Στις 19 Σεπτεμβρίου άρχισαν στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα οι πρώτες συμπλοκές.
Η απόφαση της ελληνικής κυβερνήσεως να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας χαιρετίστηκε από την πανελλήνια κοινή γνώμη με ζωηρό ενθουσιασμό.
Στις 26 Οκτωβρίου, στις 5 το πρωί ο στρατηγός Σεφήκ πασάς ανακοίνωσε ότι ο Ταξίν πασάς δεχόταν τους όρους παράδοσης της Θεσσαλονίκης.
Στο μεταξύ, είχε φτάσει από την κατεύθυνση των Σερρών και η βουλγαρική φάλαγγα. Σύμφωνα με διαταγή που εκδόθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες τις 28ης Οκτωβρίου, η 7η μεραρχία κινήθηκε προς τα βόρεια και παρεμβλήθηκε μεταξύ Βουλγάρων και Θεσσαλονίκης.
Κατά την εσπευσμένη κάθοδό τους προς τη Θεσσαλονίκη οι Βούλγαροι προέβηκαν σε ακατονόμαστες βιαιοπραγίες και καταστροφές.
Αφού αναχώρησαν, ένα τάγμα πεζικού υπό την διοίκηση του ταγματάρχου Ποπώφ παρέμεινε στη Λιγκοβάνη. Είχε σκοπό ο πλιατσικολόγος, αγροίκος και αιμοβόρος ταγματάρχης να αναγκάσει τους Λιγκοβανιώτες και τα γύρω χωριά να συγκεντρώσουν δωρεάν ψωμί, κρέας, λίπος, όσπρια, κριθάρι και χόρτο, που ήταν απαραίτητα για την διατροφή του διερχόμενου βουλγαρικού στρατού. Αλλοίμονο σ’ όποιον από τους κατοίκους δεν ανταποκρίνονταν.
Μετά την αιχμαλωσία του Τουρκικού στρατού της Θεσσαλονίκης, το Ελληνικό στρατηγείο άφησε ελεύθερους όλους τους «εν Μακεδονία» Τούρκους αιχμαλώτους. Ο Ποπώφ συνελάμβανε όλους τους Τούρκους που διέρχονταν από τη Λιγκοβάνη για να μεταβούν στους γύρω οικισμούς ή στην αγορά. Σε δύο ημέρες συγκέντρωσε και φυλάκισε στο κρατητήριο 172 Μουσουλμάνους. Στη συνέχεια τρομοκρατώντας τους, τους οδήγησε «για την ασφάλειά τους», όπως είπε, έξω από το χωριό όπου τους εκτέλεσε.
Ο Άγγλος Δημοσιογράφος ΚΡΩΦΟΡΝΤ ΠΡΑΪΣ ανταποκριτής της Εφημερίδος «ΤΑΙΜΣ» σε ανταπόκρισή του έγραφε: «…Ούτω εν Λιγκοβάνη, την 29/11/1912 συμμορία βουλγάρων ατάκτων ετυφέκισεν ολόκληρον τον άρρενα Τουρκικόν πληθυσμόν …».
Η συνύπαρξη Ελληνικού και Βουλγαρικού στρατού στη Λιγκοβάνη ήταν αιτία συνεχών προστριβών, επεισοδίων, συμπλοκών και μαχών. Η Λιγκοβάνη αποτέλεσε θέατρο επεισοδίων.
Στις 15 Απριλίου 1913 η Βουλγαρική φρουρά εγκατέλειψε το Σωχό και αφού αποσύρθηκε στον Λαγκαδά με όλες τις φρουρές των περιχώρων αναχώρησε και εγκαταστάθηκε στην Λιγκοβάνη.
Από τα οικεία στρατηγεία αποφασίστηκε η χάραξη προσωρινά μιας ουδέτερης ζώνης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για την αποφυγή προστριβών και επεισοδίων. Η Λιγκοβάνη δυστυχώς συμπεριελήφθη στη βουλγαρική ζώνη.
Οι δύο ελληνικοί λόχοι που είχαν έδρα τη Λιγκοβάνη αποχώρησαν και εγκαταστάθηκαν δύο πλήρη βουλγαρικά συντάγματα πεζικού, το 36ο και το της Λεονάρας, πολύ πυροβολικό και μηχανικό υπό την γενική διοίκηση του συνταγματάρχου Πετέφ και έδρα το Λαχανά.
Ο χώρος μεταξύ Λιγκοβάνης-Λαχανά-Μπέροβας - Αϊβαλίκ Δερέ-Χατζή Μπαϊραμλή και Ράβνας μετατράπηκε σε φρούριο.
Η όλη κατάσταση μετατράπηκε σε εμπόλεμη.
Τότε βρήκαν ευκαιρία οι Βούλγαροι για να επιδοθούν σε κάθε είδους βιοπραγίες, φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς, ληστείες, λεηλασίες των περιουσιών και ακατονόμαστες ατιμώσεις γυναικών και νεανίδων.
Ο τύπος καθημερινώς στιγμάτιζε την κτηνώδη συμπεριφορά των Βουλγάρων προς τους ατυχείς Λιγκοβανιώτες.
Η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 13/5/1913 κατέγραψε μερικά από τα φρικώδη γεγονότα που είχαν υποστεί η Λιγκοβανιώτες:
«…Κατά την αυτήν ημέραν ο ιερεύς της Λυγκοβάνης Παπανικόλας τη υποδείξει του βουλγάρου ιερέως Παπαηλία συνελήφθη και αρνηθείς να προσέλθη εις το σχίσμα εδάρη ανηλεώς και εφυλακίσθη.
Την επομένην δέσμιος και υπό συνοδείαν βουλγάρων στρατιωτών απεστάλη εις Σέρρας.
Κατά την ομολογίαν όμως των βουλγάρων στρατιωτών οι συνοδεύοντες αυτόν στρατιώτες καθ’ οδόν προέβησαν εις ακρωτηριασμόν, συνεπεία του οποίου είνε ζήτημα αν έφθασεν εις τας Σέρρας ο ατυχής ιερεύς».
Το γεγονός αυτό κατέγραψε και η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» των Αθηνών ως εξής: «Εις την οδόν των Σερρών ευρέθη ημιθανής εκ κακώσεων ο Έλλην ιερεύς Παπανικόλας, διότι ηρνήθη να δεχθή το σχίσμα. Εις την Μπέροβαν οι Βούλγαροι κατέσφαξαν μίαν Οθωμανικήν οικογένειαν».
Στις 17 Μαΐου 1913 υπογράφηκε η συνθήκη του Λονδίνου με την οποία έληξε ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος, ανάμεσα στους Βαλκανικούς συμμάχους και την Τουρκία. Ο επακριβής διαχωρισμός των ζωνών της εδαφικής κυριαρχίας ανάμεσα στους βαλκανικούς συμμάχους θα ακολουθούσε χρονικά την παραχώρηση των από κοινού διεκδικούμενων εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Παράλληλα με τις επιθέσεις του τύπου παρατηρήθηκε μετακίνηση μεγάλου όγκου Βουλγαρικών στρατευμάτων προς τη Θεσσαλονίκη, η Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 19ης Μαΐου 1913 έγραφε:
«…Τα εκατέρωθεν του Λαχανά υψώματα οχυρούνται, και από τινων ημερών ήρξατο η τοποθέτησις εις επίκαιρα υψώματα του βουλγαρικού πυροβολικού μεταφερθέντος σιδηροδρομικώς μέχρι Κιλκισίου και εκείθεν ελθέντος δια των ίππων, …»[1].
Οι «ΤΑΙΜΣ» σε ανταπόκρισή τους στις 13/11/1912 από τα χωριά της περιφέρειας καταγράφουν το μεγάλο αριθμό προσφύγων που προέρχονταν, «… εκ μερών καταληφθέντων υπό των Βουλγάρων…», οι οποίοι κατέκλυσαν τη Θεσσαλονίκη και οι οποίοι βρίσκονταν σε ελεεινή κατάσταση αφού το ελληνικό κράτος αδυνατούσε να τους εφοδιάσει με τα απαραίτητα τρόφιμα καθότι: «…30.000 στόματα καθημερινώς ζητούν άρτον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου