Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 - Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΜΕΝΗΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΗΣ

Την εικόνα της Λιγκοβάνης αμέσως μετά την απελευθέρωσή της αποτύπωσε απεσταλμένος του ξένου τύπου ως εξής: 


«Περιπατώ και περιπατώ κουράζομαι περιπατών δια μέσου της νεκροπόλεως και όμως τα ερείπια δεν τελειώνουν.  Ερείπια.  Ερείπια.  Ερείπια.
Τα κουρασμένα βήματα εμού και του συνοδοιπόρου μου αντηχούντα θλιβερώς επί των ερειπίων, αποτελούν τον μόνον κρότον που διαταράσσει την σιγήν του θανάτου που βασιλεύει εκεί.
Από καιρού εις καιρόν κοπάδια κοράκων πετούν από τούτου του σωρού των λίθων εις τον άλλον.  Αποτελούν την μόνην έκφανσιν της ζωής μέσα εις την νεκρούπολιν – και την απαισιωτέραν έκφανσιν.
Τα κοράκια προσελκύονται από την δυσοσμίαν θνησιμαίων, την οποίαν φέρει αποπνικτικήν εδώ κ’ εκεί εις τα οσφραντικά μας νεύρα το δροσερό αεράκι του δειλινού.  Κάτω από μερικά ερείπια υπάρχουν ανθρώπινα πτώματα.  Τα πτώματα γερόντων και γραιών και ασθενών που δεν ημπόρεσαν να σωθούν δια της φυγής και η σφαγμένοι ή καμένοι ευρέθησαν υπό τα ερείπια.
Εις πολλά μέρη της νεκρουπόλεως ούτε δρόμος ούτε σπίτι ξεχωρίζουν.  Ένα στρώμα από λίθους και χώματα μαύρα και ξύλα απηνθρακωμένα απλούνται.  Και ανάμεσα απ’ αυτούς τους σωρούς εγείρονται εδώ κ’ εκεί τοίχοι παραδόξων σχημάτων ως φαντάσματα, μαυρισμένοι από τον καπνόν και κοκκινισμένοι από τες βόμβες.
Αλλού πάλιν υψούνται όλοι οι εξωτερικοί τοίχοι μερικών σπιτιών καμένων από τα παράθυρα, των οποίων φαίνεται ο ουρανός.
Οι τοίχοι αυτοί ντυμένοι το μαύρο χρώμα της καπνιάς φαίνεται ως να κλαίουν τη μαύρη μοίρα της αρχοντιάς της πόλεως.
Ώ!  Τώρα νοιώθω βαθειά μέσα μου την συγκίνησιν του μεγάλου Γαλάτου ποιητού που ησθάνετο προ των ερειπίων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου