Η εδρεύουσα στη Λιγκοβάνη Βουλγαρική στρατιά υπό την διοίκηση του συνταγματάρχου Πετέφ προσέβαλε στις 17 Ιουνίου 1913 τον πέριξ της Μπέροβας και Καρατζάκιοϊ ελληνικό στρατό.
Στις 18 Ιουνίου πλιατσικολογήθηκε η Λιγκοβάνη από τους Βούλγαρους. Είχαν προηγηθεί η Μπέροβα, η Βισσώκα, ο Σωχός, η Γκιουβέζνα κ.ά. ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί το μεταφέρανε.
Η προβλεπόμενη γενική επίθεση εξαρτώνταν από τη μεταφορά του οπλισμού και της προκλητικότητας των Βούλγαρων αξιωματικών, οι οποίοι ατένιζαν την Θεσσαλονίκη και αναφωνούσαν: «Ζαμτούμ ντογρού Σόλον» (δηλαδή: ο αρχηγός μας είπε κατευθείαν να πάμε στη Θεσσαλονίκη». Οι δικοί μας δε αξιωματικοί αποδίδοντες τα ίσα έλεγαν «ως εν επωδώ»: «Ζαμτούμ ντογρού Σέρρεσδαν» (δηλαδή: κατ’ ευθείαν εις τα Σέρρας). Πολλές φορές απειλήθηκε ρήξη αλλά αποφεύχθηκε χάρη στον συμμαχικό ιπποτισμό.
Ο ενθουσιασμός τους ήταν απερίγραπτος και ζωηρότατος, ενώ η μόνη λέξη που ακούγονταν την ημέρα εκείνη 19 Ιουνίου 1913 ήταν «εκδίκηση».
Αφού έπεσε το ύψωμα 605 (Καρατζάκιοϊ) και ο ελληνικός στρατός συνέχιζε την προέλαση, ο Πέτεφ ξημερώματα της 20ης Ιουνίου διατάσσει την εκκένωση της Λιγκοβάνης και μεταφορά των κατοίκων με τα υπάρχοντά τους και των τραυματιών στο Λαχανά για να συνεχίσουν προς το Σιδηρόκαστρο και από εκεί στη Βουλγαρία.
Βίαιη εκκένωση της Λιγκοβάνης και μεταφορά των κατοίκων της στη Βουλγαρία. |
Γύρω της Λιγκοβάνης οι μάχες μαίνονταν ματαίως για τις Βουλγαρικές δυνάμεις, ενώ το χωριό μας ισοπεδώθηκε.
Την πληροφορία για την καταστροφή του χωριού μας την κατέγραψε και η εφημερ. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 20ης Ιουνίου 1913, η οποία σε άρθρο της και με τον τίτλο «ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ» ανέφερε:
«…..ο βουλγαρικός στρατός ελεηλάτησε και επυρπόλησε τα χωριά Βογδάντσα ανατολικώς της Γευγελής, Λυγκοβάνη και Ζάροβο βορείως του Λαγκαδά».
Εγκαταλείποντας τη Λιγκοβάνη οι Βούλγαροι κατέσφαξαν τις γυναίκες: Πασχαλίνα Αγελιάτσου, Μαγδαληνή Δ. Χαϊντά, Πασχαλίνα Δανιηλίδου που είχαν την κακή τύχη να βρεθούν εκείνη την ώρα μπροστά τους[1].
Ενώ ο διοικητής της 6ης μεραρχίας Δελαγραμμάτικας έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης:
«Διαταγή της Α.Μ. του Βασιλέως αναφέρω ότι οι Βούλγαροι εγκαταλείποντες το χωρίον Λιγκοβάνη έσφαξαν γυναίκας Ελληνίδας εκ των κατοίκων Λιγκοβάνης».
Από τις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης. |
Από τις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης. |
Από τις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης. |
Ο τύπος της εποχής κατέγραψε τις σκληρές μάχες που δόθηκαν στην αμαξιτή οδό που οδηγούσε στο χωριό μας, αλλά και στους λόφους που το περιέβαλαν, μέχρι να καταλάβει ο ελληνικός στρατός τον «Απαίσιο Πράσινο Λόφο» κατά τον Σπύρο Μελά.
Η Λιγκοβάνη κατελήφθη από τον Ελληνικό στρατό στις 20 Ιουνίου.
Ενώ το Γενικό Στρατηγείο ανέφερε προς το υπουργείο των στρατιωτικών:
«Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι κατά γενικήν επίθεσην των εκεί μεραρχιών μας ο εχθρός την 03.45 σήμερον εγκατέλειψε τας εις Λιγκοβάνην και Λαχανά θέσεις του καταδιωκόμενος κατά πόδας παρά του ημετέρου στρατού - Δούσμανης».
ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ προς ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ με το οποίο γνωστοποιείτε η κατάληψη του χωριού μας από τον Ελληνικό στρατό. |
Οι Βούλγαροι άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους επί των οχυρωμάτων, οι δε δικοί μας λόχοι ακολουθώντας ο καθένας διαφορετική διεύθυνση πάντοτε όμως παράλληλη, έφταναν ο ένας μετά τον άλλο στα μέχρι προ ολίγου κρησφύγετα των Βουλγάρων
Στο τέλος της μάχης συγκεντρώθηκαν στα οχυρώματα τα τμήματα της 6ης και 10ης μεραρχίας και τότε γνωστοποιήθηκαν σ’ όλους οι φόνοι του συνταγματάρχη Ι. Παπακυριαζή, του ταγματάρχη Χατζόπουλου και του διοικητού των προσκόπων της 10ης μεραρχίας υπολοχαγού υλικού πυροβολικού Αναγνωστάκου.
Περισυλλογή νεκρών. |
Μετά τη μάχη. |
Περισυλλογή νεκρών μετά τη μάχη. |
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος που συμμετείχε ως στρατιωτικός ιερέας στις μάχες στα πέριξ της Λιγκοβάνης. |
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΗΡΩΟ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΑ
Η πολιτεία τίμησε τους πεσόντες στη μάχη του Λαχανά με την ίδρυση Μουσείου στη βάση του «πράσινου λόφου» και το στήσιμο Ηρώου στην κορυφή του.
Το μουσείο
Το Στρατιωτικό Μουσείο Λαχανά οικοδομήθηκε το 1969 και περιλαμβάνει εκθέματα - κειμήλια της μάχης του Λαχανά κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο (1913). Στον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου υπάρχει μνημείο πεσόντων με προτομές ηρώων εκατέρωθεν της σκάλας που οδηγεί σ΄ αυτό και μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των πεσόντων αξιωματικών.
Το στρατιωτικό μουσείο Λαχανά συγκαταλέγεται στα πιο παλιά στρατιωτικά μουσεία, καθώς λειτουργεί από το 1969. Βρίσκεται στο λόφο που έγινε η φονική μάχη του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Σκοπός της λειτουργίας του μουσείου είναι η υπενθύμιση στις νεότερες γενεές της σημασίας της μάχης για την τελική έκβαση του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
Το μουσείο περιέχει κυρίως αναμνηστικά και κειμήλια των μονάδων του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Λαχανά. Πρόκειται για πυροβόλα (βουλγαρικά τυφέκια Μάνλιχερ 8 χιλ. , ελληνικά τυφέκια 6,5 χιλ. του ιδίου τύπου, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα, οβίδες, λόγχες, περίστροφα, ξίφη και ξιφολόγχες) του ελληνικού και βουλγαρικού στρατού και στολές Ελλήνων αξιωματικών του 1913. Το σημαντικότερο έκθεμα είναι η αιματοβαμμένη στολή του συνταγματάρχη πεζικού Ιωάννη Παπακυριαζή, που έπεσε στη μάχη του Λαχανά. Επίσης φυλάσσονται και εκτίθενται τέσσερις πίνακες του ζωγράφου Κενάν Μεσσαρέ, γιου και υπασπιστού του Χασάν Ταχσίν πασά, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. Απεικονίζουν στιγμές από τη μάχη του Λαχανά στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Τέλος στο εσωτερικό υπάρχει οπτικοαακουστικό σύστημα που επιτρέπει στον επισκέπτη να παρακολουθήσει τις κινήσεις των μονάδων και τις συγκρούσεις του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού.
Στο προαύλιο υπάρχουν 3 πυροβόλα του βουλγαρικού στρατού, ένα των 12 εκατοστών , ένα 5 εκατοστών και ένα εμπροσθογεμές παλαιότερου τύπου.
Το Ηρώο
Στις 24 Ιουλίου 1928 έγινε η αποκάλυψη του ηρώου, ενώ την προηγούμενη μέρα είχε γίνει στο Κιλκίς. Παρευρέθηκε ο Κωστής Παλαμάς ο οποίος κατέθεσε στεφάνι εκ μέρους της Ακαδημίας Αθηνών που το συνόδευσε με την προσφώνηση:
«Είμαι η πατρίδα. Μουσική στο διάβα μου τον αέρα δένει. Ριζώνω όπου σταθώ. Φως όπου πατώ σπέρνω, και μιας αλήθειας και μιας χάρης είμ' εγώ η μητέρα και ήρθα. Τον Ύμνο φέρνω».
Και ο Ύμνος της Πατρίδας, λέει ο ποιητής στη συνέχεια του λόγου του, είναι η ζωογόνος δύναμη του Γένους:
«Τον Ύμνο τον πολύφωνο και σάλπισμα κι' αηδόνι φέρνω, να πάει τη δόξα μας βαθιά κρυφά όπου καίει του Γένους η καρδιά».
Το άγαλμα παριστάνει έναν στρατιώτη που προβάλλει το γυμνό του στήθος δείχνοντας το τραύμα του. Δέχεται τον ασπασμό μιας φτερωτής γυναικείας μορφής, προσωποποίησης της Αθανασίας, η οποία είναι έτοιμη να τον ανυψώσει στο Πάνθεον των Ηρώων. Ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης χρησιμοποίησε μια σειρά από κοινότοπα μοτίβα, και δημιούργησε ένα σύμπλεγμα σύμφωνα με τις αρχές της κλασικιστικής ακαδημαϊκής τέχνης.
Οι σκληρές μάχες που διεξήχθησαν στα υψώματα του Λαχανά ωστόσο συγκίνησαν τον ζωγράφο της εποχής Κενάν Μεσαρέ ο οποίος δημιούργησε εμπνεόμενος από τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές.
Συγκλονιστικές και άγνωστες λεπτομέρεις, σπάνιο φωτογραφικό υλικό...ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή