφτανε στο αυτί σου ο ήχος του φυσερού από το σιδηρουργείο του μπαρμπα-Θανάση.
Και, ενώ βρισκόσουν στο μέσον περίπου της διαδρομής, ατένιζες το «πολυιατρείο» της μπάμπως-Σόφου. Από γέννες μέχρι κατάγματα, όλα τα θεράπευε, τα χρόνια εκείνα όποιος ήξερε και ένα έμπλαστρο να κολλήσει θεωρούνταν γιατρός. Μια βραδιά μάλιστα δεν μπορούσε να βρει το καντήλι και τι να κάνει η δόλια…! Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ώσπου άναψε το καντήλι για να το ψάξει, έφτασε μάλιστα μέχρι τη γειτονιά.
Άλλη προσωπικότητα της γειτονιάς ήταν ο Σόφιν Κόλης, σύζυγος της μπάμπως-Σόφου. Λίγες ώρες της μέρας είχε διαύγεια. τις υπόλοιπες σερνόταν μ’ ένα μπουκάλι ούζο μέσα στο ζωνάρι ψάχνοντας στα αλλοπρόσαλλα αντικείμενα του μικρού μπαξέ, αντικείμενα της ζωής του. Ένα απόγευμα μάλιστα, όπως καθόταν όλη η γεροντοπαρέα στο μπακάλικο του «Βαγγέλη» και παραδίπλα τα πιτσιρίκια, να’ σου ο Σόφιν Κόλης έχοντας παραμάσχαλα το ένα τσαρούχι. Το πόδι του ήταν καταματωμένο και κούτσαινε, ενώ η πορεία του σχημάτιζε πότε οχτάρια και πότε εννιάρια. Απευθυνόμενος στο Βαγγέλη του λέει: πάτησα ένα αγκάθι αλλά ήταν πολύ άτιμο και δεν λέει να σταματήσει το αίμα. «Το βλέπει ο Βαγγέλης και του βάζει τις φωνές» το έχεις κόψει το πόδι με το τσεκούρι και μάλιστα βαθιά μέχρι το κόκαλο. Πέσανε πάνω του τότε όλοι οι ειδήμονες. Ο μπάρμπα-Αντρέας που ήταν σφάχτης και τζαμπάζης έδωσε τις πρώτες συμβουλές. Βλέπεις ήξερε από χειρουργεία. Ενώ ο ίδιος είχε τη γιατρό στο σπίτι. Που να τολμήσει να ζητήσει θεραπεία! καμιά μασιά ίσως. Του το επιδέσανε και άρχισε μετά το μικρό διάλειμμα την ουζοκατάνυξη.
Αφού περνούσες και αυτό το εμπόδιο κατέφθανες στο μπακάλικο του Βαγγέλη. Η «βουλή» του κάτω μαχαλά. Η συνεδρίαση άρχιζε μετά το σούρουπο. Πρόεδρός της ήταν ο Βαγγέλης. Δεν τον ενδιέφερε να πουλήσει τα εμπορεύματα, αλλά να εκφωνήσει τους δικανικούς. Όλοι οι γέροντες γύρω του και αυτός να ρητορεύει. Μάλιστα τα πρωινά έκανε προπόνηση. Μικρός καθόμουνα στο πεζούλι και με έβαζε να τον αξιολογώ. Όταν του έλεγα ότι έκανε κάποιο λάθος επαναλάμβανε το κείμενο από την αρχή. Στο τέλος φώναζε γεμάτος περηφάνια, «είμαι ο Δημοσθένης του 20ου αιώνα, μάλιστα χωρίς να βάζω χαλίκια στο στόμα».
Τι δεν έχουν ακούσει εκείνα τα ντουβάρια και προπαντός τα τσουβάλια με τα φασόλια και με το ρύζι, αφού ήταν τα καθίσματα των βουλευτών! Το περιεχόμενο των τσουβαλιών ίσως γι’ αυτό ήταν τόσο νόστιμο. Το μόνο πταίσμα ήταν ότι η ημερομηνία λήξης δεν ήταν τόσο ευδιάκριτη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν όρια στις ιστορίες που μπορούν να επινοήσουν για να εξωραΐσουν το χωριό τους. Χθες ο μπαρμπα-Θανάσης προσπαθούσε να πείσει τους υπόλοιπους με ασυγκράτητο ρητορικό ενθουσιασμό ότι το αποτύπωμα στην μεγάλη πέτρα κοντά στην γέφυρα, είναι του Μεγαλέξανδρου. Οι υπόλοιποι αντέτειναν ότι από το σημείο είχε περάσει μόνο ο Φίλιππος, πατέρας του Μεγαλέξανδρου και, ενώ ο πρόεδρος σήμανε τη λήξη της συνεδρίασης, το πρόβλημα δε λύθηκε.
Ο Βαγγέλης όμως ήταν και παιδονόμος, δάσκαλος και ότι βάλει ο νους σου. Στο πίσω μέρος του μπακάλικου είχε παρκάρει διάφορες μηχανές, άλλες του σιταριού, άλλες του καλαμποκιού, μέχρι και χοιροστάσιο είχε. Μια μέρα μάλιστα χάλασαν λόγω της πολυκαιρίας οι παστές λιπαριές. Θεώρησε καλό να ταΐσει μ’ αυτές τα γουρούνια, παρακάμπτοντας τους γεροντότερους, που προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν. Την άλλη μέρα ψόφησαν τα γουρούνια, πήγε πρωί-πρωί και τα έθαψε. Το βράδυ ανακοίνωσε ότι τα πούλησε. Τα υπόλοιπα μέλη του κοινοβουλίου ήταν: Ο μπάρμπα-Γιώργης, ο μπάρμπα-Λάζαρος, ο Γεωπόνος, ο μπαρμπα-Άγγελος, ο μπαρμπα-Θανάσης κ.α..
Ίσως ο μοναδικός ένοικος του μαχαλά που δεν επισκεπτόταν το μπακάλικο ήταν ο παππούς μου, σιδεράς στο επάγγελμα. Έστελνε εμένα να του φέρω το ούζο και, αφού κατέβαζε όλο το μπουκάλι, μπροστά του έβλεπε έναν πελώριο κάμπο. Γι’ αυτό με φώναζε να τον οδηγήσω στο κρεβάτι χωρίς να υποψιαστεί τίποτε η γιαγιά μου. Σε λίγο όμως κατέφθανε η γιαγιά από την κουζίνα, η οποία στεγαζόταν στη διπλανή παράγκα, κατάμαυρη από την κάπνα και τις μυρωδιές μάλλον είχε βλάβη ο απορροφητήρας και μόλις τον αντίκριζε ξαπλωμένο άρχιζε η μάχη.
Αλλά ο Βαγγέλης είχε και παιδαγωγικά καθήκοντα απέναντι στην τσακαλοπαρέα μας. Αυτά αφορούσαν το τραγούδι, το ψάρεμα το ποδόσφαιρο και πολλά άλλα. Όταν έκλεινε το σχολείο για τις διακοπές του καλοκαιριού, η τσακαλοπαρέα είχε κέντρο συνάντησης το μπακάλικο. Μαζευόμασταν όλοι και, αφού μας έβαζε στη γραμμή, μας οδηγούσε στο ποτάμι για ψάρεμα, τραγουδώντας κατά την διαδρομή το τραγούδι «Μαύρη είν’ η νύκτα στα βουνά….» και πολλά άλλα.
Ο δρόμος μας έφερνε σ’ ένα μέρος με όρθιους, απότομους βράχους, που είχαν παράξενες φανταστικές μορφές. Ξεκινούσαν από την πλαγιά και έφταναν μέχρι τον Μπογδάνα, και μερικές είχαν ανθρώπινες μορφές, σαν να βγήκαν από χέρια γλύπτη καθώς ορθώνονταν στην άκρη των γκρεμών ατενίζοντας το χάος.
Ο θόρυβος του νερού, που έτρεχε ανάμεσα στις πέτρες και τις κοτρόνες του ποταμού, ήταν ανακατεμένος με τα βελάσματα των κοπαδιών, τα σφυρίγματα των βοσκών και κάπου-κάπου την τουφεκιά κάποιου κυνηγού, συνήθως του Γεωπόνου και του μπαρμπα-Λάζαρου. Αχτύπητο δίδυμο, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, αφού ο Γεωπόνος δεν έβλεπε ενώ ο μπαρμπα-Λάζαρος δεν άκουγε. Όταν βρίσκανε κάποιο λαγό στην απέναντι όχθη του Μπογδάνα, στην Κιάντα, ο μπαρμπά-Λάζαρος φώναζε «Γιάννη λάγος, λάγος», ενώ εμείς παρά τη μεγάλη απόσταση ακούγαμε τις φωνές και βλέπαμε το λαγό, ο Γεωπόνος δεν τον έβλεπε.
Φτάναμε στη μέση μιας μεγαλούτσικης λιμνούλας. Η ένταση του φωτός δημιουργούσε αντικατοπτρισμούς στην επιφάνεια. Έβγαζε ο Βαγγέλης τη μαγική σκόνη από το τσουβάλι, τη σκορπούσε στην επιφάνειά της και να σου τα ψάρια με τις κοιλιές προς τα πάνω στην επιφάνειά. Τα μαζεύαμε και σε λίγο ήμασταν στην έδρα μας, άναβε ο Βαγγέλης την γκαζιέρα και ο καθένας περίμενε τη σειρά του για το μεζέ. Ύστερα απ’ αυτό πώς να μη θεωρείς το Βαγγέλη σοφό! Τον φωνάζαμε λοιπόν όλη η τσακαλοπαρέα «είσαι σοφός» και αυτός απαντούσε «είμαι αγράμματος». Που να σκεφτούμε ότι η σκόνη ήταν ασβέστης.
Κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων με τη συνοδεία του «Αγράμματου» παίρναμε την κατηφόρα για τον Μπογδάνα προκειμένου να κάνουμε πατινάζ πάνω στις παγωμένες λίμνες χωρίς να σκεφτόμαστε ένα πιθανό σπάσιμο του πάγου και τις συνέπειες. Το μονοπάτι ήταν σκεπασμένο με χιόνι και δίπλα του υπήρχαν χαράδρες και βάραθρα.
Το τοπίο ήταν ωραιότατο καθώς κατεβαίναμε σιγά-σιγά την πλαγιά. Κρύσταλλα που κρέμονταν από τα κλαδιά αντανακλούσαν με πολύχρωμες ανταύγειες το φως του ήλιου. Ένα πυκνό στρώμα από γαλάζια σύννεφα κρέμονταν πάνω από τις κορυφές των μακρινών βουνών. Η Κιάντα μας έκρυβε τον ορίζοντα μπροστά μας. Όλα ήταν κάτασπρα και λαμποκοπούσαν κάτω από το χρυσό φως, που καθώς προχωρούσε η μέρα γινόταν εντονότερο και μας τύφλωνε.
Τελειώναμε με τον Βαγγέλη και κατηφορίζαμε την οδό Αναπαύσεως. Φτάναμε στο μαγαζί του Κατάρα. Εκεί είχε ήδη στηθεί ο χωρατάς. Περνούσαμε από μπροστά του τρέχοντας, για να γλιτώσουμε από τις γυναικείες φωνές, «που γυρίζετε κ.λ.π.».
Τη βραδιά όμως που γύρισε ο μπαρμπα Άγγελος από την Θεσσαλονίκη τον σταμάτησαν και άρχισε η ανάκριση:
- Άγγελε, τι είδες στην πρωτεύουσα;
- Ποτιστήρες, να δείτε τι ποτιστήρες έχει στη Θεσσαλονίκη!
Αυτό ήταν το μοναδικό θέαμα που τον ενθουσίασε.
Ξαποσταίναμε για λίγο δίπλα στην κυδωνιά του μπαρμπα-Θανάση, ενώ μας βασάνιζε η σκέψη «πώς να κλέψουμε κάποιο κυδώνι». Εκείνος όμως δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη ρίζα της. Βάζαμε λοιπόν τον «Γερμανό» σαν πιο επιτήδειο να αρπάξει κάποιο κυδώνι τρέχοντας και, όταν τον πάρει στο κυνήγι ο μπαρμπα-Θανάσης, οι υπόλοιποι να βρούμε ευκαιρία να χιμήξουμε.
Απέναντι από το σπίτι του μπαρμπα-Θανάση ήταν το περιφρούρητο ανάκτορο της μπάμπως-Κουτκούσκους. Οι διαφορές τους ήταν μεγάλες, πότε ο ένας καταπατούσε τη μία συνθήκη, πότε ο άλλος την άλλη. Εμείς όμως, όταν θέλαμε να εκνευρίσουμε την μπάμπω-Κουτκούσκου, τρέχοντας με τη σειρά πετούσαμε πέτρες στην μεγάλη ξύλινη αυλόπορτά της, οπότε άρχιζε να γαβγίζει ο σκύλος, τον οποίο δεν είχε δει κανείς μας και να σου όλη η γειτονιά στο πόδι. Η επόμενη μέρα άρχιζε με το ξύλο του δασκάλου. Ερχόταν η μπάμπω στο σχολείο και μας κατέδιδε και να σου οι βεργιές. Στο κεντρικότερο σημείο της γειτονιάς ήταν και ο μπαξές της μπάμπως. Το μεγάλο μας εμπόδιο, όταν παίζαμε ποδόσφαιρο. Τύχαινε καμιά φορά να πέσει η μπάλα μέσα. Έπρεπε να καταστρώσουμε σχέδιο απαγωγής. Εκμεταλλευόμασταν την κόντρα μεταξύ των δύο. Βάζαμε τον μπαρμπα-Θανάση να φυλάει τσίλιες, ο οποίος συμφωνούσε προκειμένου να την εκδικηθεί και κάποιος από την απέναντι πλευρά πηδούσε μέσα. Αν τύχαινε να χτυπήσει από κάποιο σύρμα ή καρφί ο γιατρός ήταν παρών. Μας διέταζε ο μπαρμπα-Θανάσης να κατουρήσουμε την πληγή και στη συνέχεια την περιτύλιγε με καπνό.
Σε λίγο κατέφθανε η αγέλη βλέπαμε τα σύννεφα σκόνης που όλο και πλησιάζανε. Δραπετεύοντας από τη σκόνη και τις μυρωδιές παίρναμε τον δρόμο προς τα πηγάδια. Στη γωνία όμως ήταν ο μπαρμπα-Λάζαρος. Ήταν λίγο περήφανος στα αυτιά οπότε ο μπαρμπα-Απόστολος από την άλλη μεριά του δρόμου ένα απόγευμα του εξέφρασε το παράπονό του φωνάζοντας:
- Λάζαρε, δεν έγιναν φέτος τα σπαρτά, τι θα τρώμε, δεν θα έχουμε αλεύρι.
- Μη στενοχωριέσαι Απόστολε, θα τρώμε μακαρόνια, μακαρόνια. Την τελευταία λέξη της πρότασης την επαναλάμβανε πολλές φορές.
Αλλά προτού πάρουμε την στροφή δεν πρέπει να ξεχάσω τον μπαρμπα-Πέντσο. Ήταν κι αυτός καλά προπονημένος στην οινοποσία. Καθισμένος μπρος στο μικρό χαγιάτι φιλοσοφούσε και αραιά και πού αντάλλασσε καμιά κουβέντα με τον μπαρμπα-Αντρέα.
- Βρε Πέντσο, έλεγε ο μπαρμπα-Αντρέας, πού βρίσκεται τόσο ούζο και δεν τελειώνει ποτέ.
- Σιγά το πράμα, το μόνο εύκολο, «βάζεις το κλαδάκι και γίνεται ουζάκι».
Μόλις λοιπόν παίρναμε την παρακαμπτήρια οδό των πηγαδιών και των αλωνιών, ξέραμε ότι τον πρώτο άνθρωπο που θα βλέπαμε θα ήταν η μπαμπω-Λάγουιτσα. Τη θυμάμαι την καημένη, σχεδόν τυφλή, να μας παρακαλάει με το μικρό τενεκέ στα χέρια να της φέρουμε λίγο νερό. Πρόθυμα όμως ανταποκρινόμασταν στην παράκλησή της.
Στα αριστερά του δρόμου, σε μικρή απόσταση, βρισκόταν το σπίτι του μπαρμπα-Ηλία. Η φωνή του ακουγόταν μέχρι το δρόμο και ερχόταν μπροστά μας η ξινισμένη όψη του. Όπως όλοι οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας στην Ξυλόπολη έτσι και ο μπαρμπα-Ηλίας ήξερε, εκτός από τον κόσμο της καθημερινότητας που γνωρίζαμε όλοι, κι έναν άλλο κόσμο κρυφό, απελπιστικό. Όταν αποσυρόταν σ’ αυτόν τον κόσμο, γινόταν απρόσιτος και το παραμικρό τον ενοχλούσε. Όπως τώρα οι φωνές μας. Η μοίρα τον είχε καταδικάσει καθηλωμένος να σέρνεται στα νεκρά του πόδια. Όλοι το ήξεραν και κανείς δεν τον κατηγορούσε γι’ αυτό.
Τη μέρα που παντρεύτηκε ο γιος του όλη η γειτονιά κινητοποιήθηκε και όλη η τελετή θεωρήθηκε οικογενειακή υπόθεση. Προσπάθησαν λοιπόν να συναρμολογήσουν το γαμπριάτικο ντύσιμο. Με τα πολλά το κουστούμι συμπληρώθηκε, αλλά δε βρέθηκε λύση για τα παπούτσια. Πολλές γειτόνισσες φέρανε παπούτσια αλλά διαφορετικών χρωμάτων, σχεδίων και μεγεθών. Τελικά βρέθηκαν δύο του ιδίου μεγέθους και χρώματος αλλά το ένα δεν είχε πάτο. Το πρόβλημα όμως λύθηκε.
Ένας δρόμος χώριζε το σπίτι του μπαρμπα-Γιώργη από τον αυλόγυρο του Αη Γιώργη. Στο κεφάλι πάντα φορούσε την τραγιάσκα και η ενδυμασία του ήταν όλη μαύρη. Μόνο που το καλοκαίρι προσέθετε και το μαντίλι για να προφυλάσσει το κεφάλι του καλύτερα από τον ήλιο. Ήταν τρομερά ευέξαπτος, ικανός για ξαφνικές και θορυβώδεις εκρήξεις και δεν ξεθύμαινε εύκολα. Ήταν ο τρόμος και ο φόβος όχι μόνο των γιων του, Νικολού, Σταμάτη και Χρήστου αλλά και όλων μας. Και όταν δεν έβρισκε κανέναν από δαύτους, είχε σειρά ο γάιδαρος. Έβαζε ένα τσουβάλι στο κεφάλι του και πάρε δώσε με την μασταγαριά. Οι δε υπόλοιποι ένοικοι του μαχαλά φοβέριζαν τα γαϊδούρια τους εκτοξεύοντας την απειλή «κάτσε καλά, γιατί θα σε στείλω στου Τσαούση».
Τελικά φτάναμε στα αλώνια και στρατοπεδεύαμε πότε στου «Λάγου» και πότε στου «Κατάρα». Κοιτάζοντας σήμερα τα γυμνά, χορταριασμένα αλώνια το μόνο συναίσθημα που με καταλαμβάνει είναι μια απέραντη θλίψη. Στις μεγάλες τους δόξες, τότε που φιλοξενούσαν οπλές ζώων, στάρια ξερικά και ιδρώτα άφθονο, δεν φύτρωνε ούτε χορταράκι. Η αγελαδοβουνιά που άλειφε τη βάση του αλωνιού δεν ανεχόταν το χόρτο.
Εκεί τα καλοκαίρια μαζευόντουσαν από το απόγευμα και ύστερα ξεφύλλιζαν τα καλαμπόκια. Σε κάθε αλώνι του χωριού ίδιο σκηνικό, με τη σειρά. Σήμερα εδώ αύριο στου τάδε τ’ αλώνι, μεθαύριο στου δείνα. Και τ’ αλώνια γεμάτα από φωνές, τραγούδια και ζωή. Με ξυνόγαλο και τουρσί από τον ιδιοκτήτη, με τραγούδια και κέφι από τους συγχωριανούς.
Αιώνια κατασκευή στην υπηρεσία του ανθρώπου, του αγρότη, εκείνου δηλαδή που σήκωσε την Ελλάδα στους ώμους του και όταν πληρώθηκε ο χρόνος, της έδωσε και κρατική οντότητα. Ο Ανώνυμος Έλληνας, που πάντα στην ιστορία έπεφτε θύμα των πονηρών, των κοτζαμπάσηδων, των φαναριωτών, των παπάδων, των μεγάλων και ψεύτικων λόγων. Ας είναι, το αλώνι δείχνει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, που ο γείτονας έλεγε «καλημέρα», στον γείτονα, που συμμετείχαν όλοι στο χωριό – εχθροί και φίλοι, που λειτουργούσε η άμεση δημοκρατία, προτού ακόμα ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και άλλοι την εντάξουν στις φιλοσοφικές αναζητήσεις τους.
Το κέντρο του κάθε χωριού, της κάθε μικρής κώμης, ήταν τα αλώνια. Σήμερα είναι τα Coffee shops, τα bars, και άλλοι χώροι ανάλογοι. Η διαφορά είναι μια. τότε στο αλώνι μιλούσαν, σήμερα στους σύγχρονους τόπους μάζωξης απλά ακούνε την μουσική, που δεν είναι ακριβώς μουσική αλλά ένα μείγμα κραυγών με νότες.
Τα αλώνια του χωριού, του κάθε χωριού, πρέπει να γίνουν μνημεία, να στηθούν πλάκες που να γράφουν τη δουλειά που έκαναν αυτά, την προσφορά τους στην εξέλιξη του ανθρώπου.
Κάποτε πρέπει πάλι να γίνουμε ταπεινοί. Δεν λέω να γυρίσουμε στα αλώνια. Λέω όμως ότι δεν πρέπει να τα ξεχάσουμε.
Δεν είναι διόλου εύκολο για τον νεαρό αναγνώστη, γέννημα θρέμμα ενός πολιτισμού των πόλεων, να κατανοήσει τον τρόπο ζωής και τον ψυχισμό ενός Ξυλοπολίτη της δεκαετίας του 60. Προσπαθώ να πάρω τον σημερινό νεαρό από το χέρι και να τον βοηθήσω να περάσει την πύλη που οδηγεί στον κόσμο των παππούδων μας. Να του γίνουν αρεστά τα απλά πράγματα, τα δένδρα, τα λιβάδια, το ποτάμι, οι πέτρες, τα τραγούδια των κανταδόρων, τα βελάσματα, τα κελαηδίσματα κ.α.π.
Μπεκιάρης Σταμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου