Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ  ΠΩΛΗΤΕΣ
(ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ)
 
Η Ξυλόπολη είναι κτισμένη αμφιθεατρικά, στις νότιες πλαγιές των λόφων του ορεινού συγκροτήματος του Βερτίσκου, με φυσικά όρια τους κατάφυτους λόφους προς βορρά, τον ποταμό Μπογδάνα στα Νοτιοδυτικά.

Μοναδικής ομορφιάς είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος. Οι γύρω λόφοι αντανακλούν το ρόδινο του ουρανού και δημιουργούν μαγευτική αντίθεση με το πράσινο της βλάστησης.

Ψηλός, ποντικομούρης, με μαύρα μαλλιά και πάντα καλοχτενισμένος, με το ύψος να του δίνει στιλάτη εμφάνιση, με τα δυσανάλογα μακριά χέρια του, τα ανοικονόμητα, που πολλές φορές του πέφτανε   κάτω στη βιασύνη του να εξυπηρετήσει με δουλοπρέπεια φανερή, γαληφιά και κολακεία τις πελάτισσες που πλησίαζαν το κρεμασμένο στο λαιμό του κινητό κατάστημα, μάλλον από περιέργεια να εξακριβώσουν την ποικιλία και την ποιότητα της πραμάτειας που πουλούσε, ο ηλικιωμένος μικροεμποράκος ήταν ο τύπος των μαχαλάδων του χωριού μας.  «Βελόνες, καρφίτσες, παραμάνες, λάστιχο τρεις πήχες ένα τάλιρο», διαλαλούσε την πραμάτεια του λίγο πριν το μεσημέρι.  H μνήμη μου απαγορεύει να θυμηθώ το όνομά του, η λαλιά του όμως ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου.

Ήξερε την ώρα που επέστρεφαν από τους ασλαμάδες οι γέροι, οι γριές, οι νέοι, οι νέες, οι νύφες και οι συννυφάδες με τις άσπρες μαντίλες στο κεφάλι, τις ξακουστές κάτασπρες "κρούπες", μη τις κάψει ο Μαρτίσιος ήλιος. Σταματούσαν μπροστά στον πραματευτή και ψαχούλευαν το καλάθι που ήταν γεμάτο με φανταχτερά μπιχλιμπίδια και ευωδίαζε με μυρωδιές που σπάζαν ρουθούνια.

Αξιοπρόσεχτη ειδικότητα του γυρολόγου «πραματευτή», ιδιαίτερα για τη σχέση που είχε με τις γυναίκες νοικοκυρές, νέες και μεγαλύτερες.  Γιαυτό και ήταν μια αγαπημένη και πολυτραγουδισμένη ειδικότητα.

Άλλος τακτικός επισκέπτης του χωριού μας κατά τους φθινοπωρινούς μήνες ήταν ο σκουπάς. Μετά την ωρίμανση της πρώτης ύλης (σόργος, σάρος ή σκούπα), γύρω από τα μποστάνια κατέφθανε ο μάστορας για το δέσιμο.  Περιέτρεχε τα καλντερίμια εξαίροντας την τεχνική του και, όπου τον καλούσαν, έστηνε το κινητό του κατάστημα.

 
Αυτή η δουλειά ήθελε υπομονή. Καθόταν οκλαδόν και ξεκινούσε το πλέξιμο. Το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη του, όπως και το τσιγάρο. Κάπνιζε και τον ενέπνεε,  ενώ τα χέρια του δούλευαν ασταμάτητα

Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε δυο και τρεις τέτοιες σκούπες.

Τα σχέδια ποίκιλαν ανάλογα με την χρήση και τα γούστα της κάθε νοικοκυράς. Υπήρχαν οι πολύ μικρές, αλλά και οι μεγάλες με κοντάρι για την αυλή.  Μερικές φορές έπλεκε και μινιατούρες, για διακοσμητικούς κυρίως λόγους.

Ανάμεσα στους πλανόδιους επαγγελματίες, που επισκεπτόταν το χωριό μας, συγκαταλέγεται και ο "αρκουδιάρης" ....."ένας μαύρος γύφτος ξεδοντιάρης" όπως τον περιγράφει το τραγούδι. Τις περισσότερες φορές γέρος, ξερακιανός και ξεδοντιάρης, έσερνε με τον χαλκά και την αλυσίδα μία φουκαριάρα, ψωριάρα, κακοπαθημένη αρκούδα.

Μόλις έπαιζε το ντέφι, η αρκούδα πάντα υπάκουη σηκωνότανε στα πίσω της ποδάρια και καμωνότανε πως χορεύει!

Και πώς να μην υπακούει! Αν ήθελε ας έκανε κι αλλιώς.....Οι αρκουδιάρηδες, γύφτικης καταγωγής οι περισσότεροι, παγίδευαν τις αρκούδες, τις έπιαναν ζωντανές και στη συνέχεια τις εκπαίδευαν με τον εξής τρόπο : τοποθετούσαν στο έδαφος μια πυρωμένη λαμαρίνα και υποχρέωναν το ζώο να πατήσει επάνω. Όσο εκείνο σήκωνε τα πόδια για να γλυτώσει από το κάψιμο, αυτός που το «εκπαίδευε» του έπαιζε και το ντέφι. Το ζώο, όπως ήταν φυσικό, συνέδεε τον ήχο του ντεφιού με το αφόρητο κάψιμο. Έτσι σήκωνε τα πόδια, για να προστατευτεί κάθε φορά που άκουγε τον ήχο του ντεφιού. Η κίνηση αυτή αντιπροσώπευε τον «χορό της αρκούδας».

Μόλις τελείωνε αυτή η διαδικασία, ο κόσμος έριχνε στο ανάποδα βαλμένο ντέφι του αρκουδιάρη τη συνδρομή του για το θέαμα που "απόλαυσε". Καμιά φορά εκτός από την αρκούδα το θέαμα συμπληρωνόταν με μια μαϊμού, η οποία χοροπηδούσε και έκανε τον κόσμο να γελάει.

Παντοειδείς τεχνίτες και γυρολόγους θυμόμαστε οι παλαιότεροι να γυρνούν το χωριό μας και να πωλούν την τέχνη και την πραμάτεια τους, από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά, πάντα καλοδεχούμενοι από τους Ξυλοπολίτες, καθώς αυτοί δεν είχαν τη σημερινή εύκολη πρόσβαση σε κάθε είδους καταστήματα και εμπορικά κέντρα.

Γυρολόγοι με ονόματα και ειδικότητες, πολλές από αυτές άγνωστες σήμερα, αξίζει όμως να τις θυμόμαστε.

Γραφικές φιγούρες και γνώριμες φωνές, που συνόδευσαν τα παιδικά μας χρόνια και κουβαλάμε νοσταλγικά στο μυαλό και στην  καρδιά μας μέχρι σήμερα. 

Ο «Μπιρ Μπολ», ο παγωτατζής, ήταν η χαρά όλων μας.  Χαλούσαμε τον κόσμο όταν τον ακούγαμε από μακριά να διαλαλεί την πραμάτεια του. «Παωτοοοό! Παγωτό χωνάκι», χαρακτηριστική φωνή και γνώριμη φιγούρα σε όλους του κατοίκους και όσοι τυχεροί είχαν τη δραχμή τρέχανε ξοπίσω του για να αγοράσουν το χωνάκι.

Ο ίδιος τους χειμερινούς μήνες πωλούσε τα κοκοράκια  και τα μηλαράκια σε κόκκινη καραμέλα που ήταν η χαρά των μικρών. Τόσο απλές ήταν οι χαρές τότε.

Το τροχήλατο, χειροκίνητο, σιγά-σιγά έγινε μεγαλύτερο και μ’ αυτό γυρνούσε όλες τις γειτονιές.  Η μέρα και η ώρα του ήταν καθορισμένες.

Τους φθινοπωρινούς μήνες κατέφθανε ο μπάρμπα-Γιώργης από την Άσηρο, διαλαλούσε με μελωδική φωνή και με επιφωνήσεις διανθισμένες με το ντόπιο ιδίωμα τα σταφύλια του. 

Με το γαϊδουράκι του, στο οποίο είχε φορτωμένα τα μεγάλα καλάθια περιέτρεχε τα καλντερίμια του χωριού.   Οι συναλλαγές μαζί του γινόταν συνήθως με σιτάρι ή καλαμπόκι αφού δεν γίνεται λόγος για νόμισμα. Όσο για το χαρτονόμισμα λίγοι ήξεραν πως είναι.

Καρέκλες ο καρεκλάς. Ο καρεκλάς ήταν αθίγγανος, περιδιάβαινε το χωριό φορτωμένος με χόρτο, και φώναζε προκειμένου να επισκευάσει ή να αντικαταστήσει το χόρτο στις καρέκλες. Όταν υπήρχε πελάτης, καθότανε επιτόπου και ξεκινούσε το πλέξιμο. Η χαρά της πιτσιρικαρίας δηλαδή, αφού τον περικύκλωναν και παρακολουθούσαν με «κατάνυξη» το μαεστρικό πλέξιμο της καρέκλας.

Ήταν ο τεχνίτης που γνώριζε να πλέκει με επιδεξιότητα το χόρτο (σάζι) στο ξύλινο πλαίσιο μιας καρέκλας.

Στα παλιότερα χρόνια οι περισσότεροι Ξυλοπολίτες  χρησιμοποιούσαν για καθίσματα  σκαμνιά από ξύλο και σκέτα κουτσούρια για τα μικρά παιδιά. Οι καρέκλες ήταν σπανιότερες και τις χρησιμοποιούσαν οι πλουσιότεροι «νοικοκύρηδες». Έτσι, με το επάγγελμα αυτό δεν ασχολούνταν πολλοί άνθρωποι.  

Οι καρέκλες γίνονταν από άγριο ξύλο, συνήθως πλάτανο, και ήσαν διαφόρων  ειδών. Άλλες με κάθισμα και πίσω πλάτη, άλλες χωρίς πλάτη και άλλες, που το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδέονταν με το πισινό πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο, που χρησίμευε για ακουμπιστήρι του καθήμενου (ραχατηλίδικες).  Εκτός από τις καρέκλες για μεγάλους ο καρεκλάς έφτιαχνε και ειδικά καρεκλάκια για τα μωρά. Αυτά είχανε πισινό κουμπιστήρι και τα δυο μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένα και συνδεμένα με τα πισινά με πλάγια μπράτσα. Σε κατάλληλο ύψος τα μπροστινά πόδια είχαν τρύπες, απ’ όπου περνούσε ειδική περόνα, κατασκευαζόταν δε  στο σύνολό  της με τέτοιο τρόπο που να προστατεύει το μωρό από τα πεσίματα. Το μικρό αυτό κάθισμα είχε στη μέση μια  ευρύχωρη στρογγυλή τρύπα, που χρησίμευε για την αφόδευση του μωρού.